Καθώς οι ημέρες, οι εβδομάδες και οι μήνες κυλούσαν, η Μικρασιατική Καταστροφή άρχισε να καλύπτεται από άλλες εξελίξεις και να περνά στη θέση του ιστορικού γεγονότος.

Η επακολουθήσασα δίκη και εκτέλεση των Έξι, στις 15 Νοεμβρίου 1922, αποτέλεσε αναμφίβολα ένα σημαντικότατο ορόσημο στην εν λόγω περίοδο, αλλά και στη νεότερη ελληνική ιστορία.


Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και η προσοχή της επαναστατικής κυβέρνησης επικεντρώνονταν πλέον αφενός στην ανασυγκρότηση του στρατού και αφετέρου στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων του πολέμου τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό.

Η επαναστατική κυβέρνηση είχε αντικαταστήσει ήδη από τις 19 Σεπτεμβρίου 1922 το διοικητή της Στρατιάς Θράκης, αντιστράτηγο Πολυμενάκο, με τον αντιστράτηγο Κώστα Νίδερ, ενώ είχε δώσει εντολή για την ανασύνταξη των σχηματισμών και για διάφορες αλλαγές στη συγκρότηση των μονάδων, ενόψει του κινδύνου να πραγματοποιηθούν οι απειλές του Κεμάλ για προώθησή του στη Θράκη και εκδίωξη των Ελλήνων από την περιοχή.

Παράλληλα, η Ελλάδα προσκλήθηκε στη διάσκεψη που συγκλήθηκε από τους Συμμάχους στις 20 Σεπτεμβρίου στα Μουδανιά, με σκοπό την υπογραφή συνθήκης ανακωχής.


Το κείμενο της συναφθείσης συνθήκης (11 Οκτωβρίου 1922), που υποχρέωνε την Ελλάδα να αποσύρει το στρατό της δυτικά του Έβρου (στην Ανατολική Θράκη θα υπήρχε προσωρινή διασυμμαχική κατοχή, μέχρι την εγκατάσταση τουρκικής διοίκησης και χωροφυλακής), σήμανε –μετά το ουσιαστικό– και το τυπικό τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας.

Όμως, τα συμφωνηθέντα στα Μουδανιά δεν αρκούσαν για την τακτοποίηση όλων των θεμάτων, ούτε και συνιστούσαν εγγύηση για τη διατήρηση της ανακωχής.


Το κτίριο όπου υπεγράφη η Ανακωχή των Μουδανιών στις 11 Οκτωβρίου 1922

Έτσι, άρχισε μια μεγάλη διπλωματική προσπάθεια της Ελλάδας για μια πιο συγκεκριμένη, πιο πλήρη και πιο δεσμευτική συμφωνία.

Παράλληλα, η επαναστατική κυβέρνηση ζήτησε από τους Συμμάχους να ενταχθεί και ο ελληνικός στόλος στον Συμμαχικό, ώστε να αναληφθεί από κοινού η φύλαξη των Στενών και η επιτήρηση της εκτέλεσης της Συνθήκης των Μουδανιών από τους Τούρκους.

Συνθήκη της Λωζάννης: Τα προηγηθέντα – Το παρασκήνιο

Οι Σύμμαχοι αρνήθηκαν και κάλεσαν τους τούρκους ηγέτες στη Λωζάννη της Ελβετίας, προκειμένου να υπογραφεί μια συμφωνία που θα αποκαθιστούσε τη χώρα τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ασφαλώς προς ζημίαν των Ελλήνων.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετέβη στη Λωζάννη γνωρίζοντας τις προθέσεις των Συμμάχων και την απόρριψη του αιτήματος για την ένταξη του ελληνικού στόλου στον Συμμαχικό.

Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 8 Νοεμβρίου 1922, με τη συμμετοχή αντιπροσώπων της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ρωσίας, της Αμερικής, της Ιαπωνίας, της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και του Βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων.


Η τουρκική αδιαλλαξία έγινε φανερή εξαρχής. Στις 12 Νοεμβρίου ο Ισμέτ πασάς, αντιπρόσωπος της Τουρκίας, ζήτησε την αυτονόμηση της Ίμβρου, της Τενέδου, της Σαμοθράκης, της Λέσβου, της Χίου, της Σάμου και της Ικαρίας.

Λίγο αργότερα ρυθμίστηκε το ζήτημα της ανταλλαγής αιχμαλώτων. Όμως, οι Τούρκοι φάνηκαν και πάλι αδιάλλακτοι στο θέμα της ανταλλαγής πληθυσμών, ζητώντας την υποχρεωτική (και όχι εκούσια) αποχώρηση ολόκληρου του ελληνικού πληθυσμού της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένων των πληθυσμών της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, καθώς και την αποχώρηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την Πόλη.


Η ελληνική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη, με καθιστούς, από αριστερά, τους Δημ. Κακλαμάνο, Ελ. Βενιζέλο, Ανδρ. Μιχαλακόπουλο και Αλ. Μαζαράκη (πηγή: Ιστορικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου)

Ύστερα από συζητήσεις που διήρκεσαν ένα μήνα, συμφωνήθηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, ελληνικών και τουρκικών, εκτός απ’ αυτούς της Κωνσταντινούπολης και της Δυτικής Θράκης, ενώ αποσύρθηκε το αίτημα της Τουρκίας για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, κατόπιν πιέσεων της Μεγάλης Βρετανίας και των βαλκανικών κρατών.

Η υπογραφή των δύο συμφωνιών για την ανταλλαγή αιχμαλώτων και πληθυσμών σηματοδότησε τον τερματισμό των εργασιών της συνδιάσκεψης.

Ορίστηκε νέα σύνοδος για τις 4 Φεβρουαρίου 1923, προκειμένου να υπογραφούν οι συνθήκες ειρήνης επί τη βάσει ενός ήδη διαμορφωμένου Συμμαχικού σχεδίου. Όμως, η νέα σύνοδος διαλύθηκε την ίδια κιόλας ημέρα, καθώς ο Ισμέτ πασάς προέβαλε νέες απαιτήσεις, με κυριότερη την καταβολή αποζημίωσης πολλών εκατομμυρίων χρυσών λιρών από ελληνικής πλευράς.

Ακολούθησε ένας κύκλος ανεπίσημων διασκέψεων και συζητήσεων μεταξύ των αντιπροσώπων.



Ο Βενιζέλος, ενόσω προέβαινε σε επιδέξιους διπλωματικούς ελιγμούς, πληροφορήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση ότι τα στρατεύματά της στη Θράκη ήταν έτοιμα για μια νέα πολεμική αναμέτρηση, καθώς και ότι έπρεπε να ασκήσει πιέσεις για τη σύναψη μιας συμφωνίας, ώστε να μην αναγκαστεί η ελληνική πλευρά να προβεί σε καταγγελία της Συνθήκης των Μουδανιών.

Ο Ισμέτ επέμενε στις απόψεις του για τις αποζημιώσεις, τονίζοντας ότι θα τον πετροβολούσαν στην Άγκυρα, εάν υποχωρούσε χωρίς ανταλλάγματα.


Η τουρκική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη

Στο μεταξύ, ο Βενιζέλος κατόρθωσε να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Άγγλων, των Σέρβων και των Ρουμάνων στο εν λόγω ζήτημα.

Ήταν πλέον 23 Ιουλίου 1923. Οι δύο άνδρες είχαν μια μακρά συνομιλία. Ο Βενιζέλος ήταν ορμητικός και αποφασιστικός, μίλησε δε απερίφραστα για το ενδεχόμενο άμεσης επανάληψης των εχθροπραξιών.

Ο Ισμέτ αντελήφθη το νόημα της συζήτησης σαν ένα «υπογράψτε ή μπαίνουμε».


Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπογράφει τη Συνθήκη της Λωζάννης (πηγή: Ίδρυμα Ιστορίας Ελευθερίου Βενιζέλου)

Αισθάνθηκε απομονωμένος. Ίδρωσε. Χλώμιασε. Και υποχώρησε.


Ο Ισμέτ πασάς υπογράφει τη Συνθήκη της Λωζάννης

Η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης

Έτσι, γύρω στις 3:30 μ.μ. της 24ης Ιουλίου 1923, ημέρα Τρίτη, υπεγράφη η συμφωνία που έμεινε στην ιστορία ως η Συνθήκη της Λωζάννης.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 25.7.1923, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η εν λόγω συνθήκη ειρήνης (συνομολογήθηκε μεταξύ της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Ελλάδας, της Ρουμανίας και του Βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων αφενός και της Τουρκίας αφετέρου) αποτελείται από 143 άρθρα, μαζί με κείμενα συναφών συμβάσεων και πρωτοκόλλων.

Μετά την υπογραφή της συνθήκης αρχικά από τους Τούρκους (υπέγραψαν με χρυσή πένα οι Ισμέτ πασάς, Ριζά Νουρ μπέης και Χασάν μπέης) και ακολούθως από αντιπροσώπους των ξένων δυνάμεων (Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Ιαπωνίας) ήλθε η σειρά της ελληνικής αντιπροσωπείας. Μέσα σε άκρα σιγή και κλίμα καταφανούς συγκινήσεως κλήθηκαν να υπογράψουν τη συναφθείσα συμφωνία οι Ελευθέριος Βενιζέλος (ως πρώην πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου) και Δημήτριος Κακλαμάνος (ως πληρεξούσιος υπουργός στο Λονδίνο).

Ο Βενιζέλος υπέγραψε βαρύθυμα. Ήταν χλωμός, αλλά και πολύ ψύχραιμος. Έθεσε δεκαεπτά υπογραφές χωρίς να προφέρει καμία λέξη, ενώ οι τούρκοι αντιπρόσωποι τον παρατηρούσαν σοβαροί και σιωπηλοί.

Μετά τους έλληνες αντιπροσώπους υπέγραψαν εκείνοι των βαλκανικών κρατών, και η όλη τελετή ολοκληρώθηκε γύρω στις 4:00 μ.μ.

Ελευθέριος Βενιζέλος: Βαθιά μελαγχολία αλλά και συγκρατημένη αισιοδοξία

Την επομένη της υπογραφής της συνθήκης ειρήνης στη Λωζάννη η εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» δημοσίευσε επείγουσα ανταπόκριση του Γεωργίου Συριώτη, με δηλώσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον ίδιον μετά τη σύναψη της ιστορικής συμφωνίας. Στην εν λόγω ανταπόκριση διαβάζουμε τα εξής:


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 25.7.1923, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο κ. Βενιζέλος μοι εδήλωσεν απόψε τα ακόλουθα:

«Με ερωτάτε ποία είνε η εντύπωσίς μου εκ της υπογραφής της ειρήνης. Πώς να σας κρύψω την βαθείαν μελαγχολίαν με την οποίαν υπογράφω την συνθήκην της Λωζάννης, δι’ ης οριστικώς καταργείται η συνθήκη των Σεβρών; Εν τούτοις υπέγραψα με την συναίσθησιν ότι προσφέρω υπηρεσίαν εις την χώραν. Ηττήθημεν. Και μετά την πλήρη διπλωματικήν απομόνωσιν εις ην περιήλθομεν διά της πολιτικής η οποία ωδήγησεν εις την ήτταν, η επανάληψις του πολέμου ηδύνατο να οδηγήση εις πλήρη όλεθρον της Ελλάδος. Ενώ διά της θαυμαστής αναδιοργανώσεως του στρατού, την οποίαν κατώρθωσεν η Επανάστασις, επετύχομεν ειρήνην επιτρέπουσαν εις το Έθνος να τερματίση την πολεμικήν περίοδον και ν’ αφοσιωθή εις το έργον της εσωτερικής ανασυντάξεως. Εάν, καταπαύοντες τον εμφύλιον σπαραγμόν και επαναφέροντες την κανονικήν λειτουργίαν του Πολιτεύματος, κατορθώσωμεν δι’ ελευθέρων εκλογών την συγκρότησιν εθνικής αντιπροσωπείας δυναμένης να δώση εις την χώραν Κυβέρνησιν ανάλογον των περιστάσεων, πιστεύω ότι δυνάμεθα να αποβλέπωμεν μετ’ εμπιστοσύνης εις το μέλλον».


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 29.7.1923, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αι δηλώσεις αύται εθεωρήθησαν, ενεκρίθησαν και υπεγράφησαν υπό του κ. Βενιζέλου.

Ισμέτ πασάς: Γεγονός τετελεσμένο η επιθυμητή από όλους ειρήνη

Μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης στη Λωζάννη ο Ισμέτ πασάς δήλωσε προς τον ανταποκριτή του «Ελευθέρου Βήματος» Γεώργιο Συριώτη τα ακόλουθα:

«Ήδη έχομεν τετελεσμένον γεγονός την επιθυμητήν παρ’ όλων ειρήνην. Τώρα Έλληνες και Τούρκοι οφείλομεν να εφαρμόσωμεν αυτήν ειλικρινώς και να επιτύχωμεν τα εξ αυτής αμοιβαία αγαθά».


Λόιντ Τζορτζ: Ήττα της Ευρώπης και του πολιτισμού η Συνθήκη της Λωζάννης

Στο φύλλο του «Ελευθέρου Βήματος» που κυκλοφόρησε τη Δευτέρα 30 Ιουλίου 1923, λίγες μόλις ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, παρουσιάστηκε άρθρο του πρώην βρετανού πρωθυπουργού (1916-1922) Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ (David Lloyd George, 1863-1945) αναφορικά με την εν λόγω συμφωνία, αλλά και τα αίτια της ελληνικής καταστροφής (το μακροσκελές αυτό άρθρο είχε δημοσιευτεί στις 28 Ιουλίου στην Daily Telegraph του Λονδίνου και σε εφημερίδα της Ζυρίχης).

Ο Λόιντ Τζορτζ υπογράμμιζε στο υπό εξέταση άρθρο του ότι κανείς δεν μπορούσε να ισχυριστεί πως η Συνθήκη της Λωζάννης ήταν μια έντιμη ειρήνη για την Ευρώπη.

Στο άρθρο του πρώην πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου αναφέρονταν, μεταξύ πολλών άλλων, τα εξής:

«Το δήγμα του πιθήκου, εις το οποίον υπέκυψεν ο νεαρός Βασιλεύς της Ελλάδος Αλέξανδρος, μετέβαλε κυριολεκτικώς την κατεύθυνσιν της ιστορίας» λέγει ο κ. Λόυδ Τζωρτζ.

Τονίζει δε ιδιαιτέρως ότι διά την Ελλάδα προ παντός η αποκατάστασις του Βασιλέως Κωνσταντίνου επί του θρόνου μετά τας εκλογάς απέβη καταστρεπτική. «Δεν θα ηδύνατο να υπάρξη τίποτε χειρότερον διά την Ελλάδα από την εκλογήν ενός ηγέτου πείσμονος και χωρίς τον ελάχιστον κοινόν νουν».

[…]


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 30.7.1923, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

«Ο Ελληνικός Στρατός», λέγει, «ευρεθείς αιφνιδίως υπό την διοίκησιν στρατηγού ανισορρόπου, υπέστη βαθυτάτην απογοήτευσιν, εξηντλημένος δε ως ήτο από την παράφρονα εκστρατείαν του Σαγγαρίου, δεν υπήρξεν υπεύθυνος διά την ήτταν του».

[…]

Εξετάζων έπειτα την δημιουργηθείσαν σήμερον κατάστασιν ο τέως Άγγλος πρωθυπουργός χαρακτηρίζει την επιτευχθείσαν υπό των Τούρκων εν Λωζάννη επιτυχίαν ως πρωτοφανή ήτταν του πολιτισμού, συγκρίνει δε την συνθήκην της Λωζάννης με την συνθήκην των Σεβρών, η οποία απώθει προς το εσωτερικόν της Ανατολής τους βαρβάρους επιδρομείς, οίτινες είχον καταστρέψη και αποξηράνη τας ευφόρους πεδιάδας της Ιωνίας.

«Η Λωζάννη», λέγει, «υπήρξε στάδιον δολοπλοκιών, μυωπίας, απιστίας, εγωισμού και μικροψυχίας των εθνών και των πολιτικών των ανδρών».

«Η συνθήκη της Λωζάννης», προσθέτει, «δεν αποτελεί τερματισμόν του Ανατολικού ζητήματος, αλλ’ απλούν σταθμόν αυτού. Εάν επρόκειτο περί αναγεννηθείσης Τουρκίας, θα ηδύνατο τις να ελπίζη μόνιμον τινά ειρηνικήν κατάστασιν. Αλλά η πυρκαϊά της Σμύρνης και η σφαγή 130 χιλιάδων Ελλήνων της Ανατολίας καταδεικνύουν ότι οι Τούρκοι παραμένουν αμετάβλητοι».

*Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη Λωζάννη (πηγή: Ιστορικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου).