Ο ΣΥΡΙΖΑ εν μέσω υψηλών θερμοκρασιών έχει να παλέψει με τρία πράγματα: τον χρόνο, τον τρόπο και το σχέδιο. Το πρώτο έχει να κάνει με τις υποχρεώσεις του ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Λαβωμένος, απομειωμένος εκλογικά και πολιτικά, μα και ακόμη δεύτερος πόλος, οφείλει να ελέγχει την κυβέρνηση, να κάνει επερωτήσεις, να σταθεί στο ύψος του θεσμικού του ρόλου. Ο χρόνος έχει ακόμη μια παγίδα. Να καλύψει άλλος ταχύτατα το έδαφος της δομικής αντιπολίτευσης. Να παγιωθεί η εικόνα ενός κόμματος δηλαδή που σπαράσσεται εσωτερικά και δεν ασχολείται με το μείζον: τη δημιουργική κριτική στο νομοθετικό μπαράζ και στις πρωτοβουλίες της νέας κυβέρνησης ή ακόμη και στο πεδίο των συναινέσεων με εκείνη.

Ο τρόπος τώρα είναι μια επιπρόσθετη μάχη για την Κουμουνδούρου. Εδώ κεντρικό δεν είναι απλά το χρονοδιάγραμμα. Το πόσο γρήγορα δηλαδή θα πάει με νέα ηγεσία στη ΔΕΘ ή στο καυτό φθινόπωρο για τη χώρα. Εδώ θα έχει σημασία, ο ΣΥΡΙΖΑ να διατηρηθεί ως ένα μαζικό κόμμα αλλά με σαφείς γραμμές στα μεγάλα επίδικα. Να ξανασυναντηθεί με τον κόσμο που όχι απλώς τον ψήφισε τον Μάη ή τον Ιούνη, αλλά και με τον κόσμο που γράφτηκε μέλος το προηγούμενο διάστημα και ακριβώς τα μέλη αυτά να μπουν σε μια συλλογική ζωή με το όλο κόμμα – πράγμα προφανώς πολύ δύσκολο αφού η εποχή είναι και αντικομματική. Ο τρόπος έχει σημασία επίσης αφού λόγω της αποχώρησης του Αλέξη Τσίπρα δεν είναι εύκολο να βρεθεί εκείνο το ενοποιητικό πρόσωπο που θα χαράξει γρήγορα και μια «συμπεριληπτική» γραμμή για όλες τις αποχρώσεις του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και θα εμφυσήσει ένα κλίμα θετικό ανάταξης.

Εδώ ερχόμαστε στο επίσης δύσκολο τρίτο σημείο: το σχέδιο. Από εδώ ξεκινά ένα κόμμα να ξαναγίνεται ελκυστικό και σε συνδυασμό προφανώς και με τα πρόσωπα που θα υποστηρίξουν τη νέα στρατηγική. Το σχέδιο αφορά καταρχάς τη χώρα. Τη θέση της στο νέο τοπίο, σε εποχή αναθεωρήσεων των γεωπολιτικών ισορροπιών, σε εποχή όπου η ΕΕ γρήγορα θα ξαναγίνει δύσκολη στα δημοσιονομικά των χωρών, σε εποχή δημογραφικής γήρανσης και μεγάλης αναντιστοιχίας των διανοητικών δεξιοτήτων της νέας γενιάς και των αναγκών της κοινωνίας. Το σχέδιο αφορά το πώς μεγαλώνουν οι νέοι, αν έχουν χειραφετητικές διεξόδους, το θέμα της στέγασης, του κλίματος που ταχύτατα μεταβάλλει και τον τρόπο ζωής και καθημερινότητας του ελεύθερου χρόνου, της νέας εργασίας, αλλά και της περιφρούρησης των ταυτοτήτων.

Μα θα θεωρητικολογήσει η νέα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πάνω σε αυτά, θα ερωτήσει κάποιος; Οχι, αλλά σε μάκρος χρόνου θα πρέπει να ανιχνευθούν οι νέες τάσεις, αυτές ακριβώς που δεν διάβασε καλά ο ΣΥΡΙΖΑ και βρέθηκε να συντρίβεται. Τα ρεύματα που δεν άκουσε ή που νόμιζε πως άκουσε (ακόμη χειρότερο αυτό), τα νέα ήθη, ακόμη και το πώς διαμορφώνεται το περιβάλλον στις μετατοπίσεις των συμπεριφορών. Τα κόμματα όταν παύουν να έχουν κεραίες, να συνομιλούν με τις κοινωνίες, γρήγορα παύουν να έχουν λόγο ύπαρξης.

Το τελευταίο δεν σημαίνει πως αποτελούν απλώς υποδοχείς των τάσεων, αλλά με έναν παράλληλο παιδευτικό ρόλο μπορούν να σταθούν ως συλλογικός νους ανάλυσης αλλά και πρότασης για τα μεγάλα θέματα. Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ έχει ρόλο σε όλα αυτά – σε εποχή ανισοτήτων και όχι μόνον υλικών; Σε εποχή νέων αποκλεισμών; Σε μια εποχή όμως και συναρπαστική που όλα τα σχέδια θα τεθούν σε δοκιμή; Ο χρόνος (και ο τρόπος) θα δείξει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ «ΤΑ ΝΕΑ»