Γιάννης Τσαρούχης: Η βιωμένη ελληνική ενότητα
Γνώση βγαλμένη μέσα από το πάθος
- «Ειρωνικός, σαρκαστικός, λες και έχει κάνει κατόρθωμα» - Σοκάρουν οι περιγραφές για τον αστυνομικό της Βουλής
- «Πνιγμός στα 30.000 πόδια» - Αεροπλάνο άρχισε να πλημμυρίζει εν ώρα πτήσης [Βίντεο]
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
- «Πρέπει να κάνουν δήλωση ότι σέβονται το πολίτευμα» - Οι όροι για να πάρουν την ιθαγένεια οι Γλύξμπουργκ
Στις 20 Ιουλίου 1989 έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 79 ετών, ο Γιάννης Τσαρούχης, διαπρεπής ζωγράφος, σκηνογράφος, ενδυματολόγος και σκηνοθέτης.
Με το ξεχωριστό προσωπικό ύφος του, καρπό των πολλαπλών επιρροών που δέχτηκε, ο Τσαρούχης –ένας από τους σημαντικότερους κατά κοινή παραδοχή εκπροσώπους της γενιάς του ’30– ενσάρκωσε στις καλλιτεχνικές δημιουργίες του το ιδανικό της ελληνικότητας.
Εξόχως χαρακτηριστικό κομμάτι του ζωγραφικού έργου του (συντίθεται από τοπία, νεκρές φύσεις, γυμνά και αλληγορικές σκηνές) αποτελούν οι σκηνές με ναύτες και στρατιώτες, αλλά και τα μεμονωμένα πορτρέτα, απόρροια του ενδιαφέροντός του για την ανθρώπινη μορφή.
Το 1977 ο αείμνηστος Τσαρούχης παρουσίασε (μεταφραστής, σκηνοθέτης, σκηνογράφος, ενδυματολόγος ο ίδιος) τις περίφημες Τρωάδες, το δράμα του Ευριπίδη που είναι αφιερωμένο στον πόνο, τον πόνο που προξενεί στους ανθρώπους ο πόλεμος. Η ευριπίδεια τραγωδία ανέβηκε αρχικά, επί ένα εικοσαήμερο, το Σεπτέμβριο του 1977, στο χώρο ενός γκαράζ της οδού Καπλανών, στο κέντρο της Αθήνας (με φόντο-σκηνικό το μισογκρεμισμένο τοίχο ενός νεοκλασικού), ακολούθως δε μεταφέρθηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Το πάρκινγκ της οδού Καπλανών, όπου ανέβηκαν οι «Τρωάδες» του Ευριπίδη (πηγή: Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη)
Η παράσταση-σταθμός του Τσαρούχη, το θεατρικό γεγονός της χρονιάς εκείνης, συμπύκνωνε τις αντιλήψεις του περί αισθητικής, τις θέσεις του για το αρχαίο δράμα, την τέχνη και τη ζωή.
«Τρωάδες» Ευριπίδη, μακέτα σκηνικού και κοστουμιών (πηγή: Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη)
Το καλοκαίρι του 1977 ο μέγας Γιάννης Ρίτσος έγραψε για τις νεοελληνικές Τρωάδες του Τσαρούχη, μεταξύ άλλων, τα εξής:
[…] Νομίζω πως με κανέναν απ’ τους κλασικούς μας δεν συγγενεύει τόσο ο Τσαρούχης όσο με τον Ευριπίδη, παρ’ ότι ολόκληρη η Ελλάδα, μ’ όλη την ιστορία της, τη μυθολογία της, την τοπιογραφία της, την οσμή της, το σώμα της, ζει κι ανασαίνει, συνεχίζεται και διαρκεί μέσα στο έργο του Τσαρούχη. Όποιος γνωρίζει τη ζωγραφική του, τις σκηνογραφίες του, τις μελέτες του για τις λαϊκές τέχνες, τα σχέδιά του, τις μεταφράσεις του, κάθε γραφτό του, το ξέρει καλά. Στον Τσαρούχη, όπως στον Ευριπίδη, η γνώση βγαίνει μες απ’ το πάθος, η γνώση του είναι προσωπική, βιωματική εμπειρία ζωής, αισθησιακής συμμετοχής, συναναστροφής, συνομιλίας, χωρίς ποτέ το πάθος να κατακλύζει και να καταστρέφει το έργο – κάτι που το βλέπουμε και στον Καβάφη.
Η σοφία του Τσαρούχη δεν είναι θεωρητική, αλλά σωματική. Είναι υποκειμενικά αντικειμενική. Δεν ξεκινάει ποτέ με την πρόθεση ν’ ανακαλύψει τα στοιχεία ενότητας του ελληνικού πολιτισμού απ’ την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, και να την αποδείξει με κάθε είδους επιχειρήματα. Όχι. Αυτή την ενότητα τη βιώνει και την πραγματώνει στο έργο του με μια μοναδική, φυσική παραστατικότητα που παίρνει πανανθρώπινη σημασία και αξία – κάτι που ήταν και μένει η ουσία του ελληνισμού.
Αυτήν ακριβώς τη «βιωμένη ελληνική ενότητα» βρίσκουμε τώρα, και στη γλωσσική της έκφραση, στη μετάφραση των Τρωάδων απ’ τον Τσαρούχη. Καμιά βεβιασμένη φιλολογική προσπάθεια να βρεθεί μια τονική αντιστοιχία προς την αρχαία ελληνική προσωδία. Αποκλείεται ο αλεξανδρινός ενδεκασύλλαβος (που πολλοί μεταφραστές τον χρησιμοποίησαν διπλασιάζοντας σχεδόν, και χαλαρώνοντας έτσι, τους στίχους του πρωτότυπου), αποκλείεται κι ο νόθος δεκατρισύλλαβος, που δήθεν ανταποκρίνεται σε τονικότητα και σε αριθμό συλλαβών στον ιαμβικό τρίμετρο. Τίποτε απ’ αυτά. Μια απλή μεταγλώττιση, ελεύθερη, άνετη, που βαδίζει το συνηθέστερο με «εσωτερικούς» ιάμβους (θέλω να πω όχι μετρημένους στα δάχτυλα, όχι κουδουνιστούς), που μιλιέται σωστά, όπως μιλάει ο λαός, όπως όλοι μας, στο δρόμο, στο καφενείο, στην ταβέρνα, στο σπίτι μας, όταν έχουμε κάτι να πούμε και το λέμε με ειλικρίνεια. […]
Αυτή η μετάφραση έχει γίνει από έρωτα και με έρωτα, γι’ αυτό το αποτέλεσμα είναι τόσο καθάριο και πειστικό. Ο Τσαρούχης όλα τα προσεγγίζει και τα εγγίζει με τον έρωτα, κι όλα μέσα στο έργο του, σε κάθε έργο του, αποπνέουν το κάλλος και το βάσανο του έρωτα, ως την αισθητική του ευδαίμονη μελαγχολία και πιο πέρα κάποτε, ως την οξεία μα και χαμογελαστά συμπονετική γενική αυτοειρωνεία. Κι αυτό είναι ακόμη ένα στοιχείο που τον φέρνει κοντά στον Ευριπίδη:
Αν ο Θεός δε μας έριχνε κάτω και
δε μας κουκουλώνανε με τα χώματα,
κανείς δε θα μίλαγε για μας,
τώρα να δεις που καταστραφήκαμε
τι θ’ αρχίσουν να λένε για τα παθήματά μας,
θα μας κάνουν θέατρο για να το βλέπουνε
αυτοί που θάρθουνε μετά από μας
και να μας χειροκροτούν.
Κι αυτά τα λέει στη δραματικότερη στιγμή η ίδια η χαροκαμένη Εκάβη. Περιττά, λοιπόν, τα σχόλια. Μόνο, τελειώνοντας, θάθελα ν’ αναφερθώ στον Οδυσσέα Ελύτη που, με το καταπληκτικά οξύ ποιητικό του αισθητήριο, μας έδωσε τον πιο βαθύ, επιγραμματικό, τελεσίδικο χαρακτηρισμό του Τσαρούχη: «Ένας επαναστάτης δε γίνεται νάναι συνάμα και κλασικός, αλλά με τον Τσαρούχη γίνεται. Την ημέρα που ο ζωγράφος αυτός ετόλμησε ν’ αναζητήσει τον Ερμή όχι στο όρος Όλυμπος αλλά στο καφενείον Ο Όλυμπος, ένας μύθος κατέβηκε απ’ τα βιβλία στη ζωή, ενώ το μάτι του καλλιτέχνη υποχρεώθηκε ν’ ατενίσει αλλιώς τον κόσμο». Θα μπορούσα ίσως να προσθέσω: όχι μόνο το μάτι του καλλιτέχνη αλλά του κάθε ανθρώπου.
Αθήνα – Καρλόβασι, Ιούλιος 1977
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις