«Κάθε φορά που ένα παιδί φεύγει, είναι ένα ακόμα σύμπτωμα… Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει θεραπεία, απλά περιμένουμε το τέλος… Ο θυμός έρχεται κατά κύματα, η θλίψη είναι συνεχής και σαρωτική».

Η Τζο Ρίλεϊ είναι καθηγήτρια στο σχολείο Randal Cremer στο Χάκνεϊ του ανατολικού Λονδίνου, όπου το ένα σχολείο κλείνει μετά το άλλο ή ενσωματώνεται σε κάποιο διπλανής περιοχής, λόγω της υπογεννητικότητας, του Brexit και κυρίως της πανάκριβης στέγασης.

Θα γίνει το Λονδίνο, που πριν το διαζύγιο του από την ΕΕ πολλοί χαρακτήριζαν τη Νέα Υόρκη της Ευρώπης, η πρώτη πόλη χωρίς παιδιά;

«Ζούμε μια πραγματική κρίση προσιτότητας», είναι η απάντηση που δίνει ο Φίλιπ Γκλάνβιλ, δήμαρχος του Χάκνεϊ, στους Financial Times. Για να κρατήσουμε τα παιδιά στην περιοχή απαιτείται η παρέμβαση της κεντρικής κυβέρνησης, που πρέπει να παρέχει «ουσιαστική επένδυση στην κοινωνική στέγαση, να ταιριάζει την κρατική στήριξη με το πραγματικό κόστος της και να βάλει έλεγχο στα ενοίκια που έχουν χτυπήσει κόκκινο», εξηγεί ο ίδιος.

Το Λονδίνο ξεμένει από… παιδιά

Το τρομερό σενάριο μιας πόλης στον κόσμο χωρίς ούτε ένα παιδικό χαμόγελο να φωτίζει την καθημερινότητα των ανθρώπων της, δεν αφορά μόνο αυτή τη μικρή –υποβαθμισμένη- περιοχή του ζορισμένου πια Λονδίνου.

Είναι μια σοβαρή πιθανότητα για ολόκληρη την πρωτεύουσα, αφού τα σχετικά στατιστικά στοιχεία προβλέπουν μείωση της τάξεως του 7.6% στην εγγραφή μαθητών στα σχολεία της το χρονικό διάστημα 2022-2023 με 2026-2027, η οποία μεταφράζεται σε 243 τάξεις λιγότερες.

Η ίδια άσχημη και απέλπιδα εικόνα παρατηρείται επίσης από το Σαν Φραντσίσκο, το Σιάτλ και την Ουάσιγκτον μέχρι το Χονγκ Κονγκ και το Τόκιο, όπου για κάθε πολίτη άνω των 65 ετών αντιστοιχεί 0.7 και 0.5 παιδιά αντίστοιχα.

Το σκηνικό αυτό του τρόμου δεν είναι καινούργιο. Είχε απασχολήσει και πριν την πανδημία αρχές και ειδικούς, με τον συγγραφέα του βιβλίου «The Human City», Τζόελ Κότκιν, να γράφει χαρακτηριστικά: «μοιάζει λες και οι πόλεις έχουν ξεκινήσει ένα πείραμα να ξεφορτωθούν τα παιδιά τους… Η θορυβώδης και αυτάρεσκη ‘δημιουργική τάξη’, που αποτελείται από εργένηδες καριερίστες ή ζευγάρια επαγγελματιών χωρίς παιδιά με μεγάλες άδειες φωλιές καταλαμβάνουν τον μεγαλύτερο χώρο των πόλεων, που κάποτε ξεχείλιζε από οικογένειες. Αυξητικά, οι υπέροχες αμερικανικές πόλεις μας, από τη Νέα Υόρκη και στο Σικάγο, στο Λος Άντζελες και το Σιάτλ, έχουν μετατραπεί σε παιδότοπους για πλουσίους».

Το τέλος της συλλογικής κουλτούρας

Ο Τζον Τάμπους, ερευνητής για τη δεξαμενή σκέψης Centre for London, εκφράζει στη βρετανική εφημερίδα την ανησυχία του η πρωτεύουσα να γίνει μια «κατακερματισμένη πόλη, χωρίς πολιτιστική ζωντάνια, μακροπρόθεσμα, μια λιγότερο παραγωγική πόλη. Οι υψηλές τιμές για τη στέγαση που αναγκάζουν τους φτωχούς και μεσαίου εισοδήματος κατοίκους της να μετακινηθούν προς τα έξω και να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα, πιθανότατα θα αυξήσουν τον φυλετικό διαχωρισμό και θα καταστρέψουν την κοινή κουλτούρα της πόλης, που έχει δημιουργήσει μερικές από τις πιο δημοφιλείς μουσικές, τέχνες και ταινίες σε όλο κόσμο».

Η παρουσία παιδιών σε μια πόλη δεν ωφελεί μόνο τους γονείς, αλλά όλους τους ενήλικες, υπογραμμίζει ο πολεοδόμος, Τζιλ Πεναλόσα, επιχειρηματολογώντας ότι μια πόλη που λειτουργεί υπέρ των παιδιών, ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πάντων.

Για του λόγου το ασφαλές στο Κινγκς Κρος του κεντρικού Λονδίνου, όπου τα παιδιά εξακολουθούν ακόμη να γεμίζουν τις παιδικές χαρές και να βρέχονται στα σιντριβάνια του τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού, η Sony Music, η Google, αλλά και όλα τα καταστήματα και τα εστιατόρια, που βρίσκονται στην περιοχή, απολαμβάνουν «τη ζωντάνια που φέρνουν τα παιδιά όπου κι αν βρίσκονται. Όπως σημειώνουν οι κοινωνιολόγοι Ρίτσαρντ Λόιντ και Τέρι Νίκολας Κλαρκ, συνηθίζουμε να ξεχνάμε ότι «τα παιδιά είναι μια πηγή επικοινωνίας ανάμεσα σε εμάς και τους άλλους, όταν τα χρόνια περνούν και οι παμπ χάνουν τη μαγεία τους στα μάτια μας»…