100 χρόνια ισχύος της Συνθήκης της Λωζάνης
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να εξετασθεί η Συνθήκη της Λωζάνης, αυτή η Συνθήκη-ορόσημο. Ο χειρότερος, είναι ο συναισθηματικός.
Συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από την υπογραφή στη Λωζάννη της Ελβετίας της ομώνυμης Συνθήκης, η οποία έκτοτε αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο και θεμελιώδες νομικό, πολιτικό και ηθικό στήριγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε ό,τι αφορά τις δύσκολες διμερείς μας σχέσεις με την εξ Ανατολών γείτονα Τουρκία.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να εξετασθεί αυτή η Συνθήκη-ορόσημο. Ο χειρότερος, είναι ο συναισθηματικός.
Η ψυχρή ανάγνωση του μακροσκελούς κειμένου καθώς και των συνοδευτικών πρωτοκόλλων, δηλώσεων και συμβάσεων που αντίστοιχα υπεγράφησαν από μεταβλητό αριθμό ενδιαφερομένων χωρών, είναι αποκαλυπτική.
Η Συνθήκη ρυθμίζει σειρά θεμάτων μεταξύ επτά χωρών που ανήκαν στο στρατόπεδο των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ελλάδα, Ρουμανία, Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων) και της ηττημένης Τουρκίας ως διαδόχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τα ζητήματα είναι διεθνή πολιτικά όπως διευθετήσεις συνόρων στο νότιο τμήμα της Τουρκίας αλλά και προς τα Βαλκάνια ή το Αιγαίο, πληθυσμιακά-δημογραφικά, οικονομικά-δημοσιονομικά και άλλα.
Κρίσιμη πτυχή στην ομαλή γειτονική συμβίωση Ελλάδας – Τουρκίας
Το συναισθηματικό κομμάτι που προαναφέραμε αφορά κυρίως δύο από τους συμβαλλομένους. Τη χώρα μας και την Τουρκία. Κατά τούτο αποτελεί κρίσιμη πτυχή στην ομαλή γειτονική συμβίωση των λαών και τον τρόπο που ο καθένας αντιλαμβάνεται διαχρονικά τις επιπτώσεις της Συνθήκης.
Μολαταύτα, η συμφωνία απέδιδε αντικειμενικά την ιστορική πραγματικότητα η οποία για τους καλόπιστους εξακολουθεί να ισχύει σε όλα τα κύρια σημεία που κάλυπτε το κείμενο.
Για την Τουρκία αποτελούσε μεν το θλιβερό τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και την απαρχή μιας συντεταγμένης δυτικότροπης δημοκρατίας, ενός σύγχρονου έθνους όπως το οραματιζόταν ο εμπνευστής του Κεμάλ Ατατούρκ.
Αντίστοιχα για την Ελλάδα απέδιδε την σχεδόν οριστική γεωγραφική της μορφή (με την προσθήκη αργότερα των Δωδεκανήσων) και έθετε τέλος στις μεγαλο-ιδεατικές περιπέτειες που είχαν πρόσφατα προκαλέσει βαθύ τραύμα στο έθνος. Ο υπογράφων τη Συνθήκη Ελευθέριος Βενιζέλος εκ μέρους της επαναστατικής τότε Επιτροπής των Αθηνών, είχε αντιληφθεί πλήρως την αδήριτη πραγματικότητα.
Στο πλαίσιο αυτό η Συνθήκη της Λωζάννης δύναται να θεωρηθεί η απαρχή μιας ομαλότερης εξέλιξης της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, η οποία έκτοτε βασισμένη στις προβλέψεις της πορεύεται με γνώμονα την ειρήνη, τη σταθερότητα και τον σεβασμό των υφισταμένων Συμφωνιών και του Διεθνούς Δικαίου.
Η σημασία για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις
Ας θυμηθούμε όμως γιατί η Συνθήκη είναι τόσο σημαντική ως προς τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις:
Μαζί με το Πρωτόκολλο Ανταλλαγής Πληθυσμών που προηγήθηκε τον Ιανουάριο του 1923, τα βασικότερα σημεία ενδιαφέροντος για τη χώρα μας αφορούσαν τέσσερα κύρια ζητήματα:
-Τα χερσαία σύνορα στον Έβρο (άρθρο 2)
-Το καθεστώς των νήσων στο Βόρειο Αιγαίο(άρθρα 12-13), αλλά και εκείνο των Δωδεκανήσων ως προς την Ιταλία (άρθρο15) και ως προς την Κύπρο με την Βρετανία (άρθρο 20)
-Επικύρωση του ως άνω προηγηθέντος Πρωτόκολλου ανταλλαγής πληθυσμών και τέλος,
-Πρόβλεψη με μια σειρά άρθρων (37-45) για τον ορισμό και την προστασία των δικαιωμάτων των εκατέρωθεν θρησκευτικών μειονοτήτων.
Ας μην λησμονούμε όμως και τον πολυμερή χαρακτήρα της Συνθήκης η οποία ταυτόχρονα καθόριζε το ζήτημα της διεθνούς διέλευσης από τα Στενά με χωριστή Σύμβαση, κάτι που μετά και την αναθεώρηση της Συνθήκης του Μοντρέ του 1936, υπεισέρχεται τα τελευταία χρόνια συχνά στις ελληνο-τουρκικές διαφορές περί του «καθεστώτος αφοπλισμού νήσων του Αιγαίου».
Το γεγονός ότι η Συνθήκη παραμένει ισχυρή επί έναν αιώνα φανερώνει τουλάχιστον ότι οι γενικές διατάξεις και οι επιμέρους ρυθμίσεις της αφήνουν ικανοποιημένα όλα τα συμβαλλόμενα μέρη.
Επιπλέον, μεταγενέστερες ρυθμίσεις όπως η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947 που καθόρισε το καθεστώς των Δωδεκανήσων, οι αεροναυτικές συμφωνίες στη δεκαετία του 1930 και οι διεθνείς συμβάσεις του 1958 περί Υφαλοκρηπίδας και Διεθνούς Δικαίου της Θαλάσσης του 1982, συμπληρώνουν τα διεθνώς συμφωνηθέντα και ισχύοντα στο γενικότερο πλαίσιο των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.
Εάν όμως όλα αυτά είναι σαφή και δεν χωρούν αμφισβήτηση, πού οφείλεται η σωρεία ενστάσεων και διεκδικήσεων της Τουρκικής πλευράς ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια;
Η γειτονική χώρα έφθασε να θέτει εν αμφιβόλω θεμελιώδεις διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν όχι μόνο το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης ορισμένων νήσων του Αιγαίου (τις οποίες μάλιστα θέτει συλλήβδην στο ίδιο καθεστώς αν και ανήκουν σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες βάσει των προβλεπόμενων στις αντίστοιχες Συνθήκες Λωζάνης, Μοντρέ ή Παρισίων) αλλά και το ίδιο το δικαίωμα κυριαρχίας της Ελλάδος επ’ αυτών.
Γνωστή είναι και μια σειρά άλλων παράλογων Τουρκικών ερμηνειών που αφορούν «γκρίζες ζώνες πολυάριθμων νησίδων» ενώ άλλα λέει φυσικά το ξεκάθαρο άρθρο 12 της Λωζάνης, ή τις δήθεν καταπατήσεις δικαιωμάτων μουσουλμάνων στη Θράκη.
Κοντολογίς επανερχόμαστε στην αρχική μας επιφύλαξη περί «συναισθηματισμών».
Η Συνθήκη της Λωζάνης είναι ένα ισχυρό διεθνές κείμενο με νομική αρτιότητα και πολιτική ενόραση που ρύθμιζε ρεαλιστικά και κατά τον βέλτιστο τρόπο στο πλαίσιο των ισχυόντων της εποχής, μια σειρά ακανθώδη ζητήματα που ταλάνιζαν χώρες της νοτιοανατολικής Μεσογείου και ορισμένες από τις τότε μεγαλύτερες δυνάμεις στη νέα πραγματικότητα που προέκυπτε από τη μετάβαση εκ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Δημοκρατία της Τουρκίας.
Κατά τούτο δεν επιδέχεται ερμηνείες που ευθέως παραπέμπουν σε αναθεωρητισμούς και νέο-επεκτατικές βλέψεις ανατρέποντας κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και ισορροπίας αλλά και της ίδιας της λογικής.
Περιστασιακά και με αφορμή είτε το πάντα δισεπίλυτο Κυπριακό, τις μονόπλευρες διώξεις ομογενών κυρίως από την Πόλη στις δεκαετίες 1950-1970, τον έλεγχο αεροναυτικών περιοχών καθώς και μεταγενέστερες τεχνολογικές ανακαλύψεις περί εξορύξεων υποθαλάσσιων κοιτασμάτων, η Τουρκία επιδίδεται σε μια εκστρατεία απαξίωσης της Συνθήκης της Λωζάνης την οποία άλλωστε επανειλημμένα παραβίασε όχι μόνο στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, αλλά και με αλλεπάλληλες εισβολές στα νότια σύνορά της προς Συρία και Ιράκ με πρόσχημα την αντιμετώπιση του ΠΚΚ.
Σχετικά πιο πρόσφατα είναι τα εφευρήματα περί «Γαλάζιας Πατρίδας» και «Τουρκίας της καρδιάς μας» που αναπαράγονται σωρηδόν στη γείτονα, σε μια προσπάθεια επίμονης αυθυποβολής σε κραυγαλέες ανακρίβειες και αντιφάσεις.
Η Τουρκία μεταπολεμικά μέσω της ένταξής της στο ΝΑΤΟ το 1952 και την προσέγγιση, και με δική μας στήριξη, στο Ελσίνκι το 1999 προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, λογικά θα έπρεπε να χαμηλώσει τους τόνους απέναντι σε μια σύμμαχο και πιθανώς μελλοντικό ευρωπαίο της εταίρο.
Αντιθέτως προτίμησε ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, να επιδοθεί λόγω νέου προσανατολισμού της γενικότερης πολιτικής της προς τον όψιμο μεγαλο-ιδεατισμό και νέο-οθωμανισμό, σε μια επιθετική ρητορική και πρακτική διεκδικήσεων και προκλήσεων (αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, αυθαίρετη χάραξη θαλασσίων αποκλειστικών οικονομικών ζωνών στη Μεσόγειο, εργαλειοποίηση μεταναστευτικών ροών εν είδει υβριδικού πολέμου, επιθετική διεκδίκηση δικαιοδοσίας επί εναερίων περιοχών, επεκτατικά βήματα στην Κύπρο με πλήρη περιφρόνηση των Αποφάσεων του ΟΗΕ). Μέσα απ’ όλα αυτά, στην ουσία θέτει εν αμφιβόλω θεμελιώδεις διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάννης.
Ευχής έργο θα ήταν μετά την πρόσφατη επανεκλογή της μακροημερεύουσας ηγεσίας στη γείτονα χώρα, να υπάρξει επιτέλους μια αίσθηση λογικής και μετριοπάθειας.
Τούτο αποτελεί αναγκαιότητα εν όψει της αύξουσας διεθνούς αστάθειας που προκάλεσε η απαράδεκτη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία (όπου αξιοπρόσεκτη είναι και η αμφιλεγόμενη στάση της Τουρκίας) αλλά και των έντονων οικονομικών, κοινωνικών και δημογραφικών αναταράξεων που προκαλεί η ραγδαία κλιματική αλλαγή ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Η Νοτιοανατολική Ευρώπη δεν αντέχει πρόσθετες εντάσεις που παραπέμπουν σε παρελθόντες αιώνες αδιέξοδων εθνικισμών.
Η ελληνική πλευρά επανειλημμένα και σε ανώτατο επίπεδο πρόσφατα, έδωσε απτά δείγματα ρεαλισμού και καλής θέλησης ώστε να υπάρξουν με τρόπο μεθοδικό, θαρραλέο και αποτελεσματικό βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση της συνεννόησης και, γιατί όχι, επίλυσης υπαρκτών προβλημάτων (κι όχι σειράς εφευρημάτων που ανασύρονται ταχυδακτυλουργικά ώστε να χρησιμοποιηθούν ως έρμα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων) τα οποία ταλανίζουν τις δύο χώρες επί δεκαετίες.
Σε μια τέτοια εποικοδομητική πορεία των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, η εκατοντούτης πλέον Συνθήκη της Λωζάννης αποτελεί πυξίδα προς την ορθή κατεύθυνση.
* Ο Σπύρος Λαμπρίδης, πρέσβης ε.τ, έχει διατελέσει επικεφαλής της ελληνικής μόνιμης αποστολής στο ΝΑΤΟ
- Συνελήφθη ο Νίκος Ρωμανός για την έκρηξη στους Αμπελόκηπους
- Ιστορική απόφαση Μπάιντεν για ATACMS – Μπορούν να γυρίσουν το «παιχνίδι» στην Ουκρανία;
- Αλντερβάιρελντ: «Είχα κρίσεις πανικού, νόμιζα ότι θα πεθάνω»
- Τασουλάς: Τιμωρητικός και εκδικητικός πατριωτισμός είναι υποκρισία & βαρβαρότητα -Δεν αναφερόμουν στον Σαμαρά
- «Βόμβα» στην Euroleague: «Τέλος από τη Μονακό ο Ομπράντοβιτς»
- Stoiximan GBL: MVP της 7ης αγωνιστικής ο Καραγιαννίδης