Ο Κόρνελ Γουέστ κατεβαίνει υποψήφιος για πρόεδρος και οι Δημοκρατικοί τον θεωρούν… ζημιάρη
Ο μαχητικός μαύρος διανοούμενος Κόρνελ Γουέστ στο στόχαστρο των Δημοκρατικών για την υποψηφιότητά του
- «Υπάρχει θέμα» με το «De Grece» – Πυρά κομμάτων με το επίθετο που διάλεξαν οι Γλύξμπουργκ
- Βίντεο ντοκουμέντο λίγο μετά τη δολοφονία της Ράνιας στην Κρήτη - «Σκότωσα τον πατέρα μου» έλεγε ο δράστης
- Οι «must» προορισμοί για τα Χριστούγεννα - Ποιες περιοχές μαγνητίζουν το ενδιαφέρον
- «Συνεργαζόταν με Τούρκους για να με σκοτώσουν» - 10 μέρες σχεδίαζε τη δολοφονία του 52χρονου ο δράστης
Ο Κόρνελ Γουέστ αποτελεί τον ορισμό του δημόσιου διανοουμένου στις ΗΠΑ. Φιλόσοφος και θεολόγος, απόφοιτος των καλύτερων πανεπιστημίων (πτυχίο στο Χάρβαρντ, διδακτορικό στο Πρίνστον – πρώτος αφροαμερικανός που πήρε διδακτορικό στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο), συγγραφέας σημαντικών μελετών αλλά και εξαιρετικός ρήτορας, εδώ και δεκαετίες είναι στην πρώτη γραμμή των αγώνων ενάντια στο ρατσισμό, τις ανισότητες και την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Παρότι στο παρελθόν, το 2008, είχε στηρίξει την υποψηφιότητα του Μπαράκ Ομπάμα, αν και αργότερα αποστασιοποιήθηκε από αυτόν, σήμερα κατεβαίνει υποψήφιος για πρόεδρος των ΗΠΑ αρχικά με την υποστήριξη ενός μικρού κόμματος, του Κόμματος του Λαού (People’s Party) που έχει ιδρυθεί από ανθρώπους που είχαν εμπλακεί στην καμπάνια του Μπέρνι Σάντερς, και τώρα με τη βοήθεια της Τζιλ Στάιν, δύο φορές υποψήφιας προέδρου με το Πράσινο Κόμμα, που μάλιστα τον βοηθά να διαμορφώσει την υποδομή που θα εξασφαλίσει ότι η υποψηφιότητά του θα έχει την υποστήριξη των Πράσινων.
Είναι προφανές ότι αυτή η υποψηφιότητα, εντάσσεται σε μια μακρά παράδοση «τρίτων» υποψηφιοτήτων στις ΗΠΑ, που είναι στα αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος και που συνήθως δέχονται έντονη κριτική ότι επηρεάζουν το αποτέλεσμα υπέρ των Ρεπουμπλικάνων. Πιο πρόσφατο παράδειγμα η υποψηφιότητα της ίδιας της Στάιν στις εκλογές του 2016 και παλαιότερα του Ράλφ Νέιντερ το 2000.
Κορνέλ Γουέστ: στην πρώτη γραμμή πάνω από πενήντα χρόνια
Ο Γουέστ είναι ένα προϊόν του κλίματος που επικρατούσε στα αμερικανικά πανεπιστήμια αλλά και στην αμερικανική κοινωνία στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Όπως έχει πει και ο ίδιος τον επηρέασαν ταυτόχρονα οι καθηγητές του στο Χάρβαρντ και οι Μαύροι Πάνθηρες. Στα ρεύματα που τον επηρέασαν συναντιούνται διάφορες μορφές ριζοσπαστισμού, ο αμερικανικός νεοπραγματισμός αλλά και η μαύρη θεολογία της απελευθέρωσης, ενώ για ένα διάστημα ήταν ο επίτιμος πρόεδρος των Δημοκρατικών Σοσιαλιστών των ΗΠΑ.
Η μακρά διαδρομή του Γουέστ περιλαμβάνει πλήθος βιβλίων αλλά και περάσματα από μερικά από τα πιο σημαντικά πανεπιστήμια των ΗΠΑ, αν και συχνά η θητεία του σε αυτά υπήρξε θυελλώδης, όπως για παράδειγμα όταν κατήγγειλε τον Λωρενς Σάμερς, τότε πρύτανη του Χάρβαρντ, ή αργότερα, πάλι στο Χάρβαρντ όταν το Πανεπιστήμιο αρνήθηκε να εξετάσει το αίτημά του για μονιμοποίηση (tenure) και Γουέστ απάντηση με μια επιστολή παραίτησης στην οποία κατηγορούσε το Χάρβαρντ ότι ο λόγος που δεν του προσφέρει μονιμότητα ήταν η επικριτική του στάση για τις πολιτικές του Ισραήλ: «Είναι το Χάρβαρντ ένα μέρος κατάλληλος για έναν ελεύθερο μαύρα άντρα όπως εγώ, του οποίου η χριστιανική πίστη και μαρτυρία αποδίδουν την ίδια αξία και Παλαιστίνια μωρά και στα Ισραηλινά και αντιμετωπίσει κάθε κατοχή ως ανήθικη;».
Με τη συνεχή του παρουσία σε μεγάλα κινήματα, που θα τον οδηγήσει να συλληφθεί δύο φορές, στη διάρκεια κινητοποιήσεων ενάντια στην αστυνομική βία σε βάρος των μαύρων Αμερικανών, o Γουέστ είναι μια ιδιαίτερα γνωστή και δημοφιλής φιγούρα στις ΗΠΑ, παρότι οι θέσεις του είναι σαφώς αριστερότερα του πολιτικού mainstream. Στις συνεντεύξεις είναι εύστοχος, ενώ δεν παραλείπει να χρησιμοποιεί την προσφώνηση «αδελφέ, αδελφή», που προέρχεται από το κίνημα της δεκαετίας του 1960.
Μια υποψηφιότητα με σαφώς αριστερό πρόσημο
Για τα αμερικανικά δεδομένα, η υποψηφιότητα του Γουέστ, που είχε στηρίξει τον Μπέρνι Σάντερς στις δικές του υποψηφιότητες το 2016 και το 2020, είναι αρκετά αριστερή.
Υποστηρίζει ότι για να υπάρξει πραγματική δημοκρατία χρειάζεται να καταργηθεί το εταιρικό λόμπινγκ και να υπάρξουν όρια στις θητείες στο Κογκρέσο. Υποστηρίζει τα αιτήματα των συνδικάτων και την ιατροφαρμακευτική κάλυψη για όλους. Απαιτεί ίσα δικαιώματα για όλους και να μπει τέλος στις πρακτικές ψηφιακής επιτήρησης και τις μαζικές φυλακίσεις. Υποστηρίζει το τέλος των επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα και των εξορύξεων σε δημόσιες εκτάσεις. Απαιτεί ένα τέλος στον πόλεμο, συμπεριλαμβανομένου του πολέμου στην Ουκρανία – που τον θεωρεί έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία – και να διαλυθεί το ΝΑΤΟ.
Ο ίδιος δηλώνει ότι «κατεβαίνω για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη και ως υποψήφιος για πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών με το Πράσινο Κόμμα. Θέλω να κάνω την Αμερική να γνωρίσει ξανά τις καλύτερες πλευρές της – την αξιοπρέπεια, το κουράγιο και τη δημιουργικότητα των πολύτιμων καθημερινών ανθρώπων. Γίνεται τμήμα του κινήματος μας για τους ανεκτίμητους φτωχούς και εργαζόμενους όλων των χρωμάτων εδώ και στο εξωτερικό.
Οι Δημοκρατικοί φοβούνται κάθε τρίτη υποψηφιότητα
Με τον Τζο Μπάιντεν να ετοιμάζεται να δώσει τη μάχη για την επανεκλογή του, παρά το ερωτήματα που υπάρχουν σε σχέση με την ικανότητά του να ανταποκριθεί λόγω ηλικίας στις απαιτήσεις του αξιώματος και τον Ντόναλντ να φαίνεται αρκετά πιθανό να κερδίσει τελικά το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, οι Δημοκρατικοί ανησυχούν για κάθε τρίτη υποψηφιότητα.
Αυτό έχει να κάνει και με την ιδιαιτερότητα του αμερικανικού εκλογικού συστήματος, που είναι ένα σύστημα εκλεκτόρων. Στις προηγούμενες εκλογές του 2020 ο Μπάιντεν πήρε σχεδόν επτά εκατομμύρια ψήφους περισσότερους από τον Τραμπ, εάν τρεις Πολιτείες, η Τζόρτζια, η Αριζόνα και το Γουινσκόνσιν, στις οποίες η διαφορά ήταν υπέρ του Μπάιντεν ήταν μικρότερη από 1%, είχαν κερδηθεί από τον Τραμπ, τότε το Συνέδριο των Εκλεκτόρων θα ήταν σε μια δισεπίλυτη ισοπαλία.
Ο φόβος των Δημοκρατικών ήταν ότι οι Ρεπουμπλικάνοι και συνολικότερα συντηρητικοί κύκλοι θα προσπαθήσουν να ενισχύσουν έμμεσα τέτοιες υποψηφιότητες, που κατεξοχήν απευθύνονται σε ένα κοινό πιο κοντά στους Δημοκρατικούς.
Η πρώτη υποψηφιότητα που τους φοβίζει είναι αυτή του Ρόμπερτ Φ. Κένεντι του νεότερου. Παρότι προερχόμενος από το Δημοκρατικό Κόμμα, ο γιός του δολοφονημένου Ρομπερτ «Μπόμπι» Κένεντι είναι γνωστός για τις φιλοπεριβαλλοντικές θέσεις και για την κριτική στις αμερικανικές επεμβάσεις στο εξωτερικό, στη διάρκεια της πανδημίας διατύπωσε επικριτικές απόψεις για την κυρίαρχη στρατηγική και κατηγορήθηκε για «συνωμοσιολογικές» απόψεις. Φαίνεται, όμως, ένα τμήμα της αμερικανικής δεξιάς είναι έτοιμο να του δώσει δημοσιότητα, ξεκινώντας από τον Στιβ Μπάνον, πρώην σύμβουλο του Τραμπ. Ο Κένεντι έχει αρνηθεί να δεσμευτεί ότι θα υποστηρίξει τον Μπάιντεν εάν αυτός πάρει το χρίσμα.
Ο άλλος πονοκέφαλος των Δημοκρατικών είναι το κίνημα No Labels (Χωρίς ετικέτες) που εκπροσωπεί μια πιο «κεντρώα οπτική» και διάφοροι εκτιμούν ότι θα μπορούσε να έχει υποψήφιο τον γερουσιαστή Τζο Μάντσιν από τη Δυτική Βιρτζίνια, που θεωρείται από τους πιο «δεξιούς». Η ανησυχία για τους Δημοκρατικούς προκαλείται από το ότι το No Labels έχει εξασφαλίσει πρόσβαση στην εκλογική διαδικασία σε ορισμένες Πολιτείες.
Σε σχέση με τον Γουέστ η ανησυχία των Δημοκρατικών είναι μήπως μέσα στα σύνθετα «μαθηματικά» των αμερικανικών εκλογών και του συστήματος των εκλεκτόρων, παίξει έναν ρόλο στο να μπορέσουν δυνητικά οι Ρεπουμπλικάνοι να κερδίσουν τις εκλογές. Θυμίζουμε εδώ ότι το 2016 η Χίλαρι Κλίντον είχε πάρει περισσότερες ψήφους από τον Ντόναλντ Τραμπ, όμως με το σύστημα των εκλεκτόρων ο τελευταίος εξελέγη γιατί κατάφερε να κερδίσει κρίσιμες Πολιτείες.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις