Με το σταγονόμετρο η επάρκεια σε ηπαρίνες στην αγορά
Σε αναμονή για διαπραγματεύσεις ώστε να εξασφαλιστεί η επάρκεια ηπαρινών στη χώρα, βρίσκονται σύλλογοι ασθενών και φαρμακευτικές
Στην κόψη του ξυραφιού κινείται η αγορά των ηπαρινών μέχρι το τέλος Αυγούστου, καθώς μόνο μέχρι τότε υπάρχει επάρκεια στα σκευάσματα που είναι αναγκαία για την κάλυψη των νεφροπαθών και των χειρουργείων που χρειάζονται.
Βέβαια, ειδικά για τους νεφροπαθείς που χρειάζονται αιμοκάθαρση, η τιμή στις κλασικές ηπαρίνες που έχουν εισαχθεί από το ΙΦΕΤ θεωρείται απλησίαστη, καθώς είναι τουλάχιστον τετραπλάσια σε σχέση με την τιμή που προβλέπεται για τα σκευάσματα αυτά στο δελτίο τιμών φαρμάκων, με αποτέλεσμα οι μονάδες αιμοκάθαρσης να χρησιμοποιούν ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους για τη λειτουργία του τεχνητού νεφρού. Και πάλι όμως το κόστος του φαρμάκου είναι τριπλάσιο.
Για το θέμα ο Πανελλήνιος Σύλλογος Νεφροπαθών έχει ζητήσει συνάντηση με τον νέο υπουργό Υγείας Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί με τις ελλείψεις φαρμάκων, ιδίως της συγκεκριμένης κατηγορίας. Πριν από τη συνάντηση αυτή όμως, ο υπουργός αναμένεται να συναντηθεί με την πρόεδρο του ΕΟΠΥΥ Θ. Καρποδίνη, τον πρόεδρο του ΕΟΦ Δ. Φιλίππου και την πρόεδρο της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης Ν. Γκογκοζώτου.
Οι πέντε φαρμακευτικές που διαθέτουν στην αγορά ηπαρίνες, διατηρούν τις προβλεπόμενες ποσότητες τριμήνου όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία, όμως αρκετές από αυτές θέτουν θέμα διευθέτησης του ζητήματος αποζημίωσης και υποχρεωτικών επιστροφών (κυρίως του clawback), καθώς οι τιμές με τις οποίες έχουν τιμολογηθεί τα σχετικά σκευάσματα είναι εξαιρετικά χαμηλές και ζημιογόνες και δεν είναι γνωστό για πόσον καιρό ακόμα θα μπορούν να προμηθεύονται τις αναγκαίες ποσότητες.
Ο λόγος είναι ότι οι κλασικές ηπαρίνες κυκλοφορούν στην Ελλάδα σε τιμή 30 ευρώ. Σε αυτήν την τιμή υπολογίζονται οι υποχρεωτικές επιστροφές rebate και clawback. Όμως, η χαμηλότερη τιμή της Ευρώπης φτάνει τα 60 ευρώ, ενώ ο μέσος όρος από τις δύο φθηνότερες τιμές της Ευρωζώνης σε τρεις χώρες, όπως ορίζεται από την ελληνική νομοθεσία, είναι 80 ευρώ. Με την εισαγωγή του ΙΦΕΤ, περίπου 50.000 συσκευασιών κλασικής ηπαρίνης – ποσότητα που επαρκεί ως και τον Αύγουστο – σε τιμή 170-180 ευρώ ανά συσκευασία, οι προϋπολογισμοί των νοσοκομείων θα επιβαρυνθούν με 8,5 εκατ. ευρώ, δηλαδή 5,5 εκατ. ευρώ επιπλέον του προβλεπόμενου.
Κόστος και κάλυψη αναγκών
Υπενθυμίζουμε ότι οι δύο προσπάθειες συζήτησης του θέματος με την Επιτροπή Διαπραγμάτευσης απέβησαν άκαρπες, οπότε δεν έχει καταρτισθεί ακόμη κλειστός προϋπολογισμός για τα σκευάσματα αυτά, όπως είχε συμβεί πέρυσι και το 2021.
Καθώς το πρόβλημα ήταν υπαρκτό και τα προηγούμενα χρόνια, το 2021 η προηγούμενη πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας είχε αυξήσει τη δαπάνη του ΕΟΠΥΥ για τη συγκεκριμένη κατηγορία φαρμάκων κατά 45 εκατ. ευρώ, ενώ έγινε και παρεμφερής διευθέτηση και πέρυσι.
Η ετήσια δαπάνη για όλα τα σκευάσματα ηπαρίνης είναι 43 εκατ. ευρώ για τον ΕΟΠΥΥ και άλλα 13 εκατ. ευρώ για τα νοσοκομεία.
Ταυτόχρονα όμως, η ανάγκη για ηπαρίνες αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό που κυμαίνεται μεταξύ 5-7% εξαιτίας της αύξησης της νοσηρότητας που προκύπτει από την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, αλλά και από την αύξηση των περιστατικών καρκίνου που ευνοούν τις θρομβώσεις.
Το αποτέλεσμα είναι να χρειάζονται 15 εκατ. σύριγγες ηπαρίνης το χρόνο και δεδομένης της βιολογικής προέλευσης της πρώτης ύλης (συλλέγεται από χοίρους) παράγοντες των φαρμακευτικών που διακινούν ηπαρίνες στη χώρα επισημαίνουν τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν στην προμήθεια σκευασμάτων σε επάρκεια για την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού.
Η αιτία της έλλειψης
Τα σκευάσματα ηπαρίνης, αντιμετωπίζουν ελλείψεις διεθνώς για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η πανώλη των χοίρων στην Κίνα το 2019 που είχε οδηγήσει σε θανάτωση του 50% των χοίρων, με αποτέλεσμα να περιοριστούν δραστικά οι δυνατότητες για πρώτη ύλη, αφού η Κίνα προμηθεύει περίπου το 80% της πρώτης ύλης. Από τότε μέχρι σήμερα, οι δυνατότητες παραγωγής δεν έχουν αποκατασταθεί πλήρως. Ο δεύτερος είναι ότι η ζήτηση διεθνώς έχει αυξηθεί εξαιτίας της αύξησης των περιστατικών καρκίνου, αλλά και του προσδόκιμου επιβίωσης. Και οι δύο αυτοί παράγοντες, αυξάνουν παράλληλα και το κόστος των πρώτων υλών.
Η έλλειψη πρώτης ύλης επηρεάζει περισσότερο τα σκευάσματα κλασικής ηπαρίνης, επειδή χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα πρώτης ύλης για να παρασκευαστούν. Στην Ευρώπη, οι τιμές ακολουθούν την πορεία προσφοράς και ζήτησης, όμως στη χώρα μας, τα σκευάσματα κυκλοφορούν με την χαμηλότερη τιμή διεθνώς, επί της οποίας επιπλέον επιβάλλονται και υποχρεωτικές επιστροφές, κάνοντας το προϊόν εξ΄ αρχής ζημιογόνο.
Οι ηπαρίνες χρησιμοποιούνται από τους νεφροπαθείς σε αιμοκάθαρση, τους πάσχοντες από θρομβοφιλία, καρκινοπαθείς που οι μορφές της νόσου ή οι θεραπείες τους προκαλούν θρομβώσεις, ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργικές επεμβάσεις, εγκύους, ή ως προληπτική αγωγή σε διάφορες περιπτώσεις.