Χέρμπερτ Μαρκούζε: Η πάλη για την επέκταση του κόσμου της ομορφιάς, της ειρήνης και της ηρεμίας είναι πάλη πολιτική
Ο βιασμός της Γης αποτελεί μια ουσιαστική μορφή της αντεπαναστάσεως
Ερχόμενος από τις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκομαι κάπως σε αμηχανία να μιλήσω για το οικολογικό κίνημα, που έχει λάβει ήδη μεγάλη έκταση. Εκεί κάτω, σήμερα, η βασική ανάγκη για τις μαχητικές ομάδες, και ιδιαίτερα για τη νεολαία, είναι να αγωνισθούν με όλα τα μέσα που έχουν στην διάθεσή τους (μέσα που είναι αυστηρά περιωρισμένα) κατά των εγκλημάτων πολέμου, τα οποία διαπράττονται σε βάρος του βιετναμικού λαού. Το φοιτητικό κίνημα, που έσπευσαν να το ανακηρύξουν νεκρό ή πνέον τα λοίσθια, κυνικό και απαθές, ξαναγεννιέται ήδη τώρα σε όλη τη χώρα. Δεν πρόκειται περί οργανωμένης αντιπολιτεύσεως, αλλά για έναν αυθορμητισμό που οργανώνεται όσο μπορεί προσωρινά και τοπικά.
Αλλά η εξέγερση κατά του πολέμου στην Ινδοκίνα είναι το μόνο αντιπολιτευτικό κίνημα που η καθεστηκυία τάξη δεν μπορεί να αναλάβη, διότι ο νεοαποικιακός πόλεμος αποτελεί συστατικό μέρος της παγκοσμίου αντεπαναστάσεως, η οποία είναι και η πλέον προηγμένη μορφή του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.6.1972, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Γιατί λοιπόν τότε να καταπιανόμαστε με την οικολογία; Διότι ο βιασμός της Γης αποτελεί μια ουσιαστική μορφή της αντεπαναστάσεως. Ο πόλεμος, γενοκτόνος κατά του λαού, είναι επίσης και «γαιοκτόνος», στον βαθμό που αυτός επιτίθεται κατά των πηγών και των πόρων αυτής της ίδιας της ζωής. Δεν αρκεί που αποτελειώνουν τους ζωντανούς ανθρώπους. Πρέπει επίσης να απαγορεύσουν την ύπαρξη σε όσους δεν έχουν γεννηθή ακόμη, καίοντας και δηλητηριάζοντας τη γη, αποψιλώνοντας τα δάση, ανατινάσσοντας τα εμπόδια που συναντούν.
Η αιματηρά αυτή παραφροσύνη δεν θα αλλάξη την τελική πορεία του πολέμου, αλλά ερμηνεύει αρκετά καλά την κατάσταση του σκληρού καπιταλισμού: η αλόγιστη διασπάθιση των παραγωγικών δυνάμεων στην μητρόπολη του ιμπεριαλισμού συνεπάγεται και την αλόγιστη σπατάλη των καταστροφικών δυνάμεων και την κατανάλωσιν των θανατηφόρων εμπορευμάτων που κατασκευάζει η μεγάλη βιομηχανία του πολέμου.
Η γενοκτονία και η γαιοκτονία στην Ινδοκίνα αποτελούν, υπό μια έννοια πολύ ειδική, την καπιταλιστική απάντηση στην επαναστατική προσπάθεια απελευθερώσεως. Οι βόμβες αποβλέπουν στο να παρεμποδίσουν την οικονομική και κοινωνική ανόρθωση της γης που κατέχει ο λαός του Βορείου Βιετνάμ. Υπό μια ευρύτερη όμως έννοια, ο μονοπωλιακός καπιταλισμός έχει αποδυθή σε έναν πόλεμο κατά της φύσεως, τόσο κατά της φύσεως του ανθρώπου όσο και εναντίον εκείνης που τον περιβάλλει.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.6.1972, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Και όλα αυτά διότι οι ανάγκες μιας ολονέν και πιο εντατικής εκμεταλλεύσεως στρέφονται κατά της ιδίας της φύσεως, καθ’ όσον αυτή αποτελεί την πηγήν και την έδραν των ενστίκτων της ζωής, που αγωνίζονται κατά των ενστίκτων της επιδρομής και της καταστροφής. Και οι ανάγκες της εκμεταλλεύσεως μειώνουν και κατασπαταλούν προοδευτικά τις πλουτοπαραγωγικές πηγές. Όσο αυξάνεται η καπιταλιστική παραγωγικότης τόσο γίνεται και πιο καταστροφική. Είναι κι’ αυτή μια από τις εκδηλώσεις των εσωτερικών αντιθέσεων του καπιταλισμού.
Η αλλαγή της φύσεως του ανθρώπου και του φυσικού του περιβάλλοντος, για να «εκπολιτισθή», υπήρξε μια από τις βασικές λειτουργίες του πολιτισμού: να υποταχθή η αρχή της ευχαριστήσεως στην αρχή της πραγματικότητος, να μεταμορφωθή ο άνθρωπος σε εργαλείο εργασίας όλο και περισσότερο αλλοτριωμένο. Αυτή η βίαιη και επίμονη μεταμόρφωση έχει ποδοπατήσει και την εξωτερική φύση. Η φύση, ασφαλώς, υπήρξε ανέκαθεν μια διάσταση (για πολύν καιρό η μόνη) της εργασίας. Μα ήταν επίσης και μια διάσταση πέρα από τα πλαίσια της εργασίας και μόνο: ήταν η παρουσία της ομορφιάς, της ηρεμίας, μιας τάξεως μη καταπιεστικής. Χάρη στις αξίες αυτές η φύση αποτελούσε την άρνηση της ίδιας της ανταλλακτικής κοινωνίας με τις αξίες του κέρδους και της χρησιμότητος.
Παρ’ όλα αυτά, ο φυσικός κόσμος είναι ένας κόσμος ιστορικός, κόσμος κοινωνικός. Ακόμη και σαν άρνηση της επιδρομικής και βίαιης κοινωνίας η ειρηνευμένη φύση είναι έργο ανθρώπινο, αποτέλεσμα της παραγωγικότητός του. Η καπιταλιστική παραγωγικότης είναι επεκτατική από την ίδια τη δομή της: περιορίζει προοδευτικά τον φυσικό χώρο έξω από τον κόσμο της εργασίας.
Η διαδικασία που υποβάλλει τη φύση στη βία, την εκμετάλλευση και τη ρύπανση είναι αυτούσια διαδικασία οικονομική (πλευρά του τρόπου παραγωγής), αλλά ταυτόχρονα είναι και διαδικασία πολιτική. Η εξουσία του κεφαλαίου εκτείνεται πάνω στη φύση σαν χώρο αποδεσμεύσεως και διαφυγής. Πρόκειται για μια ολοκληρωτική τάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Το άτομο πρέπει να ξαναβρή στη φύση την κοινωνία του.
Στο παρόν στάδιο της αναπτύξεως η απόλυτη αντίθεση μεταξύ του κοινωνικού πλούτου και της καταστροφικής χρησιμοποιήσεώς του αρχίζει να διεισδύη στη συνείδηση των ανθρώπων. Νοιώθει κανείς, γνωρίζει ότι δεν είναι πια αναγκαίο να ζη σαν αλλοτριωμένο εργαλείο εργασίας και αναπαύσεως. Νοιώθει, γνωρίζει ότι η ευημερία του δεν εξαρτάται πλέον από μιαν αέναη αύξηση της παραγωγής. Η εξέγερση των νέων (φοιτητών, εργατών, γυναικών) είναι μια ανατροπή, εν ονόματι των αξιών της ελευθερίας και της ευτυχίας, όλων των αξιών εκείνων που διέπουν το καπιταλιστικό σύστημα.
Η εξέγερση αυτή προσανατολίζεται προς την αναζήτηση ενός φυσικού περιβάλλοντος και μιας ριζικά διαφορετικής τεχνικής, που αποτελούν την βάση υπονομευτικών εμπειριών. Και τέτοιες είναι οι απόπειρες συγκροτήσεως αμερικανικών κοινοτήτων για την καθιέρωση μη αλλοτριωμένων σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων, μεταξύ του ανθρώπου και της φύσεως. Είναι επίσης οι προσπάθειες εκείνες που καταβάλλονται για την διατήρηση της συνειδήσεως της αρνήσεως και της ανανεώσεως.
Στο κατ’ εξοχήν πολιτικό αυτό πλαίσιο, το οικολογικό κίνημα επιτίθεται κατά του «ζωτικού χώρου» του καπιταλισμού, κατά της προεκτάσεως του τομέως του κέρδους, κατά της διασπαθίσεως στην παραγωγή. Παρ’ όλα αυτά, η πάλη κατά της ρυπάνσεως αναλαμβάνεται πολύ εύκολα. Σήμερα δεν συναντά κανείς δημοσίευμα που να μην καλή στη «σωτηρία του περιβάλλοντος» και να καταλήγη με τη ρύπανση και τη δηλητηρίαση. Συγκροτούνται πολυάριθμες επιτροπές για τον έλεγχο των ενόχων.
Η οικολογική προσπάθεια μπορεί ασφαλώς να χρησιμεύση για τον καλλωπισμό του περιβάλλοντος, για να το κάμη πιο ευχάριστο, λιγώτερο φρικαλέο, υγιέστερο και, κατά συνέπεια, πιο υποφερτό. Πρόκειται προφανώς για μια ανάκτηση, αλλά που ταυτόχρονα είναι και ένα στοιχείο προόδου, διότι μέσω της ανακτήσεως αυτής αρχίζουν να εκδηλώνωνται διάφορες ανάγκες και προσδοκίες μέσα στους κόλπους αυτού του ίδιου του καπιταλισμού, οι οποίες μεταβάλλουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων, την πείρα τους, τη στάση τους έναντι της εργασίας. Οι οικονομικές και τεχνικές διεκδικήσεις έχουν περάσει σε μια αμφισβήτηση, που θέτει εν αμφιβόλω αυτόν τον ίδιο τον τρόπο παραγωγής και το πρότυπο της καταναλώσεως.
Η οικολογική πάλη, υπό μια έννοια όλο και πιο μεγάλη, προσκόπτει στους νόμους που διακυβερνούν το καπιταλιστικό σύστημα: στον νόμο της διευρυμένης συσσωρεύσεως του κεφαλαίου, στη δημιουργία μιας επαρκούς υπεραξίας, στο κέρδος, στην ανάγκη της διαιωνίσεως της αλλοτριωμένης εργασίας, στην εκμετάλλευση.
Ο Μισέλ Μποσκέ (σ.σ. ψευδώνυμο του φιλοσόφου Αντρέ Γκορζ, 1923-2007) είπε σωστά: η οικολογική λογική αποτελεί την καθαρή και απλή άρνηση της καπιταλιστικής λογικής, δεν είναι δυνατόν να σωθή η Γη μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού, ούτε είναι δυνατόν να αναπτυχθή ο Τρίτος Κόσμος σύμφωνα με το πρότυπο του καπιταλισμού.
Σε τελευταία ανάλυση, η πάλη για την επέκταση ενός κόσμου της ομορφιάς, της μη βίας και της ηρεμίας είναι πάλη πολιτική. Η επιμονή στις αξίες αυτές, στην αποκατάσταση της Γης σαν ανθρώπινου περιβάλλοντος, δεν είναι απλώς μια ρωμαντική ιδέα, ιδέα αισθητική, ποιητική, που δεν ενδιαφέρει παρά μόνο τους προνομιούχους: σήμερα έχει γίνει πλέον θέμα επιβιώσεως. Πρέπει οι άνθρωποι να μάθουν μόνοι τους ότι είναι απαραίτητο να αλλάξουν το πρότυπο της παραγωγής και της καταναλώσεως, να εγκαταλείψουν τη βιομηχανία του πολέμου, της διασπαθίσεως και των άχρηστων μικροπραγμάτων, για να την αντικαταστήσουν με την παραγωγή αντικειμένων και υπηρεσιών αναγκαίων για μια διαφορετική ζωή εργασίας, για μια εργασία δημιουργική και χαρούμενη.
Σκοπός είναι πάντοτε βέβαια η ευημερία, αλλά μια ευημερία που δεν καθορίζεται από μια κατανάλωση ολονέν και μεγαλύτερη, με τίμημα την όλο και πιο εντατική εργασία. Η ευημερία αυτή πρέπει να χαρακτηρίζεται από μια ζωή απαλλαγμένη από τον φόβο, από τη σκλαβιά του μισθού, της βίας, της δυσωδίας, του τρομερού εκείνου θορύβου του καπιταλιστικού βιομηχανικού μας κόσμου. Δεν είναι θέμα καλλωπισμού του αποτρόπαιου, συγκαλύψεως της αθλιότητος, αποσμήσεως της δυσωδίας, στολισμού με άνθη των φυλακών, των τραπεζών, των εργοστασίων. Δεν είναι θέμα καθάρσεως της υπαρχούσης κοινωνίας, αλλά αντικαταστάσεώς της.
*Κείμενο ομιλίας που είχε εκφωνήσει το 1972 –στο πλαίσιο δημόσιας συζήτησης που είχε πραγματοποιηθεί στο Παρίσι– ένας από τους κορυφαίους στοχαστές του 20ού αιώνα, ο διάσημος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Χέρμπερτ Μαρκούζε. Η ομιλία του Μαρκούζε, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 21 Ιουνίου 1972 υπό τον τίτλο «Τι να κάνουμε για να επιζήσουμε», συνιστούσε την απάντησή του στις θέσεις που είχε εκφράσει νωρίτερα ο ολλανδός Σίκκο Μάνσχολτ (Sicco Mansholt, 1908-1995), τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (στο δημοσίευμα του «Βήματος» αναφέρεται ως Κοινή Αγορά).
Γνωστός ως ο «πατέρας της Νέας Αριστεράς», ο γερμανικής καταγωγής και μαρξιστικών αντιλήψεων Χέρμπερτ Μαρκούζε (Herbert Marcuse), ένας από τους διαπρεπέστερους εκπροσώπους της λεγόμενης Σχολής της Φραγκφούρτης, γεννήθηκε στις 19 Ιουλίου 1898 και απεβίωσε στις 29 Ιουλίου 1979.
- Τραμπ και ελληνοτουρκικά – Τι πιστεύουν οι Έλληνες, ένας πρώην διπλωμάτης των ΗΠΑ και ένας πανεπιστημιακός
- Masdar: Με όχημα την ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ σχεδιάζει off shore αιολικά και φωτοβολταϊκά 6 GW σε Ελλάδα και Ισπανία
- Διαγραφή Σαμαρά: Κάνει ζυμώσεις για κόμμα – Όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά
- Μέσω ΑΣΕΠ οι προσλήψεις στη Δημοτική Αστυνομία
- Ο Φουκώ διαβάζει Χέγκελ
- Βατικανό: Μπορείτε να περιηγηθείτε ψηφιακά στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη