Έρνεστ Χέμινγουεϊ: Μια αποχαιρετιστήρια παρέλαση
Ο Κάντγουελ ξέρει πού πηγαίνει: στο θάνατο
«Πέρα από τον ποταμό και κάτω από τα δένδρα» δεν είναι το τελευταίο μυθιστόρημα του Χέμινγουαιη. Το είχε γράψει από το 1950, αλλά για δεκαπέντε χρόνια, ωστόσο, το έργο αυτό του μεγάλου Αμερικανού μυθιστοριογράφου δεν επετρέπετο να κυκλοφορήση στην Ευρώπη, ούτε και να μεταφρασθή. Κι’ αυτό, γιατί έτσι είχε αποφασίσει ο ίδιος ο συγγραφεύς. Ο λόγος; Απλούστατα, ο Χέμινγουαιη δεν ήθελε να εκθέση την ηρωίδα του βιβλίου του, αυτήν την «μικρή κοντέσσα», που ζούσε ακόμη στην Βενετία και που μπορούσε ν’ αναγνωρισθή. «Πέρα από τον ποταμό και κάτω από τα δένδρα» δεν είναι επίσης το καλύτερο μυθιστόρημα του Χέμινγουαιη. Κι’ όμως, η ιστορία αυτού του γέρου στρατιώτη, που ξαναβρίσκει την Βενετία της νιότης του την παραμονή του θανάτου του, μας συγκινεί βαθύτατα.
Ο συνταγματάρχης Κάντγουελ του Αμερικανικού Στρατού έχει πολεμήσει πριν από πολλά χρόνια, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μα όταν η ιστορία αρχίζει βρισκόμαστε στο 1946. Ο συνταγματάρχης Κάντγουελ, ταλαιπωρημένος από το επάγγελμά του, με φθαρμένη την υγεία του από άπειρα τραύματα, και με την διαρκή απειλή μιας καρδιοπάθειας, βρίσκεται στην Τεργέστη. Από κει πηγαίνει στη Βενετία. Ταξίδι μελαγχολικό, μα που συγχρόνως τον γεμίζει έξαρσι, διότι σ’ αυτήν την πόλι που λατρεύει ξαναβρίσκει τον μόνο αληθινό έρωτα της ζωής του, «την μικρή κοντέσσα Ρενάτα», που είναι μόλις 19 ετών. Η ευτυχία του ωστόσο κρατάει λίγο. Πεθαίνει μερικές ώρες μετά, επιστρέφοντας από κυνήγι, από καρδιακή κρίσι, μα πεθαίνει σαν άνδρας.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 27.6.1965, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Αυτό που καθιστά αυτό το βιβλίο πολύ συγκινητικό είναι η παρουσία του ίδιου του Χέμινγουαιη. Είναι ο Κάντγουελ. Σχεδόν δεν προσπαθεί να το κρύψη. Ύστερα, όλα τα μεγάλα θέματα που δημιούργησαν το έργο του συγγραφέα είναι κι’ αυτά παρόντα: το κυνήγι, ο πόλεμος, το οινόπνευμα, η αγωνία του θανάτου στη διάρκεια της ζωής… Πρόκειται για μια αποχαιρετιστήρια παρέλασι.
Το μυθιστόρημα αρχίζει με την περιγραφή ενός κυνηγιού αγριόπαπιας. Και η περιγραφή αυτή είναι τόσο ζωντανή, που δικαίως μπορεί να υποθέση κανείς ότι ένας άνθρωπος που έχει τόσο οξύ το αίσθημα της φύσεως, πρέπει να γεννήθηκε στην εξοχή. Κι’ όμως όχι. Ο Έρνεστ Χέμινγουαιη ήρθε στον κόσμο σε μια πολιτεία, και τι πολιτεία! Στο Σικάγο. Δεν ήταν όμως παρά μόνον ενός έτους όταν ο πατέρας του, που ήταν γιατρός, έπαθε «κεραυνοβόλον έρωτα»για μια τοποθεσία δίπλα σε μια λίμνη, σε απόστασι 400 χιλιομέτρων από το Σικάγο, στα βόρεια του Μίτσιγκαν. Αγόρασε εκεί ένα κτήμα κι’ έκτισε μια καλύβα από κέδρους. Σ’ αυτό το μαγευτικό περιβάλλον ο μικρός Έρνεστ ανεκάλυψε ό,τι θα αγαπούσε το περισσότερο στον κόσμο, την περιπέτεια. Δύο ετών συνώδευε τον πατέρα του στο ψάρεμα. Και το πρώτο του τουφέκι το πήρε στα ένδεκα χρόνια του από τα χέρια του παππού του, που ήταν μανιώδης κυνηγός και έμεινε ενθουσιασμένος με τον εγγονό του από την πρώτη μέρα, ανακαλύπτοντας σ’ αυτόν ταλέντο «γεννημένου σκοπευτού».
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 27.6.1965, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Στο μυθιστόρημα «Πέρα από τον ποταμό και κάτω από τα δένδρα» κάποιος ρωτά τον ήρωα, τον συνταγματάρχη Κάντγουελ: «Πόσες φορές χτυπήσατε τόσο πολύ, ώστε να χάσετε τις αισθήσεις σας και να μη θυμάστε τίποτε;» Ο συνταγματάρχης σκέφτεται λίγο και απαντά: «Καμμιά δεκαριά, λογαριάζοντας όμως και το πόλο». Και μετά προσθέτει: «Μάλλον δεκατρείς».
Ο Χέμινγουαιη διεκδικούσε ισάριθμες εγκεφαλικές διασείσεις που οφείλοντο σε πτώσεις, σε σοκ ή σε ξυλοδαρμούς. Χώρια από τα τραύματα που κέρδισε στην Ιταλία στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Διότι ο Χέμινγουαιη τον έκανε αυτόν τον πόλεμο. Ρίχτηκε στη φωτιά με τρελλόν ενθουσιασμό σε ηλικία 19 ετών και δημοσιογράφος τότε στο Κάνσας Σίτυ. Κατετάγη από αγάπη στη δημοκρατία βέβαια, και για να προασπίση τις αρχές του, μα επίσης και για να επισκεφθή τον «παλαιό κόσμο» και προπάντων για να ζήση επικίνδυνα.
Το βάπτισμα του πυρός το πήρε στις 18 Ιουλίου του 1918 στην Ιταλία: 28 θραύσματα οβίδος στο δεξί του πόδι. Έμεινε τρεις μήνες στο νοσοκομείο του Μιλάνου και δώδεκα φορές τον ξάπλωσαν στο χειρουργικό τραπέζι. Τα τραύματα αυτά σημάδεψαν τη σάρκα του, μα περισσότερο ακόμη την ψυχή του. Αργότερα έγραψε: «Ποτέ δεν επεχείρησα να ξαναπαραστήσω τον σκληρό, από εκείνη τη μοιραία νύχτα της 18ης Ιουλίου του 1918, οπότε ανακάλυψα ότι κι’ αυτό ακόμη ήταν ματαιοδοξία».
Είναι περίεργο ωστόσο που αυτό το μοναδικό τουφέκι, αυτός ο αδιόρθωτος κυνηγός της ζούγκλας, αυτός ο λάτρης των ταυρομαχιών, των σφοδρών σπορ και του ανοιχτού αέρα, στάθηκε απ’ όλους τους συγχρόνους συγγραφείς ο μόνος ίσως που περιέγραψε τις πόλεις με τόση αγάπη και τελειότητα. Εφεύρε μάλιστα κι’ έναν νέο τρόπο να τις περιγράφη μπλέκοντας με τα αιώνια πράγματα, τα μνημεία και τα τοπία, τις άμεσες εντυπώσεις του. Το Παρίσι στάθηκε το πρώτο του μοντέλο, ένα Παρίσι ακόμη φωταγωγημένο από τα φώτα της Νίκης. Το επισκέφθηκε με τη νεαρή γυναίκα του, τη Χάντλεϋ, τον Δεκέμβριο του 1921, τότε που δεν ήταν ακόμη παρά μόνο δημοσιογράφος. Εκεί ανακαλύπτει τα μικρά «μπιστρό» όπου τρως φθηνά και γνωρίζεται με άλλους Αγγλοσάξωνες συγγραφείς, την Σύλβια Μπητς, τον μυθιστοριογράφο Σέργουντ Άντερσον, τον ποιητή Έζρα Πάουντ, την Γερτρούδη Στάιν, τον Σκοτ Φιτζέραλντ. Απ’ αυτήν την αλλοπρόσαλλη ζωή βγήκε ένα από τα καλύτερα βιβλία του, «Ο ήλιος ανατέλλει ξανά», που είναι μια από τις ωραιότερες μαρτυρίες γι’ αυτό το ευτυχισμένο μεταπολεμικό Παρίσι και για τους τρελλοαμερικανούς εκείνους που η Γερτρούδη Στάιν είχε αποκαλέσει «χαμένη γενεά».
Ο αναγνώστης, άσχετα με την εντύπωση που έχει ήδη σχηματισμένη για τον Χέμινγουαιη σαν συγγραφέα και σαν άνθρωπο, δεν μπορεί να μη συγκινηθή διαβάζοντας τις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματός του «Πέρα από τον ποταμό και κάτω από τα δένδρα» και παρακολουθώντας το θάνατο του συνταγματάρχου Κάντγουελ.
Έχει εγκαταλείψει τη Βενετία. Επιστρέφει από κυνήγι. Βρίσκεται στο αυτοκίνητό του με τον σωφέρ του Τζάκσον. Ξαφνικά διατάσσει τον τελευταίο αυτόν να στρίψη σ’ έναν χωματόδρομο. Ο οδηγός απορεί, μα ο Κάντγουελ τού δηλώνει ότι ξέρει πού πηγαίνει. Στο θάνατο. Ο συνταγματάρχης έχει διαισθανθή ότι θα πάθη εγκεφαλική συμφόρησι. Μα τι σημασία έχει; Καλά κυνήγησε. Αποχαιρέτησε την αγάπη του και η αγάπη του τον αποχαιρέτησε. Είναι εν τάξει.
Δεν είναι τόσο η τέχνη του συγγραφέως που χαρίζει σ’ αυτή τη σκηνή όλο το μεγαλείο της, όσο μία ανάμνησις. Η ανάμνησις ενός άλλου θανάτου, του θανάτου του Χέμινγουαιη.
Για να τον περιγράψουμε, θα δώσουμε τον λόγο στον αδελφό του, τον Λάιτσεστερ Χεμινγουαίη:
«Την Κυριακή το πρωί, στις επτά, ο αδελφός μου επήρε την υστάτη απόφασι της ζωής του. Όπως ένας Σαμουράι μπορεί να αισθανθή ατιμασμένος από τον λόγο ή την πράξι ενός τρίτου, έτσι κι’ ο Έρνεστ αισθάνθηκε να προδίδεται απο το σώμα του. Και προκειμένου να μην του δώση την ευκαιρία να τον προδώση ακόμη χειρότερα, αυτός που είχε προικίσει τόσα άτομα μ’ αυτό που το αποκαλούσε«η τέχνη να πεθαίνης», γέμισε την πιο αγαπημένη καραμπίνα του, στήριξε την λαβή της στο πάτωμα, έσκυψε μπροστά, και το χέρι του γέρου κυνηγού κατέβηκε κατά μήκος του όπλου έως τη σκανδάλη».
*Άρθρο για τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, που έφερε τον τίτλο «Ο τελευταίος έρωτας» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 27 Ιουνίου 1965. Το κείμενο του γάλλου δραματουργού, δημοσιογράφου και συγγραφέα Guillaume Hanoteau (1908-1985) είχε δημοσιευτεί, πέραν του «Βήματος», και στο Paris Match.
Ο διάσημος αμερικανός συγγραφέας Έρνεστ Μίλερ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway) γεννήθηκε στις 21 Ιουλίου 1899 και απεβίωσε στις 2 Ιουλίου 1961.
Ο Χέμινγουεϊ, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς ολόκληρου του 20ού αιώνα, τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1954 και με το Βραβείο Πούλιτζερ το 1953.
- Τραμπ και ελληνοτουρκικά – Τι πιστεύουν οι Έλληνες, ένας πρώην διπλωμάτης των ΗΠΑ και ένας πανεπιστημιακός
- Masdar: Με όχημα την ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ σχεδιάζει off shore αιολικά και φωτοβολταϊκά 6 GW σε Ελλάδα και Ισπανία
- Διαγραφή Σαμαρά: Κάνει ζυμώσεις για κόμμα – Όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά
- Μέσω ΑΣΕΠ οι προσλήψεις στη Δημοτική Αστυνομία
- Τραμπ: Καυγάς Μασκ με δικηγόρο και συνεργάτη του νέου προέδρου
- Ο Φουκώ διαβάζει Χέγκελ