Στις 18 Ιουλίου 1936 στρατεύματα που τελούσαν υπό την ηγεσία του στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο εξεγέρθηκαν κατά της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης της Ισπανίας (το Λαϊκό Μέτωπο, συνασπισμός κομμάτων της Αριστεράς, είχε κερδίσει τις εκλογές που είχαν διεξαχθεί το Φεβρουάριο του ίδιου έτους).

Η κίνηση αυτή είχε προηγηθεί την προτεραία η εξέγερση των διοικητών των ισπανικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στο Μαρόκο σηματοδότησε την έναρξη του Ισπανικού Εμφυλίου, της μέχρις εσχάτων αναμέτρησης της «κόκκινης» και της «μαύρης» Ισπανίας.


Ο ανελέητος αυτός πόλεμος έληξε τυπικά ύστερα από δύο χρόνια και 254 ημέρες, στις 28 Μαρτίου 1939 (εισβολή των εθνικιστών του Φράνκο στη Μαδρίτη), με βαρύτατο τίμημα για τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα: οι συνολικές απώλειες (πεσόντες σε μάχες, φονευθέντες σε βομβαρδισμούς και εκτελεσθέντες) υπολογίζονται κατ’ ελάχιστον σε περισσότερες από 400.000.


Τον Ιούλιο του 1986, με την αφορμή της συμπλήρωσης μισού αιώνα από την έναρξη του Ισπανικού Εμφυλίου, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» (και στους Financial Times) ένα άρθρο αναφορικά με τον Ισπανικό Εμφύλιο, που έφερε τον τίτλο «Για ποιον κτύπησαν οι καμπάνες». Στο κείμενο αυτό, το οποίο είχε συμπεριληφθεί στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει στις 20 Ιουλίου 1986, διαβάζουμε τα εξής:


Η 17η Ιουλίου που μας πέρασε ήταν η 50ή επέτειος από της ενάρξεως του ισπανικού εμφυλίου πολέμου. Εκείνη τη μέρα του 1936 εκδηλώθηκε η ανταρσία των εθνικιστικών ενόπλων δυνάμεων κατά της αριστερής ισπανικής κυβέρνησης, πρώτα στο ισπανικό Μαρόκο και την επομένη στην ηπειρωτική Ισπανία. Εκείνη τη στιγμή τα μάτια όλου του κόσμου στράφηκαν προς την Ισπανία, όχι μόνο γιατί κατέρρεε η παλιά κοινωνική τάξη στη χώρα, αλλά γιατί κινδύνευε και η παγκόσμια ειρήνη.

Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος έγινε η μάχη των ιδεολογιών. Η κάθε πλευρά εμφανίσθηκε ως η εμπροσθοφυλακή της μάχης, αφ’ ενός κατά του «μεγάλου κομμουνιστικού κινδύνου» (η φρασεολογία ήταν του πάπα Πίου ΙΑ’) και αφ’ ετέρου κατά του φασισμού. Ο εμφύλιος ήταν και «πρόβα τζενεράλε» του επικείμενου παγκοσμίου πολέμου, αφού αναμίχθηκαν σ’ αυτόν Ιταλοί και Γερμανοί από την πλευρά των εθνικιστών και από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων Γάλλοι, Ρώσοι και 35.000 εθελοντές της Διεθνούς Ταξιαρχίας, ίσως οι τελευταίοι ρομαντικοί μαχητές μιας ιδεολογίας.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 20.7.1986, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Για τους Ισπανούς του 1986 ο εμφύλιος του 1936-1939 φαίνεται ταυτόχρονα μακριά και κοντά, ανάλογα με την προοπτική του καθενός. Η γενιά που ασκεί την εξουσία στην Ισπανία σήμερα γεννήθηκε μετά το τέλος του εμφυλίου. Έληξε πια και η εποχή όπου οι ιθύνοντες του στρατεύματος ήσαν παλιοί συμπολεμιστές του στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο. Όλοι τους έχουν πια γεράσει. Και από την άλλη πλευρά, ο τελευταίος πολιτικός ηγέτης που είχε παίξει ενεργό ρόλο στον εμφύλιο, ο κομμουνιστής Σαντιάγο Καρίγιο, έχασε πρόσφατα την έδρα του στη Βουλή.

Η μετεμφυλιακή (και μεταπολεμική) Ισπανία άρχισε να μεταμορφώνεται από τη δεκαετία του 1950. Η χώρα υπέστη την εισβολή ξένων τουριστών, ενώ εμφανίσθηκε το αυτοκίνητο «Σέατ 600». Έτσι η Ισπανία έπαυσε να είναι απομονωμένη από τον έξω κόσμο και αποκλειστικά αγροτική. Έγινε βιομηχανοποιημένη, αστική και με ανερχόμενη μεσαία τάξη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εμφύλιος έχει λήξει προ πολλού. Αμφιβολία υπάρχει αν έχουν φύγει και όλα τα σημάδια του. Είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ ιδιωτικές οργανώσεις τίμησαν την επέτειο του εμφυλίου, το επίσημο κράτος την αγνόησε.


Για τον περισσότερο κόσμο ο 20ός αιώνας χωρίζεται στη μέση από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο του 1939-1945. Η «προπολεμική» εποχή περιλαμβάνει τον Εδουάρδο και την κυρία Σίμπσον, τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, την προσάρτηση της Αβησσυνίας από την Ιταλία και πολλά άλλα γεγονότα, που όλα φαίνονται τόσο μακρινά.

Για την Ισπανία, όμως, το 1936 βρίσκεται στην ακμή της σύγχρονης ιστορίας της και η σκιά του εμφυλίου κάλυψε πολλές δεκαετίες. Ο Φράνκο, για παράδειγμα, κυβέρνησε τη χώρα επί 36 χρόνια μετά τη νίκη του στον εμφύλιο. Από μιαν άποψη, ο εμφύλιος δεν έληξε για την Ισπανία παρά με τον θάνατό του το 1975.

Το μέγεθος της τραγωδίας του ισπανικού εμφυλίου πολέμου τον ξεχωρίζει από όλες τις άλλες σύγχρονες εμφύλιες συγκρούσεις σε Δυτική χώρα. Οι ιστορικοί εξακολουθούν να διαφωνούν για τον αριθμό των θυμάτων. Υπολογίζεται όμως ότι ίσως 600.000 άτομα φονεύθηκαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου ή εκτελέσθηκαν μετά το τέλος του, ενώ άλλες 500.000 Ισπανοί αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 20.7.1986, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πολλοί από τους εξόριστους επέστρεψαν στην πατρίδα τους, είτε κατά τη διάρκεια της φρανκικής δικτατορίας είτε μετά το τέλος της. Και όμως θύλακοι Ισπανών προσφύγων εξακολουθούν να παραμένουν ακόμη και σήμερα σε διάφορα μέρη, από το Μεξικό ως τη Μόσχα. […] Η Τουλούζη, στη Γαλλία, ήταν και παραμένει η «πρωτεύουσα» των Ισπανών εξορίστων. Κανένας τους δεν είχε την πρόθεση να παραμείνει μόνιμα στην πόλη αυτή, πολλοί όμως έχουν ξεχάσει να επιστρέψουν, έστω και αν δεν έμαθαν ποτέ τους καλά γαλλικά μετά από 40 χρόνια παραμονής.

Ο Χοζέ Μπόρας ήταν 20 ετών όταν εξερράγη ο εμφύλιος, για τον οποίο λέει τώρα ότι «όλοι έφταιξαν». Ήταν τοπικός γραμματέας αναρχικού συνδικάτου στη σιτοπαραγωγική περιοχή της Αραγκόν. Αναγκάσθηκε να καταφύγει στα βουνά, όπου ενώθηκε με φιλοκυβερνητικούς αντάρτες. Το 1939 πέρασε τα γαλλικά σύνορα με τρεις ταξιαρχίες, έλαβε μέρος στη γαλλική αντίσταση και αργότερα εργάσθηκε ως αγρότης, ανθρακωρύχος, λογιστής, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Στη δεκαετία του 1960 έγινε Γάλλος υπήκοος, για να μπορέσει να επισκεφθεί την Ισπανία.


Οι επισκέψεις στην Ισπανία απογοήτευσαν τον Μπόρας. «Ο κόσμος είναι λιγότερο γενναιόδωρος μετά τη φτώχεια που πέρασε», λέει για τους συμπατριώτες του. Παραπονείται ότι οι Ισπανοί στερούνται πολιτικής εκπαίδευσης και αλληλεγγύης. […] Στη μετα-φρανκική περίοδο παρατηρείται η εξαφάνιση των μαχητικών Δημοκρατικών μέσα στην Ισπανία. Στο πνεύμα της «συμβίωσης», όπως λέγεται, καταβάλλεται προσπάθεια να θαφτεί το παρελθόν. Για τους Ισπανούς εξόριστους, όμως, η μαχητική στάση ήταν αυτή που τους κρατούσε ψηλά το ηθικό όταν στην πατρίδα τους κυβερνούσε ο Φράνκο. Αισθάνονται ευτυχείς που αποκαταστάθηκε τώρα η δημοκρατία στην πατρίδα τους και αποδέχονται τον βασιλιά Χουάν Κάρλος (που όρισε ο ίδιος ο Φράνκο ως διάδοχό του), δεν μπορούν όμως να αισθανθούν βασιλόφρονες.

Ο Φράνκο ανήγειρε το δικό του μνημείο του πολέμου. Μόνο όμως πέρυσι, κατά τη δέκατη επέτειο της βασιλείας του Χουάν Κάρλος, αφιερώθηκε ένα μνημείο για τα θύματα και των δύο πλευρών του εμφυλίου πολέμου.


Σε πολλές εκκλησίες υπάρχουν πινακίδες με καταλόγους των εθνικιστών νεκρών που, όπως αναγράφουν, «έπεσαν για τον Θεό και την Ισπανία». Στον καθεδρικό ναό της Σαλαμάνκα υπάρχει και επιγραφή στη μνήμη του Πρίμο ντε Ριβέρα, του ιδρυτή της φασιστικής «Φάλαγγας», που δολοφονήθηκε το 1936.

Σε μια πλευρά του συμπλέγματος των κυβερνητικών κτιρίων στη Μαδρίτη υπάρχει ένα έφιππο άγαλμα του Φράνκο. Δεν φέρει όνομα, αλλά όλοι ξέρουν για ποιον πρόκειται. Από την άλλη πλευρά υπάρχει ένα άγαλμα του σοσιαλιστή ηγέτη Φρανσίσκο Καμπαλέρο. Η επιγραφή αναφέρει απλώς ότι ήταν υπουργός Εργασίας το 1931-1933 και όχι ότι χρημάτισε πρωθυπουργός της Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.

Στο Στρατιωτικό Μουσείο της Μαδρίτης υπάρχει ένας βωμός όπου ο αγώνας του Φράνκο ακόμη αναφέρεται ως «η σταυροφορία». Πρόσφατα αφαιρέθηκε διακριτικά η αναφορά στους Δημοκρατικούς ως «ο εχθρός», ενώ «ο πόλεμος της Απελευθέρωσης» (από τους Δημοκρατικούς) μετατράπηκε σε «Πόλεμο του 1936-1939».


Αν και οι εθνικιστές προέβησαν σε τρομερές θηριωδίες κατά των αντιπάλων τους για εκδίκηση, αναφέρονται συχνά και τα εγκλήματα της Αριστεράς. Υπολογίζεται ότι 7.000 ιερείς, καλόγεροι και καλόγριες υπήρξαν θύματα των Δημοκρατικών, ενώ έχει αρχίσει η διαδικασία για την αγιοποίηση τριών Καρμελιτών καλογριών που δολοφονήθηκαν στην Γκουανταλαχάρα το 1936.

Τα περισσότερα σημερινά παιδιά συναναστρέφονται μεταξύ τους χωρίς να απασχολούνται με τις πολιτικές πεποιθήσεις των γονιών τους. Μεταξύ της παλιάς γενιάς, όμως, πολλές διαφωνίες παραμένουν. Αναφέρεται η περίπτωση δύο εξαδέλφων που είναι γείτονες, αλλά δεν μιλούν μεταξύ τους, γιατί υπάρχει η υποψία ότι ο πατέρας του ενός κατήγγειλε τον πατέρα του άλλου. Και άλλοι Ισπανοί έχασαν τα ίχνη συγγενών τους, επειδή υπήρξαν κάποτε «από την άλλη πλευρά».


Πολλές οικογένειες είχαν διαιρεθεί στον εμφύλιο, όπως το παράδειγμα του υποδιοικητή της Τράπεζας της Ισπανίας Ρούιζ ντε Άλντα. Ο πατέρας του, που ήταν αεροπόρος στην υπηρεσία των Φαλαγγιτών, σκοτώθηκε από τους Δημοκρατικούς. Ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του, που ήταν ναύαρχος, σκοτώθηκε από τους εθνικιστές.

Από μιαν άποψη, η Ισπανία βλέπει πίσω στα χρόνια 1936-1939 σαν κάποιος που πέρασε από μια περίοδο τρέλας και θα ήθελε να την ξεχάσει. Πολύς κόσμος αναρωτιέται σήμερα πώς φθάσαμε σ’ αυτά τα άκρα.


Ο Μαρτίνεζ Κόμπο, για παράδειγμα, λέει: «Δεν υπάρχει άλλη χώρα όπου οι μισοί είναι έτοιμοι να πεθάνουν για τη μια πλευρά και οι άλλοι μισοί για την άλλη». Πολλοί που υπέφεραν τότε δεν θέλουν ούτε καν να θυμούνται την περίοδο εκείνη.

[…]

Το τελικό ερώτημα που συχνά τίθεται εφέτος είναι: κέρδισε κανείς στον εμφύλιο πόλεμο πριν από πενήντα χρόνια; Και αν ναι, ποιος κέρδισε; Στην Τουλούζη, τουλάχιστον, οι εξόριστοι έχουν προ πολλού χρόνου δώσει την απάντησή τους. «Όλοι έχασαν», λένε.