Στις 12 Ιουλίου 2016 έφυγε από τη ζωή ο Δημήτρης Μαρωνίτης, διαπρεπής φιλόλογος, μεταφραστής, κριτικός και διανοούμενος.

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1929, ο Μαρωνίτης περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ακολούθως σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία με υποτροφία του Ιδρύματος Χούμπολτ (Humboldt).

Το 1962 αναγορεύτηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια δίδαξε Αρχαία Ελληνική Φιλολογία ως εντεταλμένος υφηγητής, έως ότου παύθηκε, φυλακίστηκε και βασανίστηκε λόγω των πολιτικών του φρονημάτων επί δικτατορίας.


Επανήλθε στο ΑΠΘ όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία στη χώρα μας και δίδαξε Αρχαία Ελληνική Φιλολογία, Νέα Ελληνική Φιλολογία και δημοσιογραφικό λόγο έως το 1996.

Χαρισματικός δάσκαλος και δεινός ερμηνευτής τόσο της αρχαίας όσο και της νέας ελληνικής γραμματείας, ο Μαρωνίτης σφράγισε με το έργο του την εποχή του. Ως εμβριθής μελετητής της ελληνικής γλώσσας και στοχαστής, ως συστηματικός μεταφραστής αρχαίων ελληνικών κειμένων, ως κριτικός έργων νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά και ως ακάματος αρθρογράφος, ο Μαρωνίτης κατάφερε να βρεθεί στην κορυφή των ελληνικών γραμμάτων.

Οι παρεμβάσεις του σε θέματα της γλώσσας, της λογοτεχνίας αλλά και του ελληνικού δημόσιου βίου υπήρξαν πάντα καίριες και κατά κανόνα αιχμηρές.

Ο Δημήτρης Μαρωνίτης, ευρέως γνωστός ως Δ. Ν. Μαρωνίτης, μετέφρασε τα ομηρικά έπη και έγραψε βιβλία, μονογραφίες και άρθρα για τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Ηρόδοτο, τον Σοφοκλή κ.ά.

Παράλληλα δημοσίευσε μελετήματα και κριτικά κείμενα για μείζονες νεοέλληνες λογοτέχνες (Σολωμό, Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Σαχτούρη, Σινόπουλο, Εγγονόπουλο, Πατρίκιο, Αναγνωστάκη, Αλεξάνδρου, Χειμωνά κ.ά.).


Ο πολυγραφότατος Μαρωνίτης, εκλεκτός συνεργάτης της εφημερίδας «Το Βήμα» επί σαράντα πέντε ολόκληρα έτη (1971-2016), τιμήθηκε το 1981 με το Α’ Κρατικό Βραβείο Κριτικής – Δοκιμίου για το έργο του «Όροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη» και το 2003 με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα και στον πολιτισμό.

Στις 17 Οκτωβρίου 1999, στο πλαίσιο ενός αφιερώματος του «Βήματος» στον Εμφύλιο των ετών 1946-1949 (εξ αφορμής της συμπληρώσεως μισού αιώνα από τη λήξη του), είχε δημοσιευτεί ένα άρθρο του Μαρωνίτη, που έφερε τον τίτλο «Ένα επί τρία». Ιδού τα όσα είχε γράψει στα πενήντα χρόνια από το τέλος του δικού μας Εμφυλίου ο σπουδαίος αυτός πνευματικός άνθρωπος:


[…] Επέτειος βέβαια και αυτή, αλλά σεμνή και οδυνηρή, και πάντως διόλου θριαμβική. Για ποιους όμως; Τους ιστορικούς ή τους ανιστόρητους; Τους αριστερόχειρες ή τους δεξιόχειρες; Τους νέους, τους ακμαίους, τους ώριμους ή τους γερασμένους; Αυτά και άλλα ανάλογα ερωτήματα δικαιολογούν την προσωπική μου αμηχανία να μπω κατευθείαν στον συγκεκριμένο επετειακό χορό. Θα μείνω λοιπόν κάπου απέξω, θίγοντας μόνον ζητήματα ονοματολογίας. Γιατί, πότε και πώς Εμφύλιος; Ποια τα ιδεολογικά και πολιτικά παρεπόμενα αυτής της μετονομασίας; Αφού για μετονομασία πρόκειται.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.10.1999, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ας θυμηθούμε πρώτα τα γνωστά και τα αυτονόητα. Εδώ και κάποια χρόνια, Εμφύλιος ονομάστηκε η μεταπολεμική μας, πολιτική και πολεμική, τραγωδία από το 1946 ως το 1949. Σε σαφή διάκριση προς την κατοχική αντίσταση, το βάρος της οποίας σήκωσε αναμφισβήτητα το ΕΑΜ. Με υπονοούμενη πάντως συνδετική γέφυρα τα Δεκεμβριανά και τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Όπως κι αν έχει το πράγμα, μέσα σ’ αυτά τα τέσσερα, δίσεχτα από κάθε άποψη, μετακατοχικά χρόνια, πέρα από την ανθρωποκτονική σύρραξη, προέκυψαν: στρατοδικεία, καταδίκες σε ισόβια και θάνατο, εξορίες σε ξερονήσια, βασανισμοί και εξευτελισμοί ανήκουστοι, κοινωνική και επαγγελματική εξόντωση όσων υπήρξαν ή θεωρήθηκαν αριστεροί, και πάντως μη εθνικόφρονες.

Και πάμε στα ονόματα. Στα χρόνια εκείνα ο σήμερα ονομαζόμενος Εμφύλιος είχε άλλα ονόματα: η μια μεριά μιλούσε για Δεύτερο Αντάρτικο· η άλλη για Συμμοριτοπόλεμο. Μαζί εξάλλου με τον Συμμοριτοπόλεμο και τους συμμορίτες βγήκαν στη μέση και άλλα πολλά συνώνυμά τους, για να περιφρουρήσουν αμόλυντο τον χώρο της εθνικοφροσύνης από όσους χαρακτηρίστηκαν κομμουνιστές, ανθέλληνες και απάτριδες. Μιλάμε για στημένο αποτρόπαιο φάντασμα προς εκφοβισμό της μεταπολεμικής μας κοινωνίας.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.10.1999, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Κάποτε το ονοματικό αυτό στέμμα άρχισε να υποχωρεί. Πότε και πώς ακριβώς, θα μας το πουν, υποθέτω, οι ιστορικοί της περιόδου, υποδηλώνοντας και το μοντέλο της νέας ονομασίας. Σε τι αλήθεια παραπέμπει η λέξη «Εμφύλιος»; Σε κάποια δική μας προηγούμενη εμφυλιακή σύγκρουση; Στον εμφύλιο της Ισπανίας; Μήπως στον πόλεμο Βορείων και Νοτίων της Αμερικής;

Βρίσκω πολύ πιθανό ότι η παλαιά σχετική ονοματολογία πέρασε σε ανυποληψία στα χρόνια της επτάχρονης χούντας· το υποκατάστατο όνομα «Εμφύλιος» μάλλον εμφανίστηκε στην καραμανλική μεταπολίτευση (σε συνδυασμό και με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ), αλλά εδραιώθηκε με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ως σήμα εθνικής συμφιλίωσης. Έτσι, πολιτικός κόσμος και μεταπολεμική κοινωνία δέχτηκαν με προφανή ανακούφιση το νέο ονοματικό εφεύρημα· ουδέτερο μείγμα λήθης και μνήμης, με το οποίο, όψιμα έστω, έλληνες πολίτες μιας προηγούμενης εποχής, όσοι επιβίωσαν, και οι επίγονοί τους αποχαρακτηρίστηκαν από το στίγμα των κόκκινων επί σφαγή προβάτων. Και μπορούσαν άφοβα πια να συνομιλούν με τα άλλα πρόβατα – βεβαίως και με τους λύκους.


Πού το πάω; Δεν νοσταλγώ ασφαλώς τα παλαιά ονόματα και δεν ζητώ την απόσυρση του εμφυλιακού τίτλου, που και φωνητικά ακόμη συνηχεί με τη λέξη «συμφιλίωση», άγαλμα της οποίας στήθηκε στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Θυμίζω ωστόσο ότι ο όρος «Εμφύλιος» δεν αποτελεί μόνον συναίρεση προηγούμενων διχαστικών ονομάτων, αλλά και αφαίρεση συγκεκριμένων συγκρούσεων που εκείνα ομολογούσαν. Γι’ αυτό μίλησα για αδιαίρετο μείγμα μνήμης και λήθης· για ιστορικού δηλαδή (ή έστω ψευδοϊστορικού) τύπου ετικέτα, με την οποία προτείνεται εξίσωση των υποκειμένων μιας φονικής αναμέτρησης. Απλούστερα: το όνομα «Εμφύλιος» δεν επιβαρύνει πλέον ιδεολογικά και αξιολογικά το ένα από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα της ταραγμένης εκείνης εποχής· δεν ενοχοποιεί αλλά και δεν αθωώνει κανέναν· επονομάζει, με γενικό όμως και αόριστο τρόπο, το ίδιο το γεγονός. Από την άποψη αυτή θα μπορούσε κάποιος με το δίκιο του να θεωρήσει το καθιερωμένο πλέον όνομα κατόρθωμα ιστορικής ματιάς και συνείδησης.

Σε τούτο όμως το σημείο θέλω να αντιγράψω ένα εύστοχο περί ιστορίας απόφθεγμα του κ. Σημίτη, με το οποίο σφράγισε την ενδιαφέρουσα ομιλία του για τον Νίκο Πουλαντζά: «Όσοι δεν κατανοούν την πανουργία της ιστορίας είναι αφελείς· αλλά και όσοι αγνοούν τη γενναιοδωρία της αποδείχνονται αχάριστοι». Περί αυτού πρόκειται.

Υπολείπεται βεβαίως το ερώτημα αν, κατά περίπτωση, περισσεύει η πανουργία της ιστορίας ή η γενναιοδωρία της. Στο όνομα «Εμφύλιος» φαίνεται να κέρδισε πόντους μάλλον η ιστορική γενναιοδωρία. Υπάρχουν όμως και άλλα, ομόλογα, παραδείγματα, όπου, εκ προθέσεως ή εξ αποτελέσματος, υπερτερεί η ιστορική πανουργία. […]