Τζορτζ Μπέρναρντ Σω: Η σχεδόν απόλυτη αρνητικότης
Συχνά δεν καταφέρνει κανείς να αντιληφθή πού σοβαρεύεται και πού παραδοξολογεί ή διασκεδάζει απλώς με τον εαυτό του και όλο τον άλλο κόσμο
[…]
Ο Ιρλανδός συγγραφεύς Μπέρναρντ Σω, που γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1856 στο Δουβλίνον, παιδί ενός σιτεμπόρου, βεβαίωνει ο ίδιος ότι μοναδική ηθική ικανοποίησις της οικογενείας του ήταν η μακρυνή συγγένεια με κάποιο βαρωνέττο. Στην αρχή έζησε ως υπάλληλος δικηγορικού γραφείου και έπειτα –όταν επήγε στο Λονδίνον– προσπαθών εις μάτην επί δέκα χρόνια να αποκτήση κάποιο όνομα ως συνεργάτης εφημερίδων και περιοδικών. Σε όλα αυτά τα δέκα χρόνια δεν κατάφερε να κερδίση από την φιλολογική του εργασία περισσότερο από εξ λίρες όλες-όλες. Εν τω μεταξύ άφηνε χωρίς πολλή στενοχωρία να τον τρέφη η μητέρα του, μια έξυπνη και εξαιρετικά μουσική γυναίκα, με τα λίγα εισοδήματά της από τα μαθήματα μουσικής που έδινε.
Μουσικός και ο ίδιος, ο Μπέρναρντ Σω είχε προσπαθήση πρώτα να γράψη μερικά άρθρα ως βοηθός του μουσικού κριτικού κάποιου ειδικού περιοδικού. Η απόλυτη ειλικρίνεια και η καυστική σάτιρα των άρθρων αυτών έκανε τις διάφορες μουσικές επιχειρήσεις να αποσύρουν τις διαφημίσεις των από το περιοδικό, με αποτέλεσμα να κλείση λίγο καιρό αργότερα. Κάποτε άλλοτε κατάφερε να γίνη δεκτό κάποιο, ασήμαντο μάλλον, άρθρο του σε κάποιο φιλολογικό περιοδικό. Επήρε τότε και αμοιβή δεκαπέντε σελλίνια. «Γεμάτος από ενθουσιασμό και ευγνωμοσύνη για την πρώτη μου αυτή επιτυχία», λέει, «έγραψα τότε για το ίδιο περιοδικό ένα αληθινά καλό και έξυπνο άρθρο. Αυτό έφθασε για να με διώξουν οριστικά».
Την ίδια αποτυχία είχε με το πρώτο του μυθιστόρημα και με μια σειρά από τέσσερα διηγήματα. Και όμως ο συγγραφεύς αυτός, που είχε τόσο δύσκολο ξεκίνημα, ήταν πεπεισμένος ότι άξιζε περισσότερο από όλους τους μετρίους συγγραφείς που έβλεπε γύρω του να θριαμβεύουν, να κατακλύζουν εφημερίδες και περιοδικά με τα άρθρα των, να κερδίζουν σημαντικά κάποτε ποσά με τα βιβλία των. […]
«Οι Άγγλοι», λέει μόνος του σ’ ένα άρθρο του, «δεν ξέρουν να σχηματίσουν μόνοι των γνώμη, εάν κάποιος δεν αναλάβη να τους βάλη την γνώμη αυτή στο κεφάλι των, επίμονα, συστηματικά, επί χρόνια ολόκληρα. Έτσι κι’ εγώ επί χρόνια ολόκληρα ξεκουφαίνω τον κόσμο με την τολμηρή και επίμονη βεβαίωσι ότι είμαι άνθρωπος εξαιρετικά έξυπνος, ικανός, περίφημος. Και κατάφερα η γνώμη αυτή να γίνη αληθινός θρύλος στην Αγγλία. Καμμιά δύναμις, επίγειος ή επουράνιος, δεν μπορεί πια να ξερριζώση από το κεφάλι των Άγγλων την ιδέα αυτή. Μπορεί να ξεμωραθώ και να λέω βλακείες και κοινοτοπίες: η φήμη μου δεν θα κινδυνεύση καθόλου. Είναι στερεωμένη ακλόνητα, όπως και η φήμη του Σαίξπηρ, στον βράχο της δογματικής επαναλήψεως».
Οι άνθρωποι που γνωρίζουν τον Μπέρναρντ Σω από κοντά βεβαιώνουν ότι γελάει ο ίδιος καλόκαρδα για όλους αυτούς τους ισχυρισμούς του και προπάντων για τους «κουτούς που τον πιστεύουν». Στην ιδιωτική του ζωή είναι σεμνός, μετρημένος, δειλός σχεδόν. Αλλά για την δημοσία του ζωή, για την επιτυχία του, έπρεπε να επισύρη την προσοχή του κοινού. Και αφού δεν το κατάφερε με την απλή εργασία, κατέφυγε στην «κλαπαδόρα της διαφημίσεως», όπως λέει ο ίδιος, μια κλαπαδόρα (σ.σ. πνευστό όργανο, τύπος τρομπέτας) που να κάνη όσο το δυνατόν περισσότερο θόρυβο. […]
Η διαφήμισις όμως έπρεπε, όπως κάθε καλή διαφήμισις, να είναι πρωτότυπη και να προκαλή το ενδιαφέρον. Και επειδή η πνευματική προδιάθεσις του συγγραφέως ήταν καθαρά αρνητική, επειδή η φύσις τον επροίκισεν, όπως λέει ο ίδιος, με μάτια που του επιτρέπουν να βλέπη όλα τα στραβά του κόσμου, συνεδύασε την διαφήμισι με την κοσμοθεωρία του. Απεφάσισε να λέη χωρίς καμμιά επιφύλαξι στους συμπατριώτες του και στον κόσμο ότι καμμιά από τις ιδέες που πιστεύουν δεν είναι σωστή, ότι όλη των η ζωή είναι ανόητη και ψεύτικη, ότι περπατούν με κεφάλι προς τα κάτω, ότι αυτό που νομίζουν ημέρα είναι νύχτα και αντιστρόφως.
Του άρεσε να γίνη ένα είδος Μεφιστοφελή που να ειρωνεύεται και να κατηγορή τα πάντα. Έδωσε και στην εξωτερική του εμφάνισι, στο ντύσιμο, στο χτένισμά του κάτι το Μεφιστοφελικό. Και αφού εκτύπησε με τα άρθρα του όλους τους ζωντανούς και νεκρούς συγγραφείς, αφού τα έβαλε και με τον Σαίξπηρ ακόμα, αφού εκορόιδεψε τα πάντα, χωρίς να παραλείπη ποτέ την ευκαιρία να διαφημίζη τον εαυτό του, αφού εδημοσίευσε μερικές κριτικές ή προπαγανδιστικές μελέτες, άρχισε, στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνος (σ.σ. του 19ου αιώνα), να δίνη τα έργα του στο θέατρο. Και τα έργα αυτά έκαναν εξ αρχής τόση εξαιρετική εντύπωσι, είχαν τόση αναμφισβήτητη επιτυχία, ώστε οι θεατρώναι που δεν τον συνεπάθησαν ποτέ, όπως δεν τους συνεπάθησε και αυτός, να τα κυνηγούν κυριολεκτικώς.
Από τότε ο Μπέρναρντ Σω έγραψε δεκάδες έργων, πολλά από τα οποία ξέρει το ελληνικόν κοινόν. Δεν υπάρχει ίσως άλλος συγγραφεύς ο οποίος να ζητή περισσότερο να εμφανίζη στο θέατρο τις κοινωνικές, φιλοσοφικές και πολιτικές του ακόμη ιδέες. […] Και χρειάζεται όλη η απαράμιλλη θεατρική τέχνη και εξυπνάδα του Μπέρναρντ Σω για να μη γίνωνται τα έργα του βαρετά. […]
Και όμως δεν υπάρχει τίποτε το δυσκολώτερο παρά να βγάλη κανείς μέσα από τον κυκεώνα αυτόν ένα συμπέρασμα για την φιλοσοφική και κοινωνική του κατεύθυνσι. Την δυσχέρεια αυτή αυξάνει ακόμα το γεγονός ότι ο Ιρλανδός συγγραφεύς, που τα γράφει όλα αυτά γιατί είναι βέβαιος ότι βλέπει την πραγματικότητα πιστότερα από τους άλλους ανθρώπους, ότι εξετάζει τα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητος με περισσότερο θάρρος και ειλικρίνεια από τους πολιτικούς, τους κοινωνιολόγους και τους φιλοσόφους, παρασύρεται συχνά από την χαρακτηριστική ιδιοσυγκρασία του σε κάθε είδος παραδοξολογίες. Προπάντων τον παρασύρει, περισσότερο παρ’ όσο θα έπρεπε, η μανία να κτυπήση τις γενικώς παραδεγμένες ιδέες, τον ρωμαντισμό, την ευαισθησία, τα ονειροπολήματα. Και έτσι συχνά δεν καταφέρνει κανείς να αντιληφθή πού σοβαρεύεται και πού παραδοξολογεί ή διασκεδάζει απλώς με τον εαυτό του και όλο τον άλλο κόσμο. […]
Από την δυσκολία αυτή βγαίνει κανείς μόνο όταν καταλάβη τον αληθινό, τον βαθύτερο χαρακτήρα που έχει ολόκληρο το κοινωνικό και φιλοσοφικό σύστημα του Μπέρναρντ Σω. Και ο χαρακτήρ αυτός είναι η σχεδόν απόλυτη αρνητικότης. Ο συγγραφεύς, που χτυπά με τόση λύσσα όλες τις παραδεδεγμένες ιδέες, μόνο και μόνο γιατί είναι παραδεδεγμένες, δεν έχει τίποτε άλλο να μας προσφέρη εις αντικατάστασίν των. Εκείνο που θέλει πραγματικά, ακόμα και όταν εμφανίζη θετικές και συγκεκριμένες ιδέες, είναι να καταπλήξη τον ακροατή ή τον αναγνώστη του, να τον αναγκάση να αντιληφθή την ανοησία ή τον παραλογισμό των καθιερωμένων εννοιών, να τον κάνη να σκεφθή και να σχηματίση μόνος του, ανεπηρέαστος, ιδικές του ιδέες.
*Αποσπάσματα από κείμενο του δημοσιογράφου, συγγραφέα και μεταφραστή Αχιλλέως Κύρου (1898-1950) για τον Τζορτζ Μπέρναρντ Σω (πηγή: Ψηφιοποιημένο αρχείο Εθνικού Θεάτρου/www.nt-archive.gr). Είχε περιληφθεί στο υπ’ αριθμόν 5 δελτίο παραστάσεων που είχε εκδώσει στις 24 Απριλίου 1947 το Εθνικό Θέατρο για τη 16η θεατρική του περίοδο (Οκτώβριος 1946 – Μάιος 1947), αφορούσε δε την παράσταση «Άνθρωπος και Υπεράνθρωπος» (κωμωδία εις πράξεις τέσσερες, σε μετάφραση Αχιλλέως Κύρου, σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη και σκηνογραφίες Κλεόβουλου Κλώνη).
Ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω (George Bernard Shaw), διάσημος ιρλανδός δραματουργός και κριτικός, γεννήθηκε στο Δουβλίνο στις 26 Ιουλίου 1856 και απεβίωσε στο Ayot St. Lawrence της αγγλικής κομητείας του Hertfordshire στις 2 Νοεμβρίου 1950.
Ο Μπέρναρντ Σω τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1925.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις