Έχω μπροστά μου τους δυο ογκώδεις τόμους, χίλιες τόσες σελίδες, του νέου μνημειώδους έργου του Φώτη Κόντογλου. Το τιτλοφορεί: «Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας». Και με τον τρόπο που επεξηγεί πάντα ο ίδιος τα βιβλία του, γράφει για τούτο εδώ, καταλεπτώς, το τι είναι: «Βίβλος καλουμένη Έκφρασις, ήγουν ιστόρησις της Παντίμου Ορθοδόξου Αγιογραφίας, της και λειτουργικής καλουμένης. Περιέχουσα την τεχνολογίαν και εικονογραφίαν της ειρηνοχύτου ταύτης τέχνης, ήτοι την ερμηνείαν των τεχνικών τρόπων και τους ιερούς τύπους των εικόνων, καθώς και εξήγησιν περί της λεπτότητος και του πνευματικού κάλλους και περί της τιμής αυτής. Συγγραφείσα παρά του εν αγιογράφοις ελαχίστου Φωτίου Κόντογλου, και περιλαβούσα όσα εκ παλαιών κωδίκων και ειδήσεων ούτος εμελέτησε και εξ ιδίας πείρας εξέμαθεν. Μετά πολλών σχεδίων και εικόνων, παλαιών τε και διά χειρός του συγγραφέως φιλοτεχνημένων».

[…]

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 22.11.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Θέλω να πω ευθύς εξ αρχής, καθώς σκύβω πάνω σε τούτο το ογκώδες έργο που εκδώσανε οι Αδελφοί Παπαδημητρίου με άκρα επιμέλεια και αγάπη, πως πρόκειται όχι μόνο για έργο ζωής ενός μεγάλου τεχνίτη και συγγραφέα, αλλά και για ένα βασικό βιβλίο της Γραμματείας μας, για το οποίο πρέπει νάναι περίφανη η γενιά μας. Έχουμε εδώ το ιστόρημα της βυζαντινής αγιογραφίας γραμμένο απ’ τον πρώτο αγιογράφο της εποχής μας, που συνεχίζει στις μέρες μας, με τρόπο εκπληκτικό, με συνέπεια, με φανατισμό και με πίστη, τη μεγάλη κληρονομία των Βυζαντινών. Κι’ έχουμε γραμμένο αυτό το ιστόρημα σ’ ένα ύφος μοναδικό, που συγκινεί και τέρπει και γεμίζει την καρδιά μας ευφροσύνη, σα να ταξιδεύουμε μες στην αγιότητα και στην ομορφιά ενός κόσμου που τον αγίασε ο καιρός.

Τίποτα δεν θα ήταν πιο πειστικό για τον αναγνώστη μας από ένα «δείγμα γραφής» αυτού του βιβλίου, γιατί τίποτα δεν μπορεί να δώση στον άλλον μιαν ιδέα του ύφους του από το ίδιο το κείμενο, το μοναδικό και ανεπανάληπτο. Ιδού άξαφνα ένα μέρος από το κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Η ωραιότης και η αγνότης της ζωγραφικής οπού γίνεται με ασβέστην». Κοιτάχτε πώς αυτή η σελίδα που αφορά τεχνικά πράγματα, που δεν έχουν τίποτα από φαντασία και δεν σηκώνουν ωραιολογίες, κοιτάχτε πώς γίνεται κείμενο γεμάτο χάρη και έλξη, που σε φωνάζει να το διαβάσης και να το ξαναδιαβάσης, να το πης φωναχτά για ν’ ακούσης την αρμονία και την ποίηση που συνθέτουν οι λέξεις:

«Η ζωγραφική οπού γίνεται με ασβεστοχρώματα είναι η πλέον ωραία, η πλέον φυσική, η πλέον αγνή, η πλέον απλή, αφού τα μεν χρώματα γίνονται με ολίγην σκόνην χώμα ανακατευμένην με ολίγον καθαρόν νερόν, δίχως τίποτε άλλο, η δε επιφάνεια, επάνω εις την οποίαν ζωγραφίζει ο ζωγράφος, είναι ένας απλός τοίχος σουβαντισμένος με ασβέστην.

Εις αυτήν την ευλογημένην ζωγραφικήν ακόμα και ένα απλόν βάψιμον επάνω εις τον τοίχον παρουσιάζει κάποιον πράγμα νόστιμον και εκφραστικόν οπού το χαίρεται ο άνθρωπος. Τόση είναι η καθαρότης οπού έχει εις τους τόνους τούτη η ζωγραφική, ώστε μολύνεται με το παραμικρόν. Ακόμα και ακάθαρτον νερόν τυπώνεται επάνω εις τον ασβέστην. Οι χρωματισμοί έχουν μίαν εξαίσιαν διαύγειαν και γλυκύτητα, και κοντά εις αυτούς οι χρωματισμοί οπού γίνονται με διάφορα μίγματα, ιδίως δε με τα ελαιοχρώματα, είναι χονδροειδείς, βάναυσοι, βαρείς, βουβοί. Μόνον το αυγόν έχει κάποιαν ευγένειαν, οπού το πλησιάζει εις το ασβεστόχρωμα, αλλά και αυτό δεν έχει εκείνην την κρυσταλλίνην φωτεινότητα οπού δίδει ο ασβέστης, μ’ όλον οπού το αυγόν είναι μαζί με τον ασβέστην τα δύο ευλογημένα πράγματα με τα οποία ημπόρεσεν η πάντιμος τέχνη της αγιογραφίας να αποτυπώση τα ακηλίδωτα αρχέτυπα της αγίας θρησκείας μας. Και όπως εις τον φυσικόν κόσμον ο ασβέστης είναι οξύς και καυστικός και καθαρίζει τα πάντα, ούτω και η ζωγραφική οπού γίνεται με αυτόν είναι καθαρά και αμόλυντος ως όψις κρυστάλλου, πνευματική, ανάγουσα το πνεύμα των πιστών εις θεϊκάς αναβάσεις και μεταβάλλουσα εις πνευματικά τα υλαία σχήματα και χρώματα. Όσον διά το γράψιμον, έχει τόσην λεπτότητα αυτή η τέχνη, οπού ημπορεί κανείς με το ψιλόν κονδύλι να χωρίση εις δύο και τρίχαν ακόμη.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 22.11.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Με ένα λόγον, εκείνος οπού δουλεύει με πίστιν εις την ευλογημένην αυτήν τέχνην αισθάνεται μεγάλην ευφροσύνην και βαθείαν κατάνυξιν, ώστε να λησμονή να φάγη και τον άρτον του.

Αλλά και η ευωδία οπού βγαίνει από τα γεώδη χρώματα, όταν μουσκευθούν και σμίξουν με τον ασβέστην, είναι πάντερπνος, όπως εκείνη οπού διαχύνεται κατά τα πρωτοβρόχια εις το βουνόν όταν μουσκευθή το αγνόν χώμα και οι κλάδοι των αγρίων δένδρων».

Ο Κόντογλου στάθηκε μες στον πνευματικό μας βίο ένα σπάνιο παράδειγμα πίστης και συνέπειας. Σε μιαν εποχή, την τρομερώτερη του κόσμου, αυτήν την εποχή των δύο παγκοσμίων πολέμων που συγκλόνισε συθέμελα τα πάντα, ιδέες και έθνη και πίστεις και καθεστώτα, που άλλαξε ριζικά τη στάση του ανθρώπου αντίκρυ στα φαινόμενα, τούτος εδώ ο άνθρωπος κρατήθηκε με φανατισμό φοβερό στα άγια των αγίων του, «στα αρχέτυπα» της παραδόσεως, δεν κλονίστηκε μήτε μια στιγμή, δεν αμφέβαλε, δεν πισωπάτησε. Η πίστη του, και η ομορφιά και η γενναιότητα που χρειαζόταν αυτή η πίστη, έγινε κύκλος φωτεινός γύρω στη ζωή του, έγινε θρύλος, έγινε εστία που καλούσε με τη ζεστασιά της. Και με τον καιρό αυτός ο άνθρωπος έγινε σχολείο που έβγαλε μαθητές και μαστόρους που θα βλογούνε τ’ όνομά του εσαεί για όσα μάθανε κοντά του – για την αλήθεια του που τους δίδαξε.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 22.11.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Τον αναθυμούμαι τώρα κι’ εγώ τον Φώτη Κόντογλου, καθώς γράφω τούτες τις γραμμές, τότε που είμαστε στην κοινή μας αιγαιοπελαγίτικη πατρίδα, στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Θυμούμαι τα πρώτα νεανικά μου χρόνια και τα όσα έμαθα κοντά σ’ αυτόν τον άνθρωπο που, νεώτατος, ήξερε να επιβάλλεται, να εμπνέη σέβας και να είναι αρχηγός. Ό,τι τελείωνα το Γυμνάσιο κι’ εκείνος ό,τι γύριζε απ’ την περιπλάνησή του στην Ευρώπη, όπου είχε περάσει τα χρόνια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Ντυνόταν παράξενα, φορούσε παράξενους σκούφους, κάτι μάλλινες πατατούκες, ήθελε να κάνη πως ήταν αγριάνθρωπος, έκανε παρέα με παλαιούς ανθρώπους, με καλογέρους και κοντραμπατζήδες και με ψαράδες, είχε ένα βαρκί, σήκωνε το πανί σαν φυσούσε τραμουντάνα και τραβούσε στο ερημικό μοναστήρι των προγόνων του, στην Αγία Παρασκευή, έψελνε σαν του ερχόταν το μεράκι, μας διηγόταν το τι είχε δει και το τι είχε διαβάσει στην περιπλάνησί του στον κόσμο. Ο Πάνος Βαλσαμάκης και εγώ είμαστε το πιο πιστό του ακροατήριο. Δεν έχω συναντήσει άνθρωπο να αφηγήται έτσι, με τόσο κέφι και με τέτοιο ύφος όπως ο Κόντογλου. Μας έλεγε τότε για κουρσάρους Πορτουγέζους, για θάματα και πράματα «φοβοτερά» του Παρισιού, για συναξάρια αγίων και για περιπέτειες παληκαριών του Αϊβαλιού και παλαβών του Αϊβαλιού – που ήταν οι πιο πρωτότυποι παλαβοί του κόσμου. Κοντά του άκουσα και έμαθα για πρώτη φορά για συγγραφείς και βιβλία που αργότερα θα τ’ αγαπούσα κι’ εγώ πολύ: για τον Κάλβο, για τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε μεταφρασμένον στα γαλλικά, απ΄τον Μπωντελαίρ, για τον Κνουτ Χάμσουν και τις θαυμάσιες μεταφράσεις του αείμνηστου Βάσου Δασκαλάκη, για τον Παπαδιαμάντη, για τον Ντάνιελ Ντεφόε. Μια μέρα ο Κόντογλου μάς πρωτοδιάβασε και κάτι αναπάντεχο: σελίδες ενός παράξενου δικού του βιβλίου. Ήταν, λέει, η ιστορία ενός κουρσάρου, που είχε τον τίτλο «Πέδρο Καζάς» και που έμελλε να τον κάμη αμέσως ένδοξο στην Ελλάδα. Ήταν μια τέχνη ύφους και μύθου όλο νεότητα και υγεία, που ερχόταν να πέση μες στα λιμνασμένα νερά των Γραμμάτων μας, να τα αναταράξη βίαια. Κι’ έμελλε να συνεχισθή με συνέπεια πρωτοφανή επί σαράντα χρόνια, δίνοντας στη λογοτεχνία μας τόσα έργα λαμπρά.

Καθώς, μελετώντας τώρα τούτο το κορυφαίο έργο της ζωής του, την «Έκφρασιν», αναθυμούμαι τη νειότη μας και τη ζωή μας, θέλω να πω εδώ ένα ευχαριστώ στον Κόντογλου.

*Άρθρο του ακαδημαϊκού Ηλία Βενέζη για το διαπρεπή καλλιτέχνη Φώτη Κόντογλου. Το κείμενο του Βενέζη, που έφερε τον τίτλο «Ένα σπουδαίο έργο», είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 22 Νοεμβρίου 1960.

Γεννημένος στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας στις 8 Νοεμβρίου 1895, ο Φώτης Κόντογλου αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους έλληνες ζωγράφους και πνευματικούς δημιουργούς του 20ού αιώνα.

Ο Κόντογλου ενεγράφη αρχικά στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και ακολούθως ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης.

Εκεί γνώρισε και σπούδασε τη λεγόμενη Δυτική ζωγραφική, αλλά τελικά αφιερώθηκε στη βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, που γνώρισε σε βάθος όταν επισκέφθηκε το Άγιον Όρος, το 1923.

Ο Κόντογλου φιλοτέχνησε πολλές φορητές εικόνες, εικονογράφησε εκκλησίες της Αθήνας, που σήμερα θεωρούνται μνημεία της βυζαντινής αγιογράφησης, συντήρησε τις τοιχογραφίες του Μυστρά και εξέδωσε το βιβλίο «Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας», έργο ιστορικής σημασίας για τη διατήρηση της βυζαντινής αγιογραφίας.

Σημαντικό ρόλο στο έργο του διαδραμάτισε η θρησκεία, με τον ίδιον να επανέρχεται ξανά και ξανά στα θεμελιώδη ζητήματα της ορθοδοξίας ως συστήματος πρακτικής πίστης και λατρείας, σύμφωνα με τις μνήμες της παιδικής ηλικίας του από τις αγροτικές κοινότητες.

Το γόνιμο λογοτεχνικό και ζωγραφικό έργο του Κόντογλου αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς νεότερούς του καλλιτέχνες. Κοντά του μαθήτευσαν μεγάλοι έλληνες ζωγράφοι, όπως ο Τσαρούχης και ο Εγγονόπουλος.

Με το βυζαντινοπρεπές και λαϊκότροπο ύφος του, ο πραγματικά καινοτόμος Κόντογλου κατάφερε να φτιάξει νέες φόρμες, να αναπλάσει δημιουργικά στοιχεία παραδοσιακής τέχνης σε έργα κοσμικού περιεχομένου, συντελώντας καθοριστικά στη στροφή της νεοελληνικής ζωγραφικής προς την ανακάλυψη των ζωγραφικών αλλά και πνευματικών αξιών της ελληνικής παράδοσης.

Παράλληλα, ο Κόντογλου υπήρξε προικισμένος συγγραφέας, λάτρης της ελληνικής φύσης και μέγας θαλασσογράφος.

Για το σύνολο της προσφοράς του στα ελληνικά γράμματα και την τέχνη βραβεύτηκε από το κράτος και την Ακαδημία Αθηνών.

Ο Φώτης Κόντογλου πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 1965.