Οδοιπορικό στα καμμένα της Μάνδρας – Όταν η ζωή σημαδεύεται από κόκκινο τρίγωνο: Κατεδαφιζόμεθα
Κατεστραμμένα σπίτια, μαυρισμένοι τοίχοι, πνιγερή μυρωδιά καμένου. Αλλά ευτυχώς στα καμένα της Μάνδρας σώθηκε η ζωή, άνθρωποι που ενώ η απόγνωση βρίσκεται ακριβώς κάτω από το βλέφαρο, σηκώνουν τα μανίκια να σώσουν ό,τι σώζεται και ακόμη τα χείλη υπακούν σε ένα -έστω πικρό- χαμόγελο.
- Συγκλονίζει ο 95χρονος γιατρός του Πολυτεχνείου: Καμιά αμφιβολία για τους νεκρούς – Πολλοί τραυματίστηκαν από σφαίρες
- Πώς υποδέχτηκαν την επικοινωνία Σολτς - Πούτιν σε Λονδίνο και Παρίσι - Κινήσεις τακτικής στην σκακιέρα
- Ο Κιμ Γιονγκ Ουν προτρέπει σε βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων για πόλεμο, λέει το KCNA
- Παρέλαση μασκοφόρων ενόπλων νεοναζί στο Οχάιο
«Καήκαμε, το χτίζαμε 17 χρόνια και σε μισή ώρα κάηκε σχεδόν όλο» λέει ο Αντρέας Θεοδοσιάδης, 36 ετών, στην κάμερα του in δείχνοντας το καταστραμμένο από τη φωτιά σπίτι του στη Οδό Ιωάννη Σαββίδη στο Τσακάλι Μάνδρας Αττικής. Το μαρτύριο και ταυτόχρονα η λύτρωση όμως στη ζωή βρίσκεται ακριβώς στο ότι συνεχίζεται, ανεξαρτήτως τι έχει συμβεί.
Η επόμενη ημέρα είτε μετράς πληγές, είτε χαρές, ξημερώνει και στη Μάνδρα ο Αντρέας μαζί με την οικογένεια, συγγενείς, φίλους σηκώνουν τα μανίκια και ψάχνουν λύσεις. Οι γείτονες περνούν την ίδια δοκιμασία.
Μέσα σε λίγα λεπτά είδαν την περιουσία τους να τυλίγεται στις φλόγες. Τώρα μαζεύουν κομμάτια: του σπιτιού, των αναμνήσεων, του εαυτού τους.
Περπατάμε μαζί τους πάνω στις στάχτες και ο ήχος των βημάτων πάνω στο γυμνό και αφυδατωμένο έδαφος είναι ανατριχιαστικός. Η μαυρίλα στους τοίχους, τα καμένα έπιπλα, η κατεστραμμένη οικοσκευή («ήταν καινούρια όλα και δεν έμεινε τίποτα») και η οσμή του καμένου που χρειάζεται πολύ ώρα για να συνηθίσεις, γεννά απελπισία.
Επίσης κατάμαυρο το χιούμορ αλλά αυτό λυτρωτικό -χειροπιαστή απόδειξη δύναμης και θέλησης να νικήσεις.
– «Το πέρασα προχτές την Κυριακή με βερνίκι»
– «Μπράβο για να πιάσει καλά η φωτιά» απάντηση που συνοδεύεται με ένα μειδίαμα, ενώ συνεχίζει τη δουλειά του.
Όταν είδαμε τη φωτιά, γύρω στις 15:30, ήταν ήδη πολύ κοντά. Μαζέψαμε όπως-όπως ό,τι προλαβαίναμε και κατεβήκαμε κάτω και κοιτάγαμε τη φωτιά να έρχεται προς το σπίτι, λέει ο Αντρέας Θεοδοσιάδης. Δεν υπήρξε από κανέναν έγκαιρη ενημέρωση, τονίζει, αλλά «δεν θα φεύγαμε για κανένα λόγο. Δεν θα αφήναμε το σπίτι μας και ολη την περιουσία μας στο έλεος».
«Τώρα κοιμόμαστε έξω, θα μπούμε μέσα και σιγά σιγά θα το φτιάχνουμε…» λέει ο Αντρέας και είναι η μόνη στιγμή που τα μάτια του γίνονται υγρά.
«Κοιτάμε τα χάλια μας»
Με την τσάπα στο χέρι ο Χρήστος, έχοντας ήδη πιάσει δουλειά, λέει με πικρό χαμόγελο μόλις πλησιάζουμε «κοιτάμε τα χάλια μας». Δίπλα του το γατί που έζησε επίσης τον εφιάλτη. Τα μουστάκια του έχουν αρπάξει, η μουσούδα του είναι ματωμένη, αλλά δεν το βάζει κάτω. Με επιτακτικό νιαούρισμα απαιτεί βοήθεια και χάδια, ως απόδειξη ίσως ότι αξίζει ακόμη να εμπιστεύεται τους ανθρώπους.
«Τα κοτοπουλάκια κάηκαν»
Χωρίς μπλούζα ο Αλέξης Γρηγοριάδης, 77 ετών, εργάτης στα λατομεία, περπατά στο καμένο σπίτι και την αυλή του και κάνει αυτοψία της τεράστιας ζημιάς. Συγκινείται στο σχόλιο για τα κοτοπουλάκια που κάηκαν, καθώς αντιλήφθηκε αργά τη φωτιά και δεν πρόλαβε να τα σώσει. «Μόνο το σκυλί πρόλαβα και πήρα». Μετρά το μέγεθος της καταστροφής στον μπαξέ και σε «υποδομές».
Ο κ. Γρηγοριάδης έμενε στο σπίτι αυτό 22 χρόνια. Τα δύο τελευταία μόνος του αφού «έχασε» τη γυναίκα του. «Όλα κάηκαν» λέει, ακολουθεί ένα στωικό «τι να κάνουμε πάει» και μετά μια οργή που δεν τους αφήνουν να πιάσουν δουλειά, να μαζέψουν. «Λένε μην πειράξεις τίποτα, θα ξανάρθουν να δουν τις ζημιές μας είπαν».
Μάχη με τις φλόγες
Από τη Δευτέρα όταν ξέσπασε η φωτιά στα Δερβενοχώρια, η περιοχή βρισκόταν σε αναβρασμό. Ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, πυροσβεστικά οχήματα, λίγα εναέρια μέσα πυρόσβεσης και πολλοί εθελοντές βρέθηκαν στο πεδίο της φωτιάς δίνοντας μάχη σώμα με σώμα με τις φλόγες.
Μια μάχη άνιση και αβέβαιη, καθώς η φωτιά είναι από τα πιο απρόβλεπτα στοιχεία της φύσης. Ο αέρας άλλαζε συνέχεια κατεύθυνση κατακαιοντας κυρίως δασική έκταση. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά μια μικρή εστία που βρισκόταν στην απέναντι κορυφογραμμή μπορούσε πολύ γρήγορα να επεκταθεί προς πάσα κατεύθυνση.
Μέσα στα μέτωπα γινόταν πανικός. Μάνικες, τρέξιμο, νερά, οχήματα έργων του στρατού, αλυσοπρίονα ήταν η εικόνα που αντίκριζες και έπειτα σιωπή και υποχώρηση όταν η φωτιά κατάπινε και προχωρούσε. Θα μπορούσε κανείς να γράψει χιλιάδες γραμμές για το τι βιώνει στο πεδίο της πυρκαγιάς αλλά τα συναισθήματα είναι τόσα πολλά και αντιφατικά που μόνο η εικόνα μπορεί στο τέλος να μιλήσει.
Ο Άλμπερτ Καμύ στην «Πανούκλα» είχε γράψει ότι υπάρχει κάτι χειρότερο από την πανούκλα, το να τη συνηθίσεις και να την αποδεχτείς. Οι πυρκαγιές κάθε καλοκαίρι, τα χιλιάδες στρέμματα καμένου δάσους, τα καμένα σπίτια, οι ελλείψεις στην πυροσβεστική και ο κακός συντονισμός έχουν γίνει πλέον συνήθεια για όσους παρακολουθούν το πεδίο της πυρκαγιάς από κοντά, πόσο μάλλον για όσους υφίστανται τις συνέπειές της.
Σε όλους κυριαρχεί το ερώτημα «πώς γίνεται σε μια χώρα που κάθε καλοκαίρι φλέγεται, η πυροσβεστική να είναι τόσο υποστελεχωμένη».
Η μυρωδιά του καμένου δεν φεύγει ακόμα και μετά από πολύ καιρό.
«Όταν βρέχει πνιγόμαστε, όταν έχει φωτιά καιγόμαστε»
Στη Δυτική Αττική, ειδικά στα πιο απομονωμένα μέρη της, οι άνθρωποι αισθάνονται παρατημένοι από το κεντρικό κράτος. Αισθάνονται ότι κανείς δεν ασχολείται με τα προβλήματά τους και ότι τους θυμούνται μόνο όταν πρόκειται να αποκομίσουν από αυτούς εκλογικά οφέλη.
Ανεργία, φτώχια, μεροκάματα αβέβαια και κυρίως βαριές δουλειές είναι η καθημερινότητα των ανθρώπων εδώ. Όπως λένε «όταν βρέχει πνιγόμαστε, όταν έχει φωτιά καιγόμαστε».
Άνθρωποι με οικογένειες, άνθρωποι ηλικιωμένοι που έχασαν τα σπίτια τους από την πύρινη λαίλαπα αναγκάστηκαν να κοιμούνται έξω ή να στεγαστούν προσωρινά σε φίλους και συγγενείς.
Μέσα σε μισή ώρα μέρος του οικισμού Τσακάλι βόρεια της Μάνδρας τυλίχτηκε στις φλόγες. Πολλοί κάτοικοι που έχτισαν τα σπίτια τους με τα χέρια τους, σε μισή ώρα χάσανε τα πάντα. Σε πολλούς ενημέρωση από το 112 για εκκένωση δεν υπήρξε ποτέ, είδαν τη φωτιά και φύγανε, ενώ άλλοι με λάστιχα έμειναν να περισώσουν ο,τι μπορούσαν.
Οικονομίες μιας ζωής σε έναν οικισμό όπου διαμένει κόσμος που δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα, γίνανε στάχτη. Συνομιλώντας μαζί τους ακούς τον πόνο στη φωνή τους, αλλά ο λυγμός τους κρύβει δύναμη, μια αισιοδοξία ότι θα τα χτίσουν όλα από την αρχή. Με τα χέρια τους, στηριγμένοι στις δικές τους δυνάμεις όπως κάνουν πάντα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις