Στις 13 Ιουλίου 1968 απεβίωσε ο Ηλίας Τσιριμώκος, πολιτικός που διαδραμάτισε αξιοσημείωτο ρόλο τόσο στα δίσεκτα χρόνια του πολέμου και των εμφύλιων συγκρούσεων τη δεκαετία του ’40, όσο και στις ταραχώδεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.

Ο γεννημένος το 1907 στη Λαμία Τσιριμώκος σπούδασε νομικά, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στην Αθήνα και στο Παρίσι, διακρίθηκε δε ως ποινικολόγος.

Εξελέγη πρώτη φορά βουλευτής Φθιώτιδας το 1936 υπό τη σημαία του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Επί Κατοχής ίδρυσε την Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ) και εξέδιδε ως όργανό της την παράνομη εφημερίδα «Μάχη».

Εκπροσωπώντας την ΕΛΔ, διετέλεσε γραμματέας επί της Δικαιοσύνης στην Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), ενώ ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο της Εθνικής Οικονομίας στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου το 1944.

Το Φεβρουάριο του 1945 ο Τσιριμώκος, ως γενικός γραμματέας της ΕΛΔ, υπήρξε ένα από τα μέλη της εξουσιοδοτημένης από την Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ αντιπροσωπείας (τα άλλα δύο μέλη ήταν οι Γεώργιος Σιάντος, γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, και Δημήτριος Παρτσαλίδης, γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ) που υπέγραψαν την περίφημη Συμφωνία της Βάρκιζας.

Από το 1945 έως το 1953 υπήρξε γενικός γραμματέας (πρόεδρος ήταν ο Αλέξανδρος Σβώλος) του Σοσιαλιστικού Κόμματος – Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΣΚ-ΕΛΔ) και το 1950 εξελέγη βουλευτής Αθηνών του εν λόγω κόμματος. Το 1958 εξελέγη εκ νέου βουλευτής Αθηνών με την ΕΔΑ.

Ακολούθως έλαβε μέρος στην ίδρυση της Ενώσεως Κέντρου, υπό τη σημαία της οποίας εξελέγη βουλευτής Αθηνών το 1961, το 1963 και το 1964. Διετέλεσε πρόεδρος της βραχυχρόνιας Βουλής του 1963 και υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση που σχημάτισε ο Γεώργιος Παπανδρέου μετά τις εκλογές του 1964.

Μετά τα διαβόητα «Ιουλιανά», την οξύτατη πολιτική κρίση του θέρους του 1965, ο Τσιριμώκος διετέλεσε επ’ ολίγον πρωθυπουργός της χώρας (είχε προηγηθεί η καταψήφιση της κυβέρνησης του Γεωργίου Αθανασιάδη – Νόβα, του αποκληθέντος πρώτου «πρωθυπουργού της Αποστασίας»).

Μετά την καταψήφιση της κυβέρνησής του από τη Βουλή ο Τσιριμώκος διετέλεσε αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Στέφανου Στεφανόπουλου (παραιτήθηκε από αυτήν τον Απρίλιο του 1966).

Ο υπουργός Εξωτερικών Ηλίας Τσιριμώκος αναχωρεί για τη Νέα Υόρκη (πηγή: Ιστορικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη)

Εκτός πληθώρας άρθρων που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες, ο Τσιριμώκος κατέλιπε και συγγραφικό έργο.

Το 1954, στο πλαίσιο μιας έρευνας του «Ταχυδρόμου» για τα τότε ιδανικά της φυλής μας, ο Ηλίας Τσιριμώκος, με την ιδιότητα του πολιτευτή και πρώην υπουργού, είχε απαντήσει ως εξής («Ο Ταχυδρόμος», έτος Α’, αριθ. 5, Σάββατο 15 Μαΐου 1954):

Όταν λέμε εθνικά ιδανικά, δεν πρέπει να εννοούμεν μερικάς γενικάς εννοίας εκφραζομένας με πανηγυρικάς φράσεις, αλλά συγκεκριμένους εθνικούς σκοπούς, που επιβάλλουν επίσης συγκεκριμένην εθνικήν πολιτικήν διά την πραγματοποίησίν των.

Υπ’ αυτήν την έννοιαν υπάρχουν εθνικά ιδανικά, δηλαδή σκοποί που προάγουν αντικειμενικώς το εθνικόν σύνολον. Αι ταξικαί ή πολιτικαί αντιθέσεις μέσα εις τα πλαίσια της εθνικής μονάδος δεν καθιστούν αμφισβητήσιμα τα εθνικά ιδανικά. Απλούστατα συμβαίνει, εις μίαν δεδομένην ιστορικήν στιγμήν, τα συμφέροντα μιας κοινωνικής τάξεως ν’ αντιτίθενται προς την ιστορικήν πορείαν του Έθνους ή αι γενικαί αντιλήψεις ή αι στεναί κομματικαί επιδιώξεις ενός πολιτικού κινήματος να το οδηγούν εις σφαλερόν εθνικόν δρόμον. Ο ορθός δρόμος υπάρχει και η αξία του καθορίζεται αντικειμενικώς με το κριτήριον της εξυπηρετήσεως της πορείας του Έθνους προς τα εμπρός.

[…]

«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 15.5.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Εξ άλλου τα εθνικά ιδανικά είναι μεταβλητά, δηλαδή καθορίζονται από την δεδομένην ιστορικήν στιγμήν. Σήμερα π.χ. δύναται να λεχθή ότι βασικόν εθνικόν ιδανικόν και αποστολή του Ελληνικού Έθνους πρέπει να είναι η διατήρησις της ειρήνης. Δεν θα ημπορούσε όμως να λεχθή το ίδιο διά την Ελλάδα το 1850 φέρ’ ειπείν, όταν η Θεσσαλία, η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Κρήτη κ.λπ. εστέναζον υπό ξένον ζυγόν. Η επιδίωξις της εθνικής ολοκληρώσεως ήτο τότε το εθνικόν ιδανικόν. […]

Το γεγονός ότι τα εθνικά ιδανικά είναι μεταβλητά οδηγεί εις μίαν άλλην διαπίστωσιν. Ότι ο γνησιώτερος φορεύς των ιδανικών αυτών είναι εκάστοτε η προοδευτικωτέρα μερίς του Έθνους, διά τον απλούστατον λόγον ότι νοιώθει και εκφράζει πιστώς την δεδομένην ιστορικήν στιγμήν και τας αξιώσεις της, και ευρίσκεται σύμφωνη προς τας απαιτήσεις της ιστορικής πορείας του Έθνους. […]

Υπό το φως των ανωτέρω παρατηρήσεων δυνάμεθα να προσδιορίσωμεν ασφαλώς τα εθνικά ιδανικά της εποχής μας. Έχομεν άλλως τε το σπάνιον προνόμιον εμείς οι Έλληνες τα σημερινά μας ιδανικά να είναι γραμμένα με το αίμα των αμέσων προγόνων μας εις τα βουνά και τους κάμπους της χώρας από τον καιρόν του ιερού αγώνος της εθνικής παλιγγενεσίας. Άλλα έθνη, ελεύθερα πριν από αρκετούς αιώνας, ηκολούθησαν μίαν ιστορικήν πορείαν τέτοιαν, ώστε ο προσδιορισμός των εθνικών των ιδανικών έγινε εξελικτικώς, σύμφωνα με τας διαδοχικάς φάσεις της ιστορίας των. Τα ιδικά μας εθνικά ιδανικά μάς εδόθησαν μαζί με την ληξιαρχικήν πράξιν γεννήσεως του Νεοελληνικού Έθνους.

Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 15.5.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Ελληνισμός, αφού έζησε επί αιώνας υπό μίαν τριπλήν δουλείαν –εθνικήν, πολιτικήν και κοινωνικήν– επεδίωξε, με την Εθνικήν Επανάστασιν του 1821, την τριπλήν του απελευθέρωσιν. Εθνική ανεξαρτησία, πολιτική ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη είναι σκοποί γραμμένοι εις τας καρδίας του επαναστατημένου λαού. Τα πρώτα ελληνικά Συντάγματα έχουν βαθιά ίχνη του τριπλού αυτού παλμού. Η εθνική μας πορεία φωτίζεται συνεχώς απ’ αυτόν. […] Ο τριπλός παλμός του 1821 επιζή και η Μοίρα του Έθνους είναι να τον πραγματοποιήση.

«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 15.5.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Είναι, λοιπόν, αναμφισβήτητα τα εθνικά ιδανικά – τόσον ώστε κανείς να μην τολμά να τ’ αρνηθή. Πώς άλλωστε να τ’ αρνηθή εις μίαν χώραν που, λόγω των εθνικών και πολιτικών περιπετειών της, έχει τόσην εθνικήν ευαισθησίαν, τόσην λαχτάραν διά πολιτικήν ελευθερίαν και τόσην δίψαν διά κοινωνικήν δικαιοσύνην, από την οποίαν προσμένει την λύτρωσιν των λαϊκών τάξεων από την οικονομικήν ασφυξίαν μέσα εις την οποίαν παραδέρνουν; Το ουσιώδες είναι όμως να προσδιορισθούν η πολιτική και αι πολιτικαί δυνάμεις που ημπορούν να διεκδικήσουν τον τίτλον του εθνικού.

Η σύγχυσις αυτήν την στιγμήν είναι μεγάλη λόγω της ιδιορρυθμίας της προσφάτου πολιτικής μας ιστορίας. Αλλά, και τώρα και εις το μέλλον, αι πολιτικαί δυνάμεις που πρέπει να θεωρηθούν γνήσιοι εκφρασταί των εθνικών ιδανικών είναι όσαι θα ημπορούν να χαρακτηρισθούν ταυτοχρόνως εθνικαί και λαϊκαί, αγωνιζόμεναι διά τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων μέσα εις τα εθνικά πλαίσια. Και εθνική πολιτική θα είναι εκείνη που θα εξυπηρετή ειλικρινώς την τριπλήν υποθήκην του 1821, με την υπεράσπισιν της εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής ελευθερίας προς κάθε κατεύθυνσιν και τον έντονον αγώνα διά την κοινωνικήν δικαιοσύνην, που έχει σήμερα συγκεκριμένον περιεχόμενον, συγκεκριμένους εχθρούς –την οικονομικήν ολιγαρχίαν– και συγκεκριμένους ταξικούς φορείς  – τας λαϊκάς παραγωγικάς τάξεις.