Είναι πολλή νύχτα, αργά, εργάζομαι στο γραφείο, στο Εθνικό Θέατρο, σ’ αυτή τη δουλειά του πάθους που η δίνη του με συνεπήρε κι’ εμένα τους τελευταίους μήνες. Έξω, στους διαδρόμους, στα γραφεία, είναι ησυχία. Μονάχα στη γεμάτη αίθουσα, στους εξώστες, στην πάμφωτη σκηνή τελείται η καθημερινή, η παράξενη πράξη: αυτή η αναντικατάστατη πράξη της σύμβασης, η πράξη της δεύτερης ζωής, η ανάγκη του ταξιδιού. Αλλά ως εδώ, στην περισυλλογή της νύχτας, στο γραφείο, δε φτάνει τίποτα από την ηχώ του θεάτρου. Σηκώνω τα μάτια μου, προσπαθώ να ξεκουραστώ κοιτάζοντας τον αντικρυνό τοίχο. Ο τοίχος είναι σε λίγο μισοσκόταδο, αλλά τα πρόσωπα, οι ατάραχες φυσιογνωμίες στις προσωπογραφίες που κρέμονται στον τοίχο γράφονται καθαρά. Είναι οι άνδρες που υπηρέτησαν, που αναλώθηκαν σ’ αυτό το Ίδρυμα, που κάποτε έμειναν ξάγρυπνοι εργαζόμενοι σ’ αυτό το ίδιο γραφείο, αντίκρυ στον ίδιο, τότε γυμνό, τοίχο: είναι ο Άγγελος Βλάχος, ο πρώτος διευθυντής, είναι ο Ιωάννης Γρυπάρης, ο πρώτος διευθυντής της νεώτερης περιόδου του Εθνικού Θεάτρου, είναι ο Φώτος Πολίτης, ο πρώτος σκηνοθέτης του 1930-34. Κοιτάζω την ατάραχη, αναπαυμένη φυσιογνωμία στα πορτραίτα τους όλα τα έχει σβήσει ο καιρός, την αγωνία, το μόχθο, την αγρύπνια. Τώρα που όλα έχουν γίνει χους και μνήμη. Τώρα που έχουν γίνει παράδοση. Κοιτάζω τις φυσιογνωμίες αυτών των ανδρών της παράδοσης σ’ αυτή την ώρα που το Εθνικό Θέατρό μας, πέρα απ’ τον Ωκεανό, διδάσκει το ελληνικό παρελθόν, υπενθυμίζει το ελληνικό μεγαλείο. Και τι σύμπτωση! Τα ίδια πρόσωπα μάς βοηθούνε ακόμα και αυτήν την ώρα, σ’ αυτήν την αποστολή, όχι μονάχα με το παράδειγμά τους, όχι μονάχα με τη μνήμη τους, αλλά και με το έργο τους: Οι δυο μεταφράσεις των τραγωδιών που παίζουμε στη Νέα Υόρκη είναι, καθώς είναι γνωστό, δικές τους: του Ιωάννου Γρυπάρη, του Φώτου Πολίτη.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 25.11.1952, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Κοιτάζω το ένα πρόσωπο, το άλλο πρόσωπο στα πορτραίτα αντίκρυ του τοίχου. Ο Φώτος Πολίτης ας είναι βυθισμένος στη σκιά η δυνατή ματιά του τινάζεται σαν ατσάλι. Ενώ η γαλήνια, η ασκητική, η πάλλευκη μορφή του Γρυπάρη δίνει έναν τόνο απέραντης ηρεμίας σ’ όλη την ατμόσφαιρα του γραφείου.

«Ήταν», μου λένε για τον Γρυπάρη όσοι μένουνε ακόμα από την πρώτη, την παλαιά φρουρά του Εθνικού της περιόδου του 1930-35, «ήταν η πιο αγνή, η πιο ανεξίκακη, η πιο σεβάσμια φυσιογνωμία απ’ όλους όσοι πέρασαν από εδώ, από το γραφείο αυτό, από τη διεύθυνση του Εθνικού. Ο λόγος του ήταν σχεδόν βιβλικός, ποτέ οξύς σ’ αυτήν την περιοχή του πάθους. Ήταν πάντα ένας λόγος σοφίας και αρετής».


Τον αγαπούσαν φαίνεται όλοι. Ο Ροντήρης, ο κύριος δημιουργός της «Ηλέκτρας» που συγκεντρώνει τώρα τον ύμνο της κριτικής της Νέας Υόρκης, μου έλεγε όταν είδε ότι στο πρόγραμμα τών εδώ παραστάσεων των τραγωδιών υπογραμμίζαμε τόσο τη μνήμη της παράδοσης, τη μνήμη του Γρυπάρη:

Ήταν το ωραιότερο που μπορούσατε να κάμετε. Να θυμίσετε με σέβας τον Γρυπάρη.

Ο κ. Κλώνης (σ.σ. ο Κλεόβουλος Κλώνης, 1907-1988, ήταν ο κορυφαίος σκηνογράφος του Εθνικού Θεάτρου επί μισόν αιώνα), που τον αγαπούσε φαίνεται επίσης πολύ, μου είχε πει ότι μια επιθυμία του Γρυπάρη, που δεν είχε εκπληρωθεί ποτέ, ήταν να χρησιμοποιηθεί στα προγράμματα του Εθνικού, όταν παίζεται αρχαίο δράμα, αντί για κάθε άλλη διακόσμηση ένα αντίγραφο, ένα σχέδιο του θρόνου του ιερέως από το Θέατρο του Διονύσου. Του μαρμάρινου θρόνου με την επιγραφή: «Ιερέως Διονύσου Ελευθερέως». Μόλις το έμαθα παρακάλεσα αμέσως τον κ. Κλώνη να ξεσηκώσει σ’ ένα σχέδιο τον θρόνο του ιερέως του αρχαίου θεάτρου, και στο πρόγραμμα των τραγωδιών εβάλαμε εφέτος αυτό το σχέδιο.

Τώρα, ενώ είναι νύχτα πολλή, την ίδια ώρα που στη Νέα Υόρκη ακούγεται ο τραγικός λόγος καθώς τον έφερε στη σημερινή μας γλώσσα η μετάφραση του Γρυπάρη, κοιτάζω αντίκρυ, στη λίγη σκιά, το πάλλευκο κεφάλι της προσωπογραφίας του. Πάλι σκύβω στα χαρτιά που έχω μπροστά μου. Είναι μια απρόβλεπτη ανάγκη: πρέπει να μελετήσω τη διαθήκη του για ένα ζήτημα διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ των κληρονόμων του ως προς τα δικαιώματα της πνευματικής ιδιοκτησίας του, τα δικαιώματα της μετάφρασης της «Ηλέκτρας». Τι απίθανους συνδυασμούς που κάνει η ζωή: η «Ηλέκτρα» στη Νέα Υόρκη, αντίκρυ η προσωπογραφία του Γρυπάρη, το γραφείο του Γρυπάρη όπου εργαζότανε στο Εθνικό Θέατρο, το ίδιο γραφείο τώρα όπου εργάζομαι μελετώντας τη διαθήκη του, τις τελευταίες θελήσεις του εν σχέσει προς το έργο της ζωής του.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 25.11.1952, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αρχίζω να διαβάζω:

«Στη γυναίκα μου Ρήνα, που τριάντα χρόνια μοιράστηκα μαζί της όλες τις χαρές και τις λύπες της ζωής μου, αφήνω σε περίπτωση θανάτου μου…»

Είναι άνοιξη του 1941, Απριλίου 20, Κυριακή του Πάσχα. Αρχίζουν οι μέρες της πικρίας της Ελλάδας όταν το χέρι του Γρυπάρη γράφει τις τελευταίες θελήσεις του. Α, τι φοβερή που πρέπει να είναι η ώρα, αυτή των τελευταίων θελήσεων, οπού πρέπει όλα να καταγραφούν! Ο Ιωάννης Γρυπάρης δεν χρειάζεται ωστόσο παρά μονάχα μια σελίδα, μια μόνη, για να τα καταγράψει όλα: το μερίδιό του σ’ ένα σπίτι της Καλλιθέας, τον «ρουχισμό νοικοκυριού» και τη βιβλιοθήκη του, τα χειρόγραφά του εκδεδομένα και ανέκδοτα, κάτι οικονομίες, λίγη πατρική γη στη Σίφνο. Τι λίγος χώρος για τα υπάρχοντα, για τις τελευταίες θελήσεις ενός Γρυπάρη!


Παίρνω το άλλο κείμενο που συμπληρώνει το πρώτο. Είναι η διαθήκη της γυναίκας του: μεταβιβάζει τώρα κι’ αυτή με τη σειρά της τα λίγα υπάρχοντα που πήρε απ’ τον ποιητή, εκείνα τα καταγραμμένα στη μοναδική σελίδα. Έτσι ο κύκλος συμπληρώνεται, κλείνει, τελειώνει η ιστορία. Η γυναίκα το ξέρει. Γι’ αυτό φροντίζει, μια που δεν υπάρχουν παιδιά, μια που όλα πια γίνονται, με το τέλος της, ιστορία οριστική, φροντίζει για τη μνήμη: «…Το Γραφείον όπου ευρίσκονται τα βιβλία του, όπου υπάρχουν οι βιβλιοθήκες και άλλα έπιπλα ως και πίνακες ζωγραφικής, να μένουν όπως ευρίσκονται σήμερον εις το δωμάτιον, είναι η επιθυμία μου διά την ανάμνησιν του ποιητού. Και η προσωπογραφία μου να μένη όπως ευρίσκεται άνωθεν του Γραφείου του». Και το κείμενο προχωρεί στα πιο ιερά, στα πέραν της γης: «Να ψάλλουν εις τον τάφον του κατ’ έτος, την ημέραν του θανάτου του, ένα τρισάγιον εις το όνομα Ιωάννου και εις το όνομα Ειρήνης, εμού, εάν ταφώ εκεί… Εις ένα βαλιτζάκι που ευρίσκεται στο δωμάτιον Αποθήκη θα ευρεθή και το Αριστείον Γραμμάτων Ιωάννου Ν. Γρυπάρη. Ας το παραδώσουν οι εκτελεσταί μου εις την Ακαδημίαν Αθηνών. Στο βαλιτζάκι θα εύρη ο εκτελεστής μου χρήματα για τα έξοδα μιας εντελώς απερίττου κηδείας μου, για την πλάκα του τάφου μου. Αν ο Δήμος Αθηναίων επιτρέψη να μείνω εδώ, εις τον τάφον Γρυπάρη, ας χαραχθή εις το εις τον ίδιον με τα χρήματα φάκελλον επίγραμμα. Αν δεν το επιτρέψη ο Δήμος Αθηναίων να μείνω εδώ…»

Η νύχτα είναι πολλή, η ησυχία είναι πολλή μες στο γραφείο απ’ όπου διηύθυνε το Εθνικό Θέατρο ο Γρυπάρης, όπου μελετώ τώρα τις ύστατες θελήσεις του, τις ύστατες θελήσεις της γυναίκας του. «Αν ο Δήμος Αθηναίων επιτρέψη να μείνω εδώ, εις τον τάφον Γρυπάρη…» Τι λέξη, αυτό το «να μείνω», τι απίστευτη οικείωση με τη γη, με το χώμα, με τον χουν που είναι Γρυπάρης… Βλέπω την πάλλευκη μορφή του ποιητή στην προσωπογραφία του τοίχου, ξαναδιαβάζω το κείμενο της διαθήκης. Η «Ηλέκτρα» κατά μετάφρασιν Γρυπάρη που παίζεται στη Νέα Υόρκη· τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας· «αν ο Δήμος δεν επιτρέψη να μείνω εδώ…»· «το Αριστείον Γραμμάτων Ιωάννου Ν. Γρυπάρη στο βαλιτζάκι ας το παραδώσουν οι εκτελεσταί μου εις την Ακαδημίαν Αθηνών…» Ω, πόσο όλα, στο τέλος-τέλος, αξίζει να είναι μονάχα θυσία και αρετή, τίποτε άλλο, αφού όλα είναι να τελειώσουν έτσι…

*Άρθρο του Ηλία Βενέζη για τον Ιωάννη Γρυπάρη, που έφερε τον τίτλο «Ενθύμηση Γρυπάρη» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 25 Νοεμβρίου 1952.


Ο Ιωάννης Γρυπάρης, γεννημένος στη Σίφνο στις 17 Ιουλίου 1870 (σύμφωνα με την επικρατέστερη από τις ημερομηνίες γεννήσεώς του που αναφέρονται στις σχετικές πηγές), υπήρξε μια σημαντική προσωπικότητα των νεοελληνικών γραμμάτων, ως ποιητής, φιλόλογος και ακάματος μεταφραστής έργων της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς αλλά και ξένου ρεπερτορίου.

Αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης και σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Εργάστηκε ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης, ενώ διετέλεσε υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Παιδείας και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου.

Το μοναδικό ποιητικό έργο του Γρυπάρη υπήρξε η γραμμένη στη δημοτική συλλογή του «Σκαραβαίοι και Τερρακότες» (τιμήθηκε γι’ αυτή με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών), ενώ το πεζό έργο του συνίστατο από χρονογραφήματα, κριτικά σημειώματα, άρθρα και κυρίως μεταφράσεις.

Ο Ιωάννης Γρυπάρης απεβίωσε στις 11 Μαρτίου 1942.