Γαλλοπρωσικός Πόλεμος 1870-1871: Η γενναιόδωρη Χοντρομπαλού
Μια κοκότα «που είχε τόση αξιοπρέπεια και τα αισθήματά της έμοιαζαν τόσο με τα δικά τους»
- Μητέρα παιδιού ΑμεΑ διανύει καθημερινά 70 χιλιόμετρα - Το κοντινότερο σχολείο δεν έχει υποδομές
- Αίθριος ο καιρός την Πέμπτη, καταιγίδες από την Παρασκευή - Έρχονται «λευκά» Χριστούγεννα
- Τον απόλυτο εφιάλτη έζησε μαθητής από την Πάτρα σε πενθήμερη - Του έδωσαν ποτό με ούρα και τον χτύπησαν
- Νεκρός ανασύρθηκε από τα συντρίμμια γάλλος υπήκοος στο Βανουάτου μετά τον σεισμό των 7,3 Ρίχτερ
Ἡ ἅμαξα προχωροῦσε τόσο ἀργά, ποὺ ὣς τὶς δέκα τὸ πρωὶ εἶχαν διανύσει μόλις τέσσερις λεῦγες. […] Ὅλοι εἶχαν τὰ μάτια τους ἀνοιχτὰ μήπως διακρίνουν καμιὰ ταβέρνα πάνω στὸ δρόμο, ὅταν ἡ ἅμαξα βούλιαξε σὲ μιὰ στοίβα χιονιοῦ καὶ χρειάστηκαν δυὸ ὧρες νὰ τὴν ξεκολλήσουν. Ἡ ὄρεξη ἄνοιγε ὅλο καὶ περισσότερο καὶ σκότιζε τὸ μυαλό, ἀλλὰ δὲν φαινότανε πουθενὰ οὔτε μαγέρικο οὔτε κρασοπουλειό, γιατὶ ὁ ἐρχομὸς τῶν Πρώσων ἀπ’ τὴ μιά, κι ἀπ’ τὴν ἄλλη τὸ πέρασμα τοῦ πεινασμένου γαλλικοῦ στρατοῦ εἶχαν τρομοκρατήσει ὅλους τοὺς ἐπαγγελματίες.
[…] Κατὰ τὴ μία ἡ ὥρα, ὁ Λουαζὸ δήλωσε πὼς ἔνιωθε ἕνα ἀπαίσιο κενὸ στὸ στομάχι του. Ὅλοι ὑποφέρανε σὰν κι αὐτὸν πρὸ πολλοῦ, καὶ μὲ τὴν πείνα ποὺ θέριευε εἶχε πάψει κάθε κουβέντα.
[…] Ἡ Χοντρομπαλοὺ ἔσκυψε πολλὲς φορὲς σὰν νὰ ἔψαχνε κάτι κάτω ἀπ’ τὶς φοῦστες της. Δίσταζε γιὰ ἕνα λεπτό, κοίταζε τοὺς διπλανούς της, κι ὕστερα καθότανε πάλι στητή. Τὰ πρόσωπα ὅλων ἦταν χλομὰ καὶ τραβηγμένα. Ὁ Λουαζὸ δήλωσε πὼς θὰ πλήρωνε χίλια φράγκα γιὰ ἕνα χοιρομέρι. Ἡ γυναίκα του ἔκανε μιὰ κίνηση σὰν νά ’θελε νὰ διαμαρτυρηθεῖ κι ὕστερα ἡσύχασε.
[…]
Τελικὰ στὶς τρεῖς ἡ ὥρα, σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ βρίσκονταν στὴ μέση ἑνὸς ἀτέλειωτου κάμπου ὅπου δὲν ἔβλεπες μήτε ἕνα χωριουδάκι, ἡ Χοντρομπαλοὺ ἔσκυψε ἀποφασιστικὰ καὶ τράβηξε ἔξω ἀπὸ τὸν πάγκο ἕνα μεγάλο καλάθι σκεπασμένο μὲ ἄσπρη πετσέτα. Ἔβγαλε πρῶτα ἕνα πιατάκι ἀπὸ πορσελάνη, ἕνα κομψὸ ἀσημένιο κύπελλο κι ὕστερα μιὰ τεράστια γαβάθα, ὅπου δυὸ ὁλόκληρα κοτόπουλα, κομμένα σὲ μερίδες, εἴχανε μελώσει μέσα στὸ ζελέ τους. Ἀκόμα, ξεχώριζε κανεὶς μὲς στὸ καλάθι πολλὰ ὡραῖα πράγματα, τυλιγμένα προσεχτικά, διάφορα πατέ, φροῦτα, λιχουδιές, προμήθειες γιὰ ταξίδι τριῶν ἡμερῶν, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ἔχει ἀνάγκη τὴν κουζίνα τῶν πανδοχείων. Ἀνάμεσα στὰ πακέτα μὲ τὰ τρόφιμα ξεπρόβαλλαν καὶ οἱ λαιμοὶ τεσσάρων μπουκαλιῶν. Πῆρε μιὰ φτερούγα κοτόπουλου, καὶ μὲ λεπτότητα ἄρχισε νὰ τὴ μασουλάει μαζὶ μ’ ἕνα ἀπὸ κεῖνα τὰ φουσκωτὰ ψωμάκια ποὺ στὴ Νορμανδία τὰ εἶχαν βαφτίσει «ἀντιβασιλέα».
Ὅλα τὰ βλέμματα καρφώθηκαν πάνω της. Ὕστερα ἡ μυρωδιὰ ἁπλώθηκε παντοῦ, τὰ ρουθούνια ἀνοιγόκλειναν καὶ γεμίσανε σάλιο τὰ στόματα, ἐνῶ τὰ σαγόνια σφίγγονταν ὀδυνηρὰ κάτω ἀπ’ τὰ αὐτιά. Ἡ περιφρόνηση τῶν κυριῶν γιὰ τὸ κορίτσι ἦταν τώρα τόσο ἄγρια, ποὺ εὐχαρίστως θὰ τὴ σκότωναν ἢ θὰ τὴν πέταγαν ἀπ’ τὸ παράθυρο τῆς ἅμαξας, μὲς στὸ χιόνι, αὐτήν, τὸ κύπελλό της, τὸ καλάθι της καὶ ὅλες τὶς προμήθειές της μαζί.
Μα ο Λουαζό καταβρόχθιζε μὲ τὰ μάτια τὴ γαβάθα μὲ τὰ κοτόπουλα καὶ εἶπε: «Ἂς εἶναι, ἡ κυρία στάθηκε πιὸ προνοητικὴ ἀπὸ μᾶς. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ὅλα τὰ σκέφτονται». Σήκωσε τὸ κεφάλι της πρὸς αὐτόν: «Θὰ θέλατε λίγο, κύριε; Εἶναι δύσκολο νὰ μένει κανεὶς νηστικὸς ἀπ’ τὸ πρωί». Ἐκεῖνος ὑποκλίθηκε: «Μά τὴν πίστη μου, δὲν θ’ ἀρνηθῶ, εἰλικρινὰ δὲν ἀντέχω ἄλλο. Ὁ πόλεμος εἶναι πόλεμος, καλὰ δὲν λέω, κυρία;». Καὶ ρίχνοντας τριγύρω ἕνα βλέμμα, πρόσθεσε: «Εἶναι παρήγορο κάτι τέτοιες στιγμὲς νὰ βρίσκεις ἀνθρώπους ποὺ σὲ ὑποχρεώνουν». Εἶχε μιὰ ἐφημερίδα καὶ τὴν ἅπλωσε γιὰ νὰ μὴ λερώσει τὸ παντελόνι του, καὶ μὲ τὴ μύτη ἑνὸς σουγιᾶ ποὺ κουβαλοῦσε πάντα στὴν τσέπη του τσίμπησε ἕνα μπούτι κουκουλωμένο μὲ τὸ ζελέ του, τὸ κομμάτιασε μὲ τὰ δόντια του κι ὕστερα τὸ μάσησε μὲ τόσο φανερὴ εὐχαρίστηση, ποὺ μέσα στὸ ἁμάξι ἀκούστηκε ἕνας γενικὸς ἀναστεναγμὸς δυσαρέσκειας.
Ἡ Χοντρομπαλού, μὲ γλυκιὰ καὶ ταπεινὴ φωνή, πρότεινε στὶς δύο καλόγριες νὰ μοιραστοῦν τὸ κολατσιό της. Ἐκεῖνες δεχτήκανε ἀμέσως καὶ δίχως νὰ σηκώσουν τὰ μάτια βάλθηκαν νὰ τρῶνε γρήγορα γρήγορα ἀφοῦ ψέλλισαν κάμποσες εὐχαριστίες. Μήτε ὁ Κορνιντὲ ἀρνήθηκε τὴν προσφορὰ τῆς διπλανῆς του, κι ἔτσι, μαζὶ μὲ τὶς μοναχές, ἔφτιαξε ἕνα εἶδος τραπεζιοῦ, ἁπλώνοντας ἐφημερίδες πάνω στὰ γόνατα.
Τὰ στόματα ἀνοιγόκλειναν ἀδιάκοπα, κατάπιναν, μάσαγαν, καταβρόχθιζαν θηριωδῶς. Στὴ γωνιά του ὁ Λουαζὸ τοῦ ἔδινε καὶ καταλάβαινε, ποὺ λένε, καὶ χαμηλόφωνα προσπαθοῦσε νὰ πείσει τὴ γυναίκα του νὰ τὸν μιμηθεῖ. Ἐκείνη ἀντιστάθηκε γιὰ πολλὴ ὥρα, ὕστερα ὅμως ἀπὸ μιὰ δυνατὴ σύσπαση στὰ ἔντερα ὑποχώρησε. Τότε ὁ ἄντρας της, γλυκαίνοντας τὰ λόγια του, ρώτησε τὴ «γοητευτικὴ σύντροφό τους» ἂν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ προσφέρει ἕνα κομματάκι καὶ στὴν κυρία Λουαζό. Ἡ κοπέλα ἀπάντησε μ’ ἕνα ἀξιαγάπητο χαμόγελο: «Μὰ ἀσφαλῶς, κύριε», καὶ ἅπλωσε τὴ γαβάθα.
Δημιουργήθηκε κάποια ἀμηχανία σὰν ἀνοίχτηκε ἡ πρώτη μπουκάλα τοῦ μπορντώ. Ὑπῆρχε μονάχα ἕνα κύπελλο. Ἤπιαν ὅλοι ἀφοῦ τὸ σκούπισαν. Μόνο ὁ Κορνιντέ, ἀσφαλῶς ἀπὸ εὐγένεια, ἀκούμπησε τὰ χείλια του στὸ σημεῖο ποὺ ἦταν ὑγρὸ ἀκόμα ἀπὸ τὰ χείλια τῆς διπλανῆς του.
Στὸ μεταξὺ ὁ κόμης κι ἡ κόμισσα ντὲ Μπρεβίλ, καθὼς κι ὁ κύριος κι ἡ κυρία Καρὲ-Λαμαντὸν ὑπέφεραν τὸ φριχτὸ μαρτύριο τοῦ Ταντάλου, ἔτσι ποὺ βλέπανε τοὺς ἄλλους νὰ τρῶνε καὶ τοὺς ἔπνιγαν οἱ μυρωδιές. Ξαφνικὰ ἡ νεαρὴ γυναίκα τοῦ βιομήχανου ἀναστέναξε κι ὅλοι γύρισαν πρὸς τὸ μέρος της. Ἦταν ἄσπρη ὅπως τὸ χιόνι ἔξω. Τὰ μάτια της κλείσανε, ἔγειρε τὸ μέτωπό της: εἶχε λιγοθυμήσει. Ὁ ἄντρας της, σὰν παλαβός, ζήταγε βοήθεια ἀπ’ ὅλους. Κι ὅλοι τὰ εἴχανε χαμένα, μόνο ἡ ἡλικιωμένη καλόγρια ἀνασήκωσε τὸ κεφάλι τῆς ἄρρωστης κι ἔσταξε ἀνάμεσα στὰ χείλια της λίγες σταγόνες κρασὶ ἀπὸ τὸ κύπελλο τῆς Χοντρομπαλοῦς. Ἡ ὄμορφη κυρία συνῆλθε, ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ δήλωσε μὲ φωνὴ ἑτοιμοθάνατης πὼς αἰσθάνεται πολὺ καλύτερα. Μὰ γιὰ νὰ μὴν ξανασυμβεῖ αὐτό, ἡ καλόγρια τὴν ἀνάγκασε νὰ πιεῖ ἕνα ὁλόκληρο ποτήρι μπορντὼ καὶ πρόσθεσε: «Ἡ πείνα εἶναι καὶ τίποτε ἄλλο».
Τότε ἡ Χοντρομπαλού, ἀμήχανη καὶ κατακόκκινη, μουρμούρισε κοιτώντας τοὺς τέσσερις ταξιδιῶτες ποὺ εἶχαν μείνει νηστικοί: «Θεέ μου, νὰ τολμήσω νὰ προσφέρω στοὺς κυρίους καὶ στὶς κυρίες…». Σώπασε, ἀπὸ τὸ φόβο μὴν τοὺς προσβάλει. Ὁ Λουαζὸ πῆρε τὸ λόγο: «Μά τὸν Θεό, σὲ τέτοιες περιστάσεις ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδέρφια καὶ πρέπει νὰ βοηθάει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ἐμπρός, κυρίες μου, ἀφῆστε τὶς τσιριμόνιες καὶ πάρτε αὐτὸ ποὺ σᾶς δίνουν, τί διάβολο! Μήπως ξέρουμε ἂν θὰ βροῦμε κανένα σπίτι νὰ περάσουμε τὴ νύχτα μας ; Ἔτσι ὅπως πᾶμε, δὲν πρόκειται νὰ φτάσουμε στὴν Τὸτ πρὶν ἀπὸ αὔριο τὸ μεσημέρι». Δίσταζαν, δὲν ἔπαιρνε κανένας τὴν εὐθύνη νὰ πεῖ τὸ «ναί». Μὰ ὁ κόμης ξεπέρασε τὴ δυσκολία, γύρισε στὴν κοπέλα, ποὺ καθότανε πτοημένη, καὶ μὲ τὸ ὕφος μεγάλου ἄρχοντα τῆς εἶπε: «Δεχόμεθα, κυρία, καὶ εἴμεθα ὑπόχρεοι».
Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ γίνει τὸ πρῶτο βῆμα. Ἔτσι καὶ διαβήκανε τὸν Ρουβίκωνα, πέσανε μὲ τὰ μοῦτρα στὸ φαΐ. Τὸ καλάθι ἄδειασε. Αὐτὰ ποὺ εἶχαν ἀπομείνει ἦταν φουαγκρά, πατὲ ἀπὸ κυνήγι, ἀχλάδια, ντόπιο τυρί, ἕνα κομμάτι γλώσσα καπνιστή, πτὶ φοὺρ κι ἕνα βαζάκι γεμάτο ἀγγουράκια καὶ κρεμμυδάκια τουρσί, γιατὶ τῆς Χοντρομπαλοῦς τῆς ἄρεσαν τὰ ξινά, ὅπως σὲ ὅλες τὶς γυναῖκες.
Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τρῶνε τὸ φαγητὸ τῆς κοπέλας χωρὶς νὰ τῆς μιλᾶνε. Ἀναγκάστηκαν λοιπὸν νὰ πιάσουν κουβέντα, πολὺ συγκρατημένα στὴν ἀρχή, μετά, σὰν εἶδαν πὼς ξέρει νὰ φέρεται, ἀφέθηκαν ἀκόμα περισσότερο. Οἱ κυρίες ντὲ Μπρεβὶλ καὶ Καρὲ-Λαμαντόν, ποὺ εἶχαν ἐξαιρετικὴ ἀγωγή, φέρθηκαν μὲ φιλοφροσύνη καὶ λεπτότητα. Προπαντὸς ἡ κόμισσα φέρθηκε μ’ ἐκείνη τὴν ἀξιαγάπητη καταδεκτικότητα ποὺ δείχνουν οἱ πραγματικὲς ἀριστοκράτισσες, ποὺ καμιὰ ἐπαφὴ δὲν καταφέρνει νὰ τὶς λερώσει, κι ἦταν πολὺ γοητευτική. Μὰ ἡ στιβαρὴ κυρία Λουαζό, ποὺ εἶχε ψυχὴ χωροφύλακα, ἔμενε πάντα στυφή, μιλώντας λίγο ἀλλὰ τρώγοντας πολύ.
Φυσικὰ ἡ κουβέντα ἔφτασε στὸν πόλεμο. Μίλησαν γιὰ τὶς φρικαλεότητες τῶν Πρώσων καὶ τὶς ἡρωικὲς πράξεις τῶν Γάλλων. Κι ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐκείνη τὴ στιγμὴ δραπέτευαν ἔπλεξαν τὸ ἐγκώμιο τῶν θαρραλέων. Ἄρχισαν ἀμέσως κι οἱ προσωπικὲς ἱστορίες, κι ἡ Χοντρομπαλοὺ διηγήθηκε μὲ ἀληθινὴ συγκίνηση, μ’ ἐκείνη τὴ ζεστασιὰ ποὺ ἔχει κάποτε ἡ κουβέντα τῶν κοριτσιῶν ὅταν θέλουν νὰ ἐκφράσουν κάποιες παρορμήσεις τους, γιατί ἐγκατέλειψε τὴ Ρουέν: «Στὴν ἀρχὴ νόμιζα πὼς θὰ μποροῦσα νὰ μείνω», εἶπε. «Τὸ σπίτι μου ἦταν γεμάτο προμήθειες καὶ τό ’χα καλύτερα νὰ ταΐζω μερικοὺς φαντάρους παρὰ νὰ ξενιτευτῶ κι ἐγὼ δὲν ξέρω ποῦ. Μὰ σὰν τοὺς εἶδα αὐτοὺς τοὺς Πρώσους, βγῆκα ἀπὸ τὰ ροῦχα μου! Μ’ ἔπνιξε ὁ θυμός! Κι ὅλη τὴ μέρα ἔκλαιγα ἀπὸ ντροπή. Ἄχ, καὶ νὰ ἤμουν ἄντρας! Κοίταζα ἀπ’ τὸ παράθυρο ἐκεῖνα τὰ χοντρογούρουνα μὲ τὸ μυτερὸ κράνος, καὶ ἡ ὑπηρέτριά μου μοῦ κράταγε τὰ χέρια, γιατὶ μοῦ ἐρχότανε νὰ τοὺς σφεντονίσω καμιὰ καρέκλα κατακέφαλα. Ὕστερα ἦρθαν νὰ μείνουν στὸ σπίτι μου. Ὅρμησα στὸ λαιμὸ τοῦ πρώτου ποὺ μπῆκε μέσα. Δὲν εἶναι πιὸ δύσκολο νὰ τοὺς πνίξεις ἀπ’ ὅ,τι τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Καὶ θὰ τὸν εἶχα ἀποτελειώσει ἐκεῖνον ἐκεῖ, ἂν δὲν μὲ τράβαγαν ἀπ’ τὰ μαλλιά. Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ χρειάστηκε νὰ κρυφτῶ. Τελικά, μόλις βρέθηκε εὐκαιρία, τό ’σκασα. Καὶ νά με!»
Τὴν παινέψανε πολὺ γι’ αὐτό. Τώρα ἀνέβαινε στὴν ἐκτίμηση τῶν συντρόφων της, ποὺ δὲν εἶχαν φερθεῖ ἔτσι ἀγέρωχα. Κι ὁ Κορνιντέ, ἀκούγοντάς τη, χαμογελοῦσε ἐπιδοκιμαστικὰ καὶ καλοπροαίρετα σὰν ἀπόστολος. Κάπως ἔτσι ἀκούει ὁ παπὰς τὸν πιστὸ νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεό, γιατὶ οἱ δημοκράτες μὲ τὴ μακριὰ γενειάδα ἔχουν τὸ μονοπώλιο τοῦ πατριωτισμοῦ, ὅπως οἱ ρασοφόροι ἔχουν τὸ μονοπώλιο τῆς θρησκείας. Μίλησε λοιπὸν μὲ τὴ σειρά του, σ’ ἕναν τόνο δογματικό, μὲ τὴν ἔμφαση τῶν διακηρύξεων ποὺ κολλᾶνε στοὺς τοίχους κάθε μέρα, καὶ τέλειωσε μὲ μιὰ ρητορικὴ τιράντα ὅπου πολὺ ἐπιδέξια στηλίτευε «ἐκεῖνο τὸ καθίκι τὸν Μπαντενγκέ».
Τότε θύμωσε πολὺ ἡ Χοντρομπαλοὺ γιατὶ ἤτανε βοναπαρτικιά. Ἔγινε πιὸ κόκκινη κι ἀπὸ κεράσι καὶ τραυλίζοντας ἀπὸ ἀγανάκτηση: «Θά ’θελα νά ’βλεπα τί θὰ κάνατε στὴ θέση του ὅλοι ἐσεῖς. Ἄ, ναί, αὐτὸ ἄξιζε τὸν κόπο! Αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο ἐσεῖς τὸν προδώσατε! Θὰ ἤμαστε ἀναγκασμένοι νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴ Γαλλία ἂν μᾶς κυβερνοῦσαν ἀχρεῖοι σὰν κι ἐσᾶς!». Ὁ Κορνιντέ, ἀπαθής, χαμογελοῦσε ἀκατάδεχτα μὲ ἀνωτερότητα. Ἔνιωθε κανεὶς πὼς ὅπου νά ’ναι θὰ πέφτανε χοντρὲς κουβέντες, ὅταν μπῆκε στὴ μέση ὁ κόμης καί, μὲ δυσκολία βέβαια, κατάφερε νὰ ἠρεμήσει τὴν ἐξαγριωμένη κοπέλα, διακηρύσσοντας μὲ ἐπισημότητα πὼς ὅλες οἱ εἰλικρινεῖς ἀπόψεις εἶναι σεβαστές. Στὸ μεταξύ, ἡ κόμισσα καὶ ἡ γυναίκα τοῦ βιομήχανου, ποὺ νιώθανε τὸ παράλογο μίσος τῶν καθωσπρέπει ἀνθρώπων γιὰ τὴ δημοκρατία, κι ἐκείνη τὴν ἐνστικτώδη τρυφερότητα ποὺ τρέφουν ὅλες οἱ γυναῖκες γιὰ τὶς πομπώδεις καὶ δεσποτικὲς κυβερνήσεις, χωρὶς νὰ τὸ θέλουν βρέθηκαν στὸ πλευρὸ αὐτῆς τῆς πόρνης ποὺ εἶχε τόση ἀξιοπρέπεια καὶ τὰ αἰσθήματά της ἔμοιαζαν τόσο μὲ τὰ δικά τους.
Τὸ καλάθι ἤτανε ἄδειο. Μέχρι τὶς δέκα τὰ εἴχανε καθαρίσει ὅλα χωρὶς δυσκολία καὶ λυπόνταν ποὺ δὲν ἦταν πιὸ μεγάλο. Ἡ κουβέντα συνεχίστηκε γιὰ λίγο ἀκόμα, ἂν καὶ λιγότερο θερμὴ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἔπαψαν νὰ τρῶνε.
*Απόσπασμα από το συγγραφικό έργο του Γκυ ντε Μωπασάν Η Χοντρομπαλού (μτφρ Αμαλία Τσακνιά, επίμετρο Λίζυ Τσιριμώκου, εκδόσεις Κίχλη).
Ενώ έχει ξεσπάσει, από τις 19 Ιουλίου 1870, ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος των ετών 1870-1871 (έμελλε να τερματιστεί με επικράτηση του συνασπισμού των γερμανικών κρατών και ήττα της Γαλλίας), η Χοντρομπαλού, ένα «κορίτσι της χαράς» –η γνωστή στη γαλλική λογοτεχνία του 19ου αιώνα φιγούρα της κοκότας ή τροτέζας–, τίθεται αντιμέτωπη, εντός του μικρόκοσμου μιας άμαξας, με κοινωνικά και ατομικά στερεότυπα, με τις προκαταλήψεις των λοιπών επιβατών και επιβατριών.
Όμως, όταν η Χοντρομπαλού, ύστερα από πολλούς δισταγμούς, ανοίγει το καλάθι με τις προμήθειές της, όταν οι μυρωδιές των εκλεκτών εδεσμάτων απλώνονται παντού και τα στόματα γεμίζουν σάλιο, τότε η αρχική επιφυλακτικότητα ή και ψυχρότητα εξαφανίζεται.
Όλοι και όλες, ακόμα και οι ακατάδεκτες μέχρι τότε κυρίες, δέχονται την προσφορά της γενναιόδωρης κοπέλας, της αξιοσέβαστης αυτής πόρνης, «που είχε τόση αξιοπρέπεια και τα αισθήματά της έμοιαζαν τόσο με τα δικά τους».
Ο γάλλος συγγραφέας Γκυ ντε Μωπασάν (Guy de Maupassant, 1850-1893) έλαβε μέρος στον προαναφερθέντα Γαλλοπρωσικό Πόλεμο. Οι οδυνηρές εμπειρίες του από τον ταπεινωτικό για τη χώρα του πόλεμο αποτέλεσαν θεματικό πυρήνα και πηγή εμπνεύσεως για ορισμένα από τα καλύτερα διηγήματά του, στα οποία απορρίπτει το σοβινισμό, το ρεβανσισμό και την πολεμοκαπηλία.
Παρά τον πρόωρο θάνατό του, o Γκυ ντε Μωπασάν κατέλιπε ένα συγγραφικό έργο εντυπωσιακό σε όγκο (διηγήματα, μυθιστορήματα, χρονογραφήματα, θεατρικά έργα κ.ά.), θεματικό εύρος και υφολογική ποικιλία.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις