Υποβοηθούμενη ευθανασία και γερμανικά διλήμματα
Δικαίωμα στη ζωή, αλλά και στον θάνατο; Η Γερμανία ακροβατεί ανάμεσα στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και την προστασία της ζωής, έστω και μαρτυρικής.
«H ανθρωπότητα προβληματίζεται εάν υπάρχει ζωή μετά θάνατον, αλλά εγώ αναρωτιέμαι εάν υπάρχει ζωή πριν τον θάνατο, γιατί αυτό που βιώνω δεν λέγεται ζωή».
Ο Χάραλντ Μάϊερ, πρώην πυροσβέστης στην αμερικανική βάση στο Ραμστάιν, μόλις 47 χρονών, πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας. Η καθημερινότητά του είναι κάτι σαν αργός θάνατος. Για την παραμικρότερη κίνηση χρειάζεται βοήθεια. Ακόμη και για να σκουπίσει τα δάκρυα από τα μάτια του βλέποντας άλλους που ζουν μια κανονική ζωή.
Στην ίδια θέση βρίσκεται και ο Χανς-Γιούργκεν Μπρένεκε. Διαγνώστηκε με λέμφωμα του Μπέρκετ, έκανε χημειοθεραπείες και ακτινοβολίες, πέρασε βασανιστήρια στο κρεβάτι του πόνου. Και πήρε μιαν απόφαση που οδήγησε σε ένα νομικό νόβουμ.
Συνταγματική προσέγγιση με δύο νομοσχέδια
Μαζί με τη Γερμανική Εταιρεία για έναν Ανθρωπιστικό Θάνατο προσέφυγε στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης. Τον Φεβρουάριο του 2020 το Δικαστήριο απεφάνθη ότι «το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην προσωπικότητα εμπεριέχει και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης στον θάνατο. Αυτό το δικαίωμα συμπεριλαμβάνει και την ελευθερία στην αυτοκτονία με την εθελοντική βοήθεια τρίτων».
Επρόκειτο για μια νομική (και ηθική) επανάσταση, γιατί σύμφωνα με το προηγούμενο νομικό καθεστώς η υποβοηθούμενη αυτοκτονία από οργανωμένη δομή ως επιχειρηματική δραστηριότητα ήταν ποινικά κολάσιμο αδίκημα.
Ωστόσο, αυτό δεν σήμαινε μονομιάς ότι με τη νέα δικαστική απόφαση ο δρόμος ήταν ανοιχτός για όποιον ήθελε να απελευθερωθεί από το μαρτύριο μιας βασανιστικής ζωής που οδηγεί νομοτελειακά στον θάνατο, με την ενεργό αρωγή τρίτου, όπως γίνεται στην Ελβετία και σε άλλες χώρες.
Ο Γερμανός συνταγματικός δικαστής ζήτησε να οριστεί αυστηρά το νομοθετικό πλαίσιο αυτής της διαδικασίας για να εξαλειφθούν νομικές αβεβαιότητες, διλήμματα και ηθικές συγκρουσιακές καταστάσεις.
Η τέως καγκελάριος Μέρκελ ξεκαθάρισε ότι ήταν κατά της εμπορικά οργανωμένης υποβοηθούμενης αυτοκτονίας και η σκυτάλη πέρασε στην κυβέρνηση Σολτς. Δύο νομοσχέδια που κατέθεσαν στη Βουλή ισάριθμες διακομματικές ομάδες βουλευτών, το ένα φιλελεύθερο, το άλλο περιοριστικό κατά την κρίση των σχολιαστών, απορρίφθηκαν τον Ιούλιο πριν κλείσει η ολομέλεια για τις θερινές διακοπές.
Η επιχειρηματολογία της πρώτης ομάδας υπό τις κυρίες Κάτριν Χέλινγκ-Πλαρ (Φιλελεύθεροι) και Ρενάτα Κίναστ (Πράσινοι) βασίστηκε στο επιχείρημα του δικαιώματος να τερματίσει τη ζωή του, «ελευθέρα τη βουλήσει και με εδραιωμένη την απόφαση», όποιος αισθάνεται ότι έχει έρθει η κατάλληλη στιγμή χωρίς να φοβάται τις επιπτώσεις του ποινικού δικαίου.
Το αργότερο 12 εβδομάδες μετά από υποχρεωτική συμβουλευτική διαδικασία ο γιατρός μπορεί να συνταγογραφήσει το λυτρωτικό χαπάκι. Οι δύο βουλευτές παρέπεμψαν στην εικόνα ασθενών με ανίατες νόσους που ζουν ένα «πραγματικό μαρτύριο» και εκλιπαρούν για λύτρωση.
Τα διλήμματα παραμένουν
Η άλλη ομάδα υπό τους κυρίους Λαρς Καστελούτσι (Σοσιαλδημοκράτες) και Άνσγκαρ Χέβελινγκ (Χριστιανοδημοκράτες) επικαλέστηκε την υποβοηθούμενη αυτοκτονία μόνο ως μια δυνατότητα, πρωτίστως όμως απαίτησε τη δημιουργία ενός ρυθμιστικού πλαισίου στον Ποινικό Κώδικα που να θέτει ως όρο την υποχρεωτική ιατρική γνωμάτευση, και όχι απλά «έναν οδηγό προς την υποβοηθούμενη αυτοκτονία».
Επίσης ζήτησε ποινές για όσους παραβιάζουν τους κανόνες προσφέροντας υπηρεσίες υποβοηθούμενης αφαίρεσης της ζωής. Στην ψηφοφορία που έγινε χωρίς κομματική δέσμευση δεν συμμετείχαν ο καγκελάριος και ο υπουργός Υγείας Καρλ Λάουτερμπαχ (μαζί με άλλους υπουργούς) για λόγους ανωτέρας βίας.
Ενώ ο Σολτς δεν αποκάλυψε ποια από τις δύο προτάσεις θα επέλεγε εάν ήταν παρών «από σεβασμό στο Κοινοβούλιο επειδή η ψηφοφορία έγινε κατά συνείδηση», ο Καρλ Λάουτερμπαχ είπε ότι θα ψήφιζε το πρώτο «φιλελεύθερο» νομοσχέδιο. Με μεγάλη πλειοψηφία εγκρίθηκε ωστόσο μια τρίτη πρόταση, για την ενίσχυση της πρόληψης αυτοκτονιών.
Η ομοσπονδία ιατρών Μάρμπουργκ χαιρέτισε την έκβαση των ψηφοφοριών. Έκρινε ότι και τα δύο νομοσχέδια δεν ήταν ώριμα και ζήτησε τη στήριξη των ασθενών διά της θεραπευτικής οδού.
Σύμφωνα με τον Χάινερ Μέλχινγκ, διευθυντή της Γερμανικής Εταιρείας Ανακουφιστικής Ιατρικής, και τα δύο νομοσχέδια προσέφεραν απλές λύσεις σε ένα πολύ περίπλοκο πρόβλημα. «Πρόκειται για αποτέλεσμα μιας κατά κύριο λόγο νομικής προσέγγισης, που όμως δεν ανταποκρίνεται σε καμία περίπτωση στην ατομικότητα της βούλησης για θάνατο από τη μια, και την πραγματικότητα της ζωής των ενδιαφερομένων και των επαγγελματιών υγείας από την άλλη».
Από την πλευρά της η Καθολική Εκκλησία δεν έκρυψε ποτέ ότι η αυτοκτονία, σε οποιαδήποτε μορφή, δεν αποτελεί επιλογή της. Οι αντιδράσεις δείχνουν το τεράστιο δίλημμα ενώπιον του οποίου θα βρεθεί και πάλι η γερμανική Βουλή στη νέα προσπάθεια να ισορροπήσει ανάμεσα στην απαίτηση του συνταγματικού νομοθέτη για νομική ασφάλεια και την ανεκτίμητη αξία της ζωής.
DPA/NDR/Deutscher Bundestag
Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου
- Ο Τσίπρας κινείται πάνω από τα υπάρχονται κόμματα, τον αφορά ο ευρύτερος χώρος
- Ο Τζούρισιτς άνοιξε το σκορ στο Αγρίνιο – Δείτε το γκολ του Παναθηναϊκού (vids)
- Aντέλ: «Δεν ξέρω πότε θα τραγουδήσω ξανά»
- Το Release Athens 2025 υποδέχεται τους Fontaines D.C. και Boy Harsher
- Η Άγκυρα προσπαθεί να «διαβάσει» τον Τραμπ
- Λονδίνο: Επίθεση με μαχαίρι στη γέφυρα του Westminster – Σε κρίσιμη κατάσταση ένας άνδρας