Κατοχική διακυβέρνηση
Ένα πρόσφατο βιβλίο επιστρέφει στην πρακτική της κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου, της πρώτης δωσιλογικής κυβέρνησης
- Economist: Ο πόλεμος στην Ουκρανία ταράζει τους Ελληνοκύπριους, αλλά είναι... τυχεροί
- Συγκλονίζει ο 95χρονος γιατρός του Πολυτεχνείου: Καμιά αμφιβολία για τους νεκρούς – Πολλοί τραυματίστηκαν από σφαίρες
- «Δεν θα καλύπτω εγώ τους πάντες, θα πω τα πράγματα με το όνομά τους» λέει η Ειρήνη
- «Ήταν πολύ λεπτομερής» λέει ο Σολτς για τη συνομιλία του με τον Πούτιν – Τι αποκαλύπτει ο καγκελάριος
Το ζήτημα των δωσιλογικών κυβερνήσεων έχει απασχολήσει με διάφορους τρόπους την ιστοριογραφία, τόσο σε σχέση με την ελληνική περίπτωση όσο και σε σχέση με τη διεθνή εμπειρία. Όμως, συχνά κυριάρχησαν περισσότερο τα ερωτήματα για την ηθική και πολιτική απαξία αυτών των κυβερνήσεων – ή τα προβλήματα που κληροδότησε μια ορισμένη «συνέχεια του κράτους» μετά την Απελευθέρωση – που δέχτηκαν να συνεργαστούν και να υποταχτούν στις δυνάμεις κατοχής, παρά μια πιο συστηματική προσέγγιση του τρόπου με τον οποίο άσκησαν τα καθήκοντά τους.
Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει ένα νέο κύμα μελετών που εξετάζει πιο συστηματικά το φαινόμενο της Κατοχής και τον τρόπο που οργανώθηκαν όλες οι πλευρές της κοινωνικής ζωής. Μία από αυτές είναι και η μελέτη του εκπαιδευτικού Πέτρου Φύτρου με τίτλο Ελληνική Πολιτεία 1941-1942. Το κράτος υπό ξένη κατοχή, που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής.
Ένα κράτος υπό κατοχή
Η αναφορά σε «Ελληνική Πολιτεία» παραπέμπει στην επίσημη ονομασία που πήρε το ελληνικό κράτος μετά την κατάκτησή του από τις δυνάμεις του Άξονα. Μπορεί να μην είχε τα πλήρη χαρακτηριστικά της κρατικής κυριαρχίας, αφού μεγάλο μέρος αυτής ασκούνταν από τις δυνάμεις κατοχής, όμως ως ένα βαθμό διαχειρίστηκε την κρατική εξουσία και άσκησε τέτοια καθήκοντα.
Ο Φύτρος επικεντρώνει στην κυβέρνηση Τσολάκογλου, την πρώτη δωσιλογική κυβέρνηση, η θητεία της οποίας συμπίπτει χρονικά με την περίοδο του μεγάλου λιμού της Κατοχής (1941-1942), που προκλήθηκε από την ταυτόχρονα πτώση των εισαγωγών σιτηρών, την αποδιάρθρωση των εσωτερικών μεταφορικών δικτύων και την εκτεταμένη ανάπτυξη πρακτικών μαύρης αγοράς.
Η μελέτη περιγράφει αναλυτικά τα περιθώρια άσκησης κρατικών καθηκόντων της κυβέρνησης Τσολάκογλου, την ιδεολογία της που σε μεγάλο βαθμό συντονιζόταν με πλευρές του οράματος των Ναζί για την Ευρώπη αλλά και για τις συγκεκριμένες αποφάσεις που πήρε, καθώς ο Φύτρος εξετάζει αναλυτικά το νομοθετικό έργο της κυβέρνησης όπως αυτό καταγράφηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά και το πώς μεταχειρίστηκε το προσωπικό των υπουργείων η κατοχική κυβέρνηση, αφού μάλιστα προχώρησε σε αρκετές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων.
Η μεγάλη επισιτιστική κρίση
Ο Φύτρος αφιερώνει ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου στο πώς αντιμετώπισε η κυβέρνηση Τσολάκογλου την επισιτιστική κρίση που οδήγησε στον μεγάλο λιμό της κατοχής. Δείχνει πώς η κατάρρευση των εισαγωγών τροφίμων μαζί με φαινόμενα αισχροκέρδειας σφράγισαν την πραγματικότητα ιδίως της Αθήνας από την αρχή της κατοχής, την ώρα που η αυθόρμητη τάση δημιουργίας οικογενειακών αποθεμάτων επέτεινε το πρόβλημα.
Σημειώνει, όμως, ταυτόχρονα ότι πέραν των αντικειμενικών ελλείψεων καθοριστικό ρόλο στην πραγματικότητα της μεγάλης πείνας έπαιξε και η κατάρρευση του κράτους και η αποτυχία αποτελεσματικής συγκέντρωσης και διανομής των σιτηρών, ενώ επισημαίνει και τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε η προσπάθεια των κατοχικών δυνάμεων να δεσμεύσουν σημαντικές ποσότητες τροφίμων, ιδίως λαδιού, για τις δικές τους ανάγκες. Ήταν σε αυτό το φόντο που αναπτύχθηκε το φαινόμενο του μαυραγοριστισμού, παρά τα διάφορα φαινομενικά δρακόντεια μέτρα που πήρε για την καταπολέμησή του η κατοχική κυβέρνηση.
Ουσιαστικά, ήταν η διεθνής κινητοποίηση που έδωσε τη δυνατότητα κάπως να βελτιωθεί σταδιακά η κατάσταση, ενώ ο Φύτρος επισημαίνει ότι τόσο η προσπάθεια για την εφαρμογή του Δελτίου όσο και της διατίμησης προσέκρουσε πάνω στον τρόπο που σε μεγάλο βαθμό η οικονομία εξακολουθούσε να λειτουργεί με όρους προσφοράς και ζήτησης.
Αντίστοιχα, ο συγγραφέας δείχνει τον τρόπο που οι κατοχικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο της μαύρης αγοράς με την αυστηροποίηση των ποινών και μεγάλες κατασταλτικές επιχειρήσεις, χωρίς όμως τα αναμενόμενα αποτελέσματα δεδομένης της έκτασης και της συνθετότητας ενός φαινόμενο στο οποίο είχαν ανάμιξη ακόμη και προσωπικό των δυνάμεων κατοχής.
Η σημασία της κινητοποίησης και αυτενέργειας
Αντιθέτως, ο Φύτρος επισημαίνει ότι μια άλλη πρακτική που ενισχύθηκε εκείνη την περίοδο φάνηκε να είναι πιο αποτελεσματική: οι αστικοί καταναλωτικοί – προμηθευτικοί συνεταιρισμοί. Και αυτό γιατί ο συνεταιρισμοί ήταν πολύ πιο συμβατοί με την τάση κινητοποίησης και αυτενέργειας που καταγράφηκε στην κατοχή και που δεν ήταν άσχετη με τη γρήγορη ανάπτυξη και μαζικοποίηση της Αντίστασης. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας: «Η δραστηριοποίηση και η αυτενέργεια που επέδειξαν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού σε αυτή την πρώτη περίοδο της κατοχής στο πλαίσιο συλλογικών δράσεων υπήρξε απρόβλεπτη συνέπεια για την κυβέρνηση. Και, σίγουρα, η κινητοποίηση ενεργών κομματιών του πληθυσμού για την οργάνωση της επιβίωσης δεν μπορεί να μη συσχετιστεί και με την ανάληψη δράσης σε πιο πολιτικά ζητήματα, με την εμπλοκή τους δηλαδή στην αντίσταση» (σσ. 255-256).
Σε σχέση με την κοινωνική πρόνοια ο Φύτρος επισημαίνει ότι ήταν ακριβώς η αποτυχία αρχικά της δωσιλογικής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τη δραματική επισιτιστική κρίση που έδωσε μεγάλο περιθώριο στην αντίσταση να αναπτυχθεί, ιδίως από τη στιγμή ιδίως το ΕΑΜ πρόκρινε ως κρίσιμη μάχη αυτή που αφορούσε την οργάνωση και διαχείριση των συσσιτίων και συνολικότερα την κοινωνική πρόνοια. Αυτό εξηγεί και γιατί από το 1942 και μετά η κατοχική κυβέρνηση προσπάθησε να διεκδικήσει αναβαθμισμένο ρόλο στην κοινωνική πρόνοια, γιατί μέχρι τότε η αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανασφάλειας που γεννούσε η κατοχή είχε αποτελέσει προνομιακό χώρο δράσης της αντίστασης.
Ο Φύτρος στέκεται επίσης και στο σταδιακό ξεδίπλωμα συνδικαλιστικών αγώνων και απεργιών, με αποκορύφωμα αυτού του πρώτου γύρου εργατικών διεκδικήσεων τις κινητοποιήσεις και απεργίες του Σεπτεμβρίου 1942.
Η «συνέχεια του κράτους» και ο «εσωτερικός εχθρός»
Η σημαντική συνεισφορά του βιβλίου του Φύτρου, με τη λεπτομερή καταγραφή των πεπραγμένων της πρώτης κατοχικής κυβέρνησης, είναι να δείξει ότι η κατοχή δεν σήμαινε μια απόλυτη κατάρρευση του κράτους, παρότι κρίσιμες πλευρές του αποδιαρθρώθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό και με τραγικές συνέπειες όπως έδειξε ο λιμός του 1941-1942.
Με έναν τρόπο υπήρξε «συνέχεια του κράτους» και αυτό είχε διάφορες διαστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της διαπαιδαγώγησης σημαντικού μέρους του προσωπικού του κρατικού μηχανισμού στον αντικομμουνισμό, στοιχείο που θα παίξει καθοριστικό ρόλο όσο οι κατοχικές κυβερνήσεις άρχισαν να στρέφονται περισσότερο κατά του «εσωτερικού εχθρού», σε μια ακολουθία που από ένα σημείο και μετά θα πάρει χαρακτηριστικά εμφυλίου πολέμου, που θα σφραγίσει τη μετέπειτα ιστορία.
Γιατί μπορεί η κυβέρνηση Τσολάκογλου εν μέρει να καθορίστηκε και από την εκτίμηση ότι η ναζιστική Γερμανία μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο, εντούτοις οι επόμενες κατοχικές κυβερνήσεις κινήθηκαν και στη βάση της εκτίμησης ότι η Γερμανία δεν θα κέρδιζαν τον πόλεμο και άρα το ζητούμενο ήταν η διαμόρφωση συσχετισμού για την επόμενη μέρα. Όπως επισημαίνει συμπερασματικά και ο Φύτρος:
«Μετά από τις εξελίξεις αυτές, το κύριο ζήτημα για τις κατοχικές κυβερνήσεις το επόμενο διάστημα δεν ήταν η στοιχειώδης αντιμετώπιση των βασικών προβλημάτων επιβίωσης, αλλά η στρατηγική προετοιμασία του κράτους για τη μεταπολεμική κατάσταση και την αντιμετώπιση του κινδύνου που αντιπροσώπευε το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ. Στο πλαίσιο αυτό, η συμβολή της κυβέρνησης Τσολάκογλου, σε σχέση με όσα προηγήθηκαν και με όσα ακολούθησαν, ήταν ότι διασφάλισε τη συνέχεια του κράτους που επρόκειτο να φέρει σε πέρας την αποστολή αυτή» (σ. 259).
Στοιχεία έκδοσης: Πέτρος Φύτρος, Ελληνική Πολιτεία 1941-42. Το κράτος υπό ξένη κατοχή. Πρόλογος Προκόπη Παπαστρατή, Αθήνα: Εκτός Γραμμής, σσ. 270.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις