Μάτι 23 Ιουλίου 2018: Η εθνική τραγωδία και το «γιατί» που καπνίζει ακόμη…
Πέντε χρόνια μετά την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, μια τραγωδία που συγκλόνισε τον κόσμο και η κάθαρση δεν έχει επέλθει ακόμη
Η 60χρονη Μαίρη Σπυροπούλου, ενώ βρισκόταν το απόγευμα στο σπίτι της στο Μάτι, άρχισε να μυρίζει καπνούς. Όταν άνοιξε την εξώπορτα και αντίκρυσε αιωρούμενη στάχτη και καμένα δέντρα, μια εσωτερική φωνή της έλεγε να βιαστεί και να… φύγει.
Χιλιόμετρα μακριά, ο τότε πρωθυπουργός της χώρας περικυκλωμένος από αξιωματικούς και το επιτελείο του θα γίνονταν οι μοιραίοι πρωταγωνιστές σε μια από τις χειρότερες τραγωδίες της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Πέντε χρόνια μετά την τραγωδία της 23ης Ιουλίου 2018 στο Μάτι, αναζητούνται ακόμη απαντήσεις.
Η Μαίρη Σπυροπούλου ήταν μια από τους χιλιάδες ανθρώπους που παγιδεύτηκαν στις ακτές της Ανατολικής Αττικής, καθώς μια πύρινη κόλαση άρχισε να «γδύνει» ταχύτατα την επιφάνεια του εδάφους από οτιδήποτε πράσινο και όχι μόνο.
Όλα ξεκίνησαν το απόγευμα της 23ης Ιουλίου, δέκα λεπτά πριν από τις 17:00. Τότε υπήρξε ενημέρωση για καπνό κοντά στο Νταού στην Πεντέλη. Για λίγα λεπτά κάποιοι νόμιζαν ότι ο καπνός ερχόταν από την άλλη μεγάλη φωτιά που είχε προηγηθεί εκείνη την ημέρα στη Δυτική Αττική, στη Κινέτα.
Αλλά δυστυχώς, έκαναν λάθος.
Ένας 65χρονος ιδιοκτήτης κατοικίας στο Νταού Πεντέλης είχε πάρει την μοιραία απόφαση να κάψει εκείνη την ημέρα τα κλαδιά από τον κήπο του.
«Γύρω στις 18:00 βλέποντας τις ειδήσεις για τη φωτιά στη Κινέτα και μυρίζοντας τον καπνό, ανοίξαμε με την κόρη μου τη πόρτα. Και αντικρίσαμε την Κόλαση» διηγήθηκε στα Νέα Σαββατοκύριακο (Φυλλο: 22-23 Ιουλίου 2023) η Μάρη Παπαχριστοπούλου η οποία εκείνη την ημέρα βρισκόταν με την κόρη της στο σπίτι τους απολαμβάνοντας ένα τυπικό καλοκαιρινό μεσημέρι.
Αν και στην αρχή η πυρκαγιά δεν έδειχνε να είναι τόσο απειλητική, γύρω στις 17:30 ο άνεμος ισχυροποιήθηκε απότομα και άλλαξε κατεύθυνση προς τα ανατολικά, με αποτέλεσμα η πυρκαγιά να βγει γρήγορα εκτός ελέγχου.
Η φωτιά στην Πεντέλη εξαπλώθηκε με απίστευτα ταχείς ρυθμούς λόγω της ασυνήθιστα ακραίας ταχύτητας των ανέμων, καθώς οι ριπές ανέμου στο βουνό έφτασαν ως και τα 124 χιλιόμετρα την ώρα, σε συνδυασμό και με υψηλές θερμοκρασίες, κοντά στους 40 °C.
«Παίρνουμε τα κιάλια και βλέπουμε φωτιά προς Άγιο Σπυρίδωνα ή Νταού Πεντέλη» θα διηγούνταν μήνες αργότερα ο επιχειρησιακός υπάλληλος Πολιτικής Προστασίας Μάνος Τσαλιαγκός για τις πρώτες στιγμές της φωτιάς. Ειδοποιεί το κέντρο της Πυροσβεστικής αλλά, όπως αναφέρει δεν έπαιρνε απαντήσεις. «Αυτή η φωτιά δεν τελειώνει σήμερα» σκέφτεται ο κ. Τσαλιαγκός.
Στο Συντονιστικό Κέντρο δυσκολεύονται να βρουν οχήματα ή εναέριο μέσο για να συνδράμει. «Είμαστε ντιπ ξεβράκωτοι» παραδέχεται ένας από τους υπεύθυνους «δεν έχουμε μέσα να στείλουμε» αναφέρει άλλος.
Ως αποτέλεσμα, η πυρκαγιά κατέκαψε τη βόρεια πλευρά του χωριού του Νταού και κινήθηκε δια μέσου της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος, προς την ευρύτερη περιοχή της Ραφήνας, στους οικισμούς Νέος Βουτζάς αρχικά και Κόκκινο Λιμανάκι και Μάτι μετέπειτα, μέσα σε λίγα λεπτά.
Στις 17:43 αστυνομικός ενημερώνει το κέντρο επιχειρήσεων: «Στο Νέο Βουτζά εδώ υπάρχει σοβαρότατο πρόβλημα από καπνούς, δεν υπάρχει ορατότητα και δεν υπάρχουν πυροσβεστικές δυνάμεις στο σημείο να ενημερωθούν να έρθουν προς τα εδώ. (…) Κέντρο απαραιτήτως οι δυνάμεις στο Νέο Βουτζά πολλές και οι δυτικές ειδικά να ανέβουν προς τα εδώ».
«Μας βρήκε η φωτιά και αρχίσαμε να τρέχουμε προς τη θάλασσα. Η κόρη μου μπροστά και εγώ πίσω της για να την καλύψω. Και έτσι η φωτιά με βρήκε στη πλάτη. Όσο τρέχαμε με την κόρη μου και η φωτιά μας έκαιγε σκεφτόμουν «έτσι πρέπει να νιώθει κανείς όταν πεθαίνει»» λέει η Παπαχριστοπούλου.
Μέχρι τις 18:15 η φωτιά είχε φτάσει στη θάλασσα. Στις 18:18:25 αστυνομικός διαβιβάζει στον ασύρματο: «Έφτασε η φωτιά κάτω στη Μαραθώνος».
Συμβάντα Ε10…
Λίγα λεπτά αργότερα δίνεται σήμα στις αστυνομικές δυνάμεις για εκτροπές αυτοκινήτων. Η φωτιά έχει πλησιάσει σε σπίτια και ζητείται από τους αστυνομικούς να μην έρχονται αυτοκίνητα από τη Μαραθώνος. Μπορεί την Μάρη Παπαχριστοπούλου να την βρήκε η φωτιά στην πλάτη, αλλά πλέον άρχισαν να χάνονται ζωές, πολλές ζωές.
Στις 19:27:59 ένας ταραγμένος αστυνομικός που είχε αναλάβει να διακόψει την κίνηση των οχημάτων όσο η φωτιά σάρωνε το Κόκκινο Λιμανάκι και το Μάτι αναφέρει στον ασύρματο: «Έχουμε αποχωρήσει από το σημείο δεν γίνεται να κάνουμε εκτροπή κινδυνεύει η σωματική μας ακεραιότητα όλοι έχουνε σπίτια εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε εκτροπή στο σημείο θα μας πατήσουνε».
Περίπου τέσσερις ώρες αργότερα, στις 23:47:55 αστυνομικές δυνάμεις ειδοποιούνται για να μεταβούν στην οδό Πανός στο Νέο Βουτζά. Τους ενημερώνουν ότι υπάρχουν συμβάντα Ε10 από την πυρκαγιά, που σημαίνει… «ανεύρεση πτώματος».
Περιγράφοντας στα Νέα Σαββατοκύριακο (Φυλλο: 22-23 Ιουλίου 2023) ο Γιώργος Καϊρης την χειρότερη στιγμή της ζωής του, χάνοντας την αγαπημένη του σύζυγο, ανέφερε πως τους χώρισαν μόλις 30 δευτερόλεπτα. Εκείνη εγκλωβίστηκε μέσα στο σπίτι τους στον Νέο Βουτζά και εκείνος έμεινε απέξω. «Η Τάνια ζούσε για ολόκληρα 50 λεπτά χωρίς καμία βοήθεια από κανέναν».
Το μέγεθος της τραγωδίας άρχισε να γίνεται αντιληπτό από τις Αρχές μετά τις 22.15 όπως φαίνεται από τα ηχητικά της Αστυνομίας. Αστυνομικός ενημερώνει ότι στο Κόκκινο Λιμανάκι έχουν καεί γύρω στα 30 αυτοκίνητα και ότι βρίσκονται περίπου 800 άτομα εγκλωβισμένα στην παραλία.
Η κατάσταση εξελισσόταν σε τραγωδία, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας βρέθηκε στο επιχειρησιακό κέντρο της Πυροσβεστική στις 23.40. Ωστόσο, στις δηλώσεις που προχώρησε δεν έκανε καμία αναφορά σε θύματα μετά τα μεσάνυχτα.
Όμως, από τις απομαγνητοφωνήσεις στα τηλεφωνικά κέντρα και στα συστήματα επικοινωνιών της ΕΛ.ΑΣ. και της Πυροσβεστικής προκύπτει τελικώς ότι η πρώτη ενημέρωση για νεκρούς είχε υπάρξει στις 19.51 και μέχρι έως ότου ξεκινήσει η σύσκεψη είχαν μεταδοθεί σταδιακά πληροφορίες για άλλους περίπου 20 νεκρούς.
«Περί ώρα 24.00 της 23ης Ιουλίου 2018 μίλησα τηλεφωνικά με τον διευθυντή του ΕΣΚΕΔΙΚ (συντονιστικό όργανο της ΕΛ.ΑΣ.) ταξίαρχο κ. Τζεφέρη Πέτρο και την υποστράτηγο Μηνιάτη Πηνελόπη, διευθύντρια της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών» αναφέρει ο τότε αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. Κ. Τσουβάλας.
«Τους ζήτησα στο πλαίσιο επιφυλακής ετοιμότητας, που ήδη βρίσκονταν στο γραφείο τους, να πραγματοποιήσουν μία πρώτη, άτυπη κοινή προπαρασκευαστική συνάντηση συνεργατών τους για να εξετάσουν την διαδικασία που προβλέπεται για τη συγκρότηση λειτουργία της Ομάδας Αναγνώρισης Θυμάτων Καταστροφών».
Ωστόσο η κυβέρνηση αρνήθηκε.
Μήνες, μετά, ο ο πρώην υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Τόσκας που ήταν και αρμόδιος προϊστάμενος της Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος αποφάσισε να μην ενημερώσει -επί ώρες- τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα για τα πτώματα που είχαν εντοπίσει τα σώματα ασφαλείας, διότι οι πληροφορίες ήταν «ασαφείς». Προσέθεσε πως προτεραιότητα εκείνες τις ώρες ήταν η «μάχη για τους ζωντανούς».
Προσέθεσε πως προτεραιότητα εκείνες τις ώρες ήταν η «μάχη για τους ζωντανούς».
Οι ευθύνες… γόρδιος δεσμός
Προχωρώντας τα χρόνια δίνεται η εντύπωση ότι δεν λειτούργησε κανένας κρατικός φορέας, από το επίπεδο του Μεγάρου Μαξίμου, μέχρι την Πυροσβεστική και την Αστυνομία.
Πράγματι, τον Οκτώβριο του 2018, δηλαδή δύο περίπου μήνες μετά, στην έκθεση που συνέταξε ο αξιωματικός της Πυροσβεστικής, Δημήτρης Λιότσος με εντολή του εισαγγελέα Πρωτοδικών, αποτυπωνόταν ο πλήρης αιφνιδιασμός των Αρχών.
«Ο κρατικός μηχανισμός αιφνιδιάστηκε από τη γρήγορη εξέλιξη της πυρκαγιάς, με αποτέλεσμα να προκληθούν δυσλειτουργίες στο επιχειρησιακό σκέλος, καθώς και έλλειψη επαρκούς επικοινωνίας των εμπλεκόμενων φορέων κατά τη διαχείριση της κρίσης. Η μη έγκαιρη εντολή για οργανωμένη απομάκρυνση του πληθυσμού στέρησε τη δυνατότητα ασφαλούς διαφυγής των μόνιμων κατοίκων και επισκεπτών της περιοχής», ανέφερε στα συμπεράσμά της.
Από τις απομαγνητοφωνήσεις στα τηλεφωνικά κέντρα και στα συστήματα επικοινωνιών της ΕΛ.ΑΣ. και της Πυροσβεστικής προκύπτει ότι επικράτησε σύγχυση στα στελέχη του μηχανισμού δασοπυρόσβεσης.
Ανάμεσα στις έγγραφες εξηγήσεις των υπηρεσιακών παραγόντων, ήταν και εκείνη του τότε αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. που ανέφερε ότι «σε κανένα χρονικό σημείο κατά το διάστημα που οι αστυνομικές δυνάμεις επιχειρούσαν στην πληγείσα περιοχή δεν διαβιβάστηκε άμεσα ή έμμεσα από το Πυροσβεστικό Σώμα ή τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας πληροφορία που ν’ αφορούσε την ένταση, την κατεύθυνση, το επίπεδο επικινδυνότητας και, τέλος, τον έλεγχο ή μη της πυρκαγιάς από τις δυνάμεις του Πυροσβεστικού Σώματος. Επιπλέον αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. που βρίσκονταν επί τόπου σημείωναν ότι «δεν είδαν κανέναν αξιωματικό της Πυροσβεστικής να βρίσκεται στο πύρινο μέτωπο».
Ωστόσο, ευθύνες για το άνευ προηγουμένου κομφούζιο φαίνεται να φέρει και η ΕΛΑΣ. Από το πόρισμα Λιότσου προκύπτει ότι η διαχείριση της κυκλοφορίας -αρμοδιότητας ΕΛ.ΑΣ.- οδήγησε μεγάλο όγκο αυτοκινήτων στον κεντρικό παραλιακό δρόμο του Ματιού, αλλά και στις φραγμένες από αυτοκίνητα κάθετες διόδους, προκαλώντας κυκλοφοριακή συμφόρηση εξαιτίας πανικού των παρευρισκόμενων στην περιοχή.
Η ίδια Επιτροπή Γκολντάμερ που έφτιαξε η κυβέρνηση λίγους μήνες μετά την τραγωδία, -αρχές 2019-ξεγύμνωσε την απουσία ενός εθνικού επιστημονικού, συντονιστικού φορέα για τον σχεδιασμό πολιτικής και στρατηγικής για την προστασία των δασών από τις πυρκαγιές ο οποίος να συνδέεται με την επιχειρησιακή πράξη.
Φώτισε την έλλειψη ενιαίου Εθνικού Σχεδίου Προστασίας από τις πυρκαγιές δασών και υπαίθρου το οποίο να ολοκληρώνει τις αρμοδιότητες και το ρόλο όλων των εμπλεκόμενων φορέων στα θέματα της διαχείρισης των πυρκαγιών. Επίσης, αποκαλύφθηκε η διάσπαση του ολοκληρωμένου σχεδιασμού της διαχείρισης των πυρκαγιών σε απομονωμένες και ασύνδετες δράσεις είτε πρόληψης είτε καταστολής, δημιουργώντας συντεχνιακά και υπηρεσιακά «σιλό».
Μεταξύ άλλων φάνηκε η έλλειψη κλίματος και πνεύματος συνεργασίας ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς και υπηρεσίες και ιδιαίτερα μεταξύ Πυροσβεστικού Σώματος και Δασικής Υπηρεσίας.
Οι στρεβλώσεις άγγιξαν ακόμα και το ΕΚΑΒ. Ο τότε πρόεδρος του ΕΚΑΒ, Κώστας Καρακατσιανόπουλος την στιγμή της τραγωδίας βρισκόταν σε άδεια, και σύμφωνα με πηγές αρνήθηκε να επιστρέψει ενόσω βρισκόταν σε εξέλιξη η πυρκαγιά.
Αν υπήρξε εκκένωση θα γλίτωναν;
Εφόσον φαινόταν ότι η πυρκαγιά ήταν ανεξέλεγκτη το επόμενο επίμαχο ερώτημα είναι εάν μπορούσε να διαταχθεί η εκκένωση της περιοχής έγκαιρα. Στη σελ. 21 της έκθεσης Λιούτσου αποκαλύπτεται πως δόθηκε εντολή για εκκένωση των κατασκηνώσεων του Αγίου Ανδρέα. Εκκενώθηκε και το Λύρειο. Αλλά δεν δόθηκε εντολή για τις υπόλοιπες περιοχές.
Σύμφωνα με το πόρισμα ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα, «η μη έγκαιρη εντολή για οργανωμένη απομάκρυνση του πληθυσμού στέρησε τη δυνατότητα ασφαλούς διαφυγής των μόνιμων κατοίκων και των επισκεπτών της περιοχής».
Όπως υπολογίζεται χαρακτηριστικά με μέσο όρο άνετου βαδίσματος τα 80m/min η απόσταση που καλούνταν να καλύψουν από τη Λ. Μαραθώνος έως και την ακτογραμμή για την ασφαλή διαφυγή τους είναι περίπου 1 χλμ, δηλαδή 15 με 20 λεπτά άνετου βαδίσματος.
Το ίδιο πιστεύει και ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή καθηγητής Κώστας Συνολάκης. Σε άρθρο του στα Νέα Σαββατοκύριακο στις 22 Ιουλίου 2023 υποστήριξε πως σύμφωνα με υπολογιστικά μοντέλα η απομάκρυνση πεζη των κατοίκων προς την ακτή μπορούσε να είχε ολοκληρωθεί σε χρόνο από 57 έως 83 λεπτά, ξεκινώντας από τον Νέο Βουτζά. Από το Μάτι, η εκκένωση προς τη θάλασσα μπορούσε να είχε γίνει σε περίπου 30 λεπτά. «Θα έπρεπε να σκεφτούν ότι εφόσον δεν υπήρχαν διαθέσιμα εναέρια μέσα θα έπρεπε άμεσα να δώσουν εντολή απομάκρυνσης των κατοίκων της περιοχής».
Την πεποίθηση πως η έγκαιρη εκκένωση του οικισμού θα αποδεικνυόταν σωτήρια για δεκάδες ανθρώπους που κάηκαν από ανθρώπινο λάθος και κακό συντονισμό όντας κυριολεκτικά ανυπεράσπιστοι από τη λαίλαπα της φωτιάς στο Μάτι, επανέλαβε τον Μάρτιο του 2023 στην κατάθεσή του ο δικαστικός πραγματογνώμονας Δημήτρης Λιότσιος.
Ωστόσο, για κάποιους άλλους επιστήμονες τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα. Ο καθηγητής Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του ΟΑΣΠ Ευθύμης Λέκκας είχε υποστηρίξει το 2019 ότι η απομάκρυνση των πολιτών είναι ένα τεράστιο θέμα, για το οποίο θα πρέπει να έχουν γίνει δεκάδες προεργασίες πριν. «Δεν είναι εύκολη υπόθεση και δεν μπορούμε να ξέρουμε την αποτελεσματικότητα της απομάκρυνσης. Στο Μάτι π.χ. δεν υπήρχε αποτύπωση ούτε του πολεοδομικού ιστού, ούτε της καύσιμης ύλης, ούτε της τρωτότητας των κατασκευών» είχε δηλώσει.
«Η έγκαιρη εκκένωση θα μπορούσε να έχει χιλιάδες νεκρούς, αν γινόταν κάτω από διαφορετικές συνθήκες ή αν άλλαζε ο αέρας. Η μελέτη που κάναμε για όλους όσους πέθαναν τότε, δείχνει ότι τελικά για τυχαίους λόγους πέθαναν όσοι πέθαναν και για τυχαίους λόγους σώθηκαν όσοι σώθηκαν. Δεν σώθηκαν μέσα από μια οργανωμένη διαδικασία. Για να γινόταν μια οργανωμένη διαδικασία, έπρεπε να είχε υπάρξει μια ανάλυση κινδύνων της περιοχής, που δεν την είχαμε. Έπρεπε να είχαμε ανάλυση των δεδομένων όπως εξελίσσονταν εκείνη τη στιγμή, ανθρώπους εκπαιδευμένους στην εκκένωση, χώρους συγκέντρωσης κ.α. Δεν είναι κάτι τόσο εύκολο, όσο λέγεται».
Η Δίκη και ο κίνδυνος παραγραφής
Σχεδόν 4,5 χρόνια μετά από την τραγωδία στο Μάτι, ξεκίνησε η δίκη για τους 21 κατηγορούμενους –μεταξύ των οποίων η πρώην περιφερειάρχης Αττικής Ρένα Δούρου, στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης, της Πολιτικής Προστασίας, της Πυροσβεστικής, καθώς και ο ηλικιωμένος που έκαψε ξερόχορτα στο Νταού Πεντέλης και προκάλεσε αυτή την καταστροφή.
Αν και ο ανακριτής της υπόθεσης, όπως και το πρώτο δικαστικό συμβούλιο που επιλήφθηκε της υπόθεσης, είχαν τη γνώμη ότι κάποιοι από τους κατηγορούμενους θα πρέπει να παραπεμφθούν για κακούργημα, το βούλευμα με το οποίο παραπέμφθηκαν κατέληξε σε πλημμελήματα για το θάνατο των 104 ανθρώπων.
Έτσι δικάζονται για ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή δια παραλείψεως από υπόχρεους και μη, αλλά και της πρόκλησης σωματικών βλαβών κατά συρροή.
Η δίκη όμως ήδη έχει κλείσει πάνω από οκτώ μήνες, καθώς πέρα από τους 21 κατηγορούμενους και τους πάνω από 200 μάρτυρες, έπρεπε να κατατεθούν στο δικαστήριο τα έγγραφα και τις συνομιλίες μεταξύ των κέντρων επιχειρήσεων.
Ωστόσο, η διαδικασία μετά από οκτώ και πλέον μήνες διακόπηκε προκειμένου το δικαστήριο να διαβιβάσει στη Βουλή αίτημα για άρση ασυλίας της Ρένας Δούρου, που με βάση το Σύνταγμα συνιστά αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου η τακτική δικαιοσύνη να κρίνει μέλος του Κοινοβουλίου.
Έτσι, η διαδικασία θα συνεχιστεί στις 24 Ιουλίου υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι θα έχει εκδοθεί η σχετική απόφαση της Βουλής σε διαφορετική περίπτωση θα δοθεί νέα δικάσιμο.
Αυτό, όπως αναφέρει και σε ρεπορτάζ η Μίνα Μουστάκα, πρακτικά σημαίνει ότι η πολύπαθη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι με τους 104 νεκρούς και τους 32 εγκαυματίες θα καθυστερήσει ακόμα περισσότερο ενώ συμπληρώθηκαν πέντε χρόνια και δεν έχει ακόμα εκδοθεί απόφαση σε πρώτο βαθμό.
Εξέλιξη για την οποία δεν έχει ευθύνη το παρόν δικαστήριο το οποίο έχει …τρέξει την υπόθεση αναγνωρίζοντας εκ των προτέρων τις αντικειμενικές δυσκολίες καθώς και τον ορατό κίνδυνο της παραγραφής σε επόμενους βαθμούς κρίσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η εκλογή της Ρένας Δούρου στο Κοινοβούλιο εκ των πραγμάτων θα έχει ανάλογη επίπτωση και στη δεύτερη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι που αφορά τους εγκαυματίες, οι οποίοι δεν είχαν συμπεριληφθεί στον αρχικό κατάλογο των παθόντων.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις