Άρθουρ Έβανς: Ο όφις ως έμβλημα της μεγάλης μινωικής θεάς
Από το αβλαβές «σπιτόφιδο», στην ιοβόλο «όχεντρα»
- Οι εικόνες της χρονιάς μέσα από τον φακό των Γιατρών Χωρίς Σύνορα
- Το ΕΚΠΑ απαντά στην παραπληροφόρηση για τις διεθνείς κατατάξεις των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων
- «Η Βόρεια Κορέα ετοιμάζει στρατεύματα και drones για τη Ρωσία», προειδοποιεί η Σεούλ
- Οι πολιτικές προβλέψεις του Economist για το 2025
Η πρωτόγονος οφιολατρεία, της οποίας την ύπαρξιν εις την μινωικήν Κρήτην αποκαλύπτουν τα περίεργα ευρήματα του σερ Άρθουρ Έβανς, δεν ημπορεί να θεωρηθή παρά ως τοπική έκφρασις μιας κυριολεκτικώς παγκοσμίου θρησκευτικής δοξασίας. Κατ’ αυτήν τα εκλιπόντα πνεύματα της οικογενείας συνεταυτίζοντο με τα ερπετά που αναζητούσαν τη ζεστασιά της οικιακής εστίας. Ο όφις από της απόψεως αυτής είνε πνεύμα καλόβουλον και αγαθοεργόν, φέρνει τύχην εις την κατοικίαν όπου φωληάζει. Πρέπει να τύχη φιλοξένων περιποιήσεων κάθε λογής. Ο χαρακτήρ του εκφράζεται άριστα από τας πλήρεις σεβασμού και αγάπης ονομασίας που του δίδονται, παραδείγματος χάριν η «μητέρα του σπιτιού».
Από το σημείον όμως αυτό αρχίζει μια περιεργοτάτη εξέλιξις της εννοίας του όφεως ως θρησκευτικής οντότητος. Ο όφις συσχετίζεται με την μεγάλην μινωικήν θεάν. Τα σκεύη τα οποία εις την αρχήν εχρησίμευαν πράγματι εις την διατροφήν του οικιακού όφεως χάνουν τον αρχικόν σκοπόν των. Γίνονται καθαρώς λειτουργικά αντικείμενα, αναφερόμενα εις την λατρείαν της μεγάλης θεάς. Αι πρώται ανθρωπομορφικαί απεικονίσεις της μινωικής θεότητος την εμφανίζουν ως «θεάν-μητέρα», εις τα σύμβολα της οποίας προστίθεται και ο όφις. Τα άλλα σύμβολά της –η περιστερά, η οποία εμφαίνει την ουράνιον υπόστασίν της, ο διπλούς πέλεκυς, ο οποίος συμβολίζει την δύναμίν της όπως εξαπολύει τον κεραυνόν, ο ηλιακός δίσκος, ο οποίος τίθεται υπέρ την κεφαλήν της– συνδέουν την λατρείαν της με τας δοξασίας μιας ευρυτέρας περιοχής, της κειμένης προς Ανατολάς του Αιγαίου. Αλλά συγχρόνως η θεά εμφανίζεται και με άλλο «στόλισμα» – τους όφεις, τους οποίους κρατεί ή οι οποίοι είνε τυλιγμένοι εις διάφορα μέρη του σώματός της. Δεν χωρεί αμφιβολία, κατά τον κ. Έβανς, ότι κατά την πρώτην αυτήν περίοδον οι όφεις που συνοδεύουν την θεάν ανήκουν εις το είδος του οικιακού όφεως και πρέπει συνεπώς να ερμηνευθούν ως αγαθοεργά γνωρίσματα της θεότητος. Η εικονιζομένη θεά είνε η «σπιτομάννα» μιας λατρείας, η οποία εξακολουθεί να είνε στενά συνδεδεμένη με την απλήν οικιακήν μορφήν εις την οποίαν και το φίδι στέκεται ως η υλική ενσάρκωσις του πνεύματος του σπιτιού.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 28.6.1935, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Εν τούτοις τα άλλα σύμβολα με τα οποία συνδέεται η λατρεία ακόμη και εις τα πρωτόγονα εκείνα ιερά δείχνουν ότι πρόκειται ήδη περί της ιδίας μινωικής θεάς την οποίαν απαντώμεν εις υψηλοτέρας θρησκευτικάς σφαίρας. Η εμφάνισις των ιερών περιστερών αποκαλύπτει ήδη την αρχήν μιας νέας φάσεως της θρησκευτικής εξελίξεως. Το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικόν της παλαιάς οφιολατρείας –ο περίεργος «φιδοσωλήν»– υφίσταται την πιο απίθανον μετατροπήν. Γίνεται… περιστερεών. Και υπό την νέαν αυτήν μορφήν του ανευρίσκεται εις την Κύπρον, όπου χρησιμεύει ως σκεύος λατρείας της θεάς υπό την μορφήν της Αφροδίτης. Ο αρχικός σωλήν αλλάζει σχήμα. Αντί των αρχικών δοχείων προς διατροφήν των όφεων αποκτά οπάς διά την είσοδον και την έξοδον του πτηνού-συμβόλου της θεάς. Έτσι ένα τεμάχιον μινωικού υδροσωλήνος –πρόσκαιρον καταφύγιον του κοινού φιδιού– μετεμορφώθη σιγά-σιγά εις ομοίωμα φωλεάς περιστερών αφιερωμένων εις μίαν ουρανίαν θεότητα.
Αλλά η διάδοσις του πρωτογόνου «φιδοσωλήνος» φθάνει ακόμη μακρύτερα – ξεκινά από την Κρήτην και εισχωρεί εις την ενδοχώραν των παραλίων της Ανατολικής Μεσογείου, όπου εισχωρούν ως έμποροι και ως πολεμισταί οι Κρήτες της μινωικής εποχής. Εις τον τελευταίως εξερευνηθέντα ναόν του Ασταρώθ – εις το Βεθ-Σαν της Παλαιστίνης– ήλθαν εις φως λείψανα πηλίνων σωλήνων της αυτής κατηγορίας – ένα μίγμα του αρχικού κρητικού «φιδοσωλήνος» και του κυπριακού παραγώγου του. Και αι μεταγενέστεραι μορφαί και διακοσμήσεις αυτού του σκεύους έχουν μινωικήν την προέλευσιν. Εις τον ναόν αυτόν του Ασταρώθ ήτο κρεμασμένη η πανοπλία του Σαούλ. «Και ο βασιλεύς Δαυίδ», λέγει ο κ. Έβανς, «ο οποίος φαίνεται ότι εξεδίωξε τους Φιλισταίους από το Βεθ-Σαν περί το 1000 προ Χριστού και υπήρξεν αίτιος της μερικής κατεδαφίσεως του ναού, θα ητένισε πιθανώς τα διασωζόμενα αυτά τεκμήρια της παλαιάς οικιακής θρησκείας της Κρήτης. Οι Κρήτες της φρουράς του Δαυίδ θα του εξήγησαν ίσως την σημασίαν των».
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 28.6.1935, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Όσον αφορά την έκτασιν καθ’ ην η μινωική θρησκεία εις τας υψηλοτέρας εκφάνσεις της είχεν αφομοιώση την λατρείαν του οικιακού όφεως, κτυπητήν απόδειξιν παρέχουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των καλλιτεχνικών εικόνων της θεάς εκ πορσελάνης και ελεφαντοστού. Εις τας παραστάσεις αυτάς η θεά κρατεί τας κεφαλάς των όφεων που είνε τυλιγμένοι περί το σώμα και τας άκρας της και τας προτείνει τρόπον τινά εις τους πιστούς. Είνε η θεά υπό την χθόνιον όψιν της – η θεά του κάτω κόσμου.
Πηγή: Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου (heraklionmuseum.gr)
Εις τας αποδείξεις αυτάς ο κ. Έβανς προσθέτει ένα νέον πόρισμά του, οφειλόμενον εις τυχαίαν παρατήρησίν του. Εξ αυτής αποδεικνύεται ότι από την ιδίαν πηγήν –τον όφιν– προέρχεται ένα διακοσμητικόν μοτίβο που ανευρίσκεται συνεχώς συνδεδεμένον αμέσως ή εμμέσως με την θεότητα. Είνε το μοτίβο του κύματος και της στιγμής. Κύματα ή μάλλον γυρτές κορυφές κυμάτων, καθώς έρχονται προς την παραλίαν και πριν σπάσουν, διαδέχονται η μία την άλλην εις αυτό το μοτίβο· και μεταξύ των κυμάτων προστίθενται ανά μία στιγμή, η οποία ενίοτε προσλαμβάνει μορφήν άστρου. Η διακόσμησις αυτή, όπως είπαμεν, παρουσιάζεται πάντοτε εις σκεύη και αντικείμενα σχετιζόμενα με την λατρείαν της θεάς – εις φορητάς εστίας, εις αγγεία κ.λπ. Άλλοι εθεώρησαν πηγήν του μοτίβου τα πούπουλα των πτηνών. Άλλοι ενόμισαν ότι τούτο εγεννήθη από το κύμα. Πώς εξηγείται όμως η στιγμή που το συμπληρώνει; Ο κ. Έβανς αποδεικνύει πειστικώτατα ότι το μοτίβο αυτό δεν είνε παρά αντιγραφή σχεδόν της ράχεως της κρητικής «όχεντρας». Παραθέτει εικόνας όφεων και αντίγραφα μινωικών μοτίβων και αφήνει τα πράγματα να ομιλήσουν μόνα των και να τον δικαιώσουν.
Ώστε, καθώς βλέπομεν, ο όφις εξακολουθεί πάντοτε να είνε σύμβολον. Αλλά το αβλαβές «σπιτόφιδο» αντικαθιστά η ιοβόλος «όχεντρα». Ο όφις, ο οποίος εθεωρείτο κατ’ αρχάς ενσάρκωσις ευμενούς και αγαθοεργού δυνάμεως, αποκτά πολύ φοβερωτέραν σημασίαν ως έμβλημα της μεγάλης θεάς.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 28.6.1935, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Έχει ήδη παρατηρηθή ότι εις τας υψηλοτέρας φάσεις της θρησκευτικής εξελίξεως υπάρχει τάσις να προσδοθούν εις το φίδι μόνον τα θανατηφόρα γνωρίσματά του. Ο αρχαίος Όφις, η Τιαμάτ, ο παλαιός «Δράκων» της Χαλδαίας, γίνεται η ενσάρκωσις των δυνάμεων του κακού. Έτσι αι υπόγειοι δυνάμεις και το άγριον, αμείλικτον ξέσπασμά των δεν ημπορούσαν παρά να ασκήσουν ισχυρόν αντίκτυπον επί των θρησκευτικών δοξασιών. Η σεισμόπληκτος Κρήτη εδοκιμάζετο συχνά από τας εκρήξεις αυτάς. Αυτό το ανάκτορον της Κνωσού εκτιζόταν κ’ εξανακτιζόταν, πότε εν μέρει, πότε εξ ολοκλήρου, διότι φοβεροί σεισμοί το εγκρέμιζαν κατά καιρούς. Η καταστροφή πότε ήτο μερική, πότε ήτο καταστροφή εκ θεμελίων. Υπάρχει κατόπιν τούτου αμφιβολία ότι η θεά, η οποία ήτο και θεότης του κάτω κόσμου, εκ του οποίου προήρχοντο αι τεράστιαι καταστροφαί, περιεβλήθη και με γνωρίσματα προξενούντα το δέος; Τα ανευρεθέντα λείψανα δείχνουν ότι, από της τρίτης μεσομινωικής περιόδου τουλάχιστον, όφεις του πιο θανατηφόρου είδους είχαν καταστή τα γνωρίσματα της θεάς εις τα ιερά των ανακτόρων. Το είδος αυτό είνε η «όχεντρα», της οποίας το όνομα συγγενεύει με το όνομα της φοβεράς Εχίδνης της ελληνικής μυθολογίας, η οποία είχε κόρην την Σφίγγα, που σημαίνει «συσφιγκτήρα» ή «στραγγαλιστήν». Έτσι τα σημάδια της «όχεντρας» που συνοδεύουν την θεάν συμβολίζουν την φοβεράν χθόνιον δύναμίν της ως «σεισίχθονος».
*Άρθρο για τη Θεά των Όφεων, το μινωικό πολιτισμό και τον περίφημο βρετανό αρχαιολόγο Άρθουρ Έβανς. Έφερε τον τίτλο «Το σύμβολον του Κάτω Κόσμου» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» στις 28 Ιουνίου 1935.
Ο σερ Άρθουρ Έβανς (Sir Arthur John Evans), που γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου 1851 και απεβίωσε στις 11 Ιουλίου 1941, ανακάλυψε το ξακουστό ανάκτορο της Κνωσού, ένα μεγάλο τμήμα της μινωικής πόλης και νεκροταφεία διαφόρων περιόδων, διενεργώντας συστηματικές ανασκαφές από το 1900 έως το 1931.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις