Πρόσφυγας…
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που πάντα είχε την αίσθηση του προσωρινού... μέχρι να «πάμεν έσσο μας». Μεγάλωσα με τις ιστορίες του τρόμου του διωγμού, της προδοσίας. Τις δικές μας και των άλλων. Αρχισα να μαθαίνω γιατί ο μεγαλύτερος εχθρός είναι ο κατευθυνόμενος εθνικισμός
Γεννήθηκα σε σπίτι προσφύγων. Σε σπίτι προσφύγων από την Κύπρο. Προσφύγων σαν αυτούς που κάποιοι «ακροκεντρώοι», που λέει κι ένας φίλος, κοροϊδεύουν σήμερα λέγοντας ότι δεν τους ενδιαφέρει να γυρίσουν σπίτι τους.
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που πάντα είχε την αίσθηση του προσωρινού. Μεγάλο; Ναι. Άνετο; Ναι. Όμορφο; Ναι. Χωρίς στερήσεις; Ναι. Αλλά όχι το «σπίτι μας». Ένα σπίτι να μένουμε μέχρι να «πάμεν έσσο μας».
Δεν μεγάλωσα με παραμύθια. Μεγάλωσα με ιστορίες. Τις ιστορίες των ανθρώπων που άφησαν το σπίτι τους. Τις ιστορίες του τρόμου του διωγμού. Τις ιστορίες της απώλειας. Τις ιστορίες της προδοσίας. Τις δικές μας και των άλλων.
Πήγα σε σχολείο που τα τετράδια έγραφαν «δεν ξεχνώ». Το 1986. Πριν ανοίξουν τα οδοφράγματα. Πριν μάθουμε να μιλάμε. Πριν θεωρήσουμε δεδομένο ότι δεν θα γίνει τίποτα άλλο.
Την πρώτη φορά που γύρισα από το νηπιαγωγείο και είπα στο τραπέζι «Τούρκος καλός, μόνο νεκρός», ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που θύμωσα τον παππού μου. Η μέρα που έμαθα γιατί πρέπει να αγαπάω τους τουρκοκύπριους, τους τούρκους.
Η μέρα που άρχισα να μαθαίνω τι κάναμε κι εμείς για να φτάσουμε εκεί. Η μέρα που άρχισα να μαθαίνω την ιστορία της προδοσίας. Η μέρα που άρχισα να μαθαίνω γιατί ο μεγαλύτερος εχθρός είναι ο κατευθυνόμενος εθνικισμός.
Έμαθα να πηγαίνω σε πορείες μέχρι το οδόφραγμα και να ακούω τα συνθήματα της πορείας από την άλλη πλευρά σαν τη μεγαλύτερη μου ελπίδα. Έμαθα ότι οι οικογενειακές φωτογραφίες ήταν πολύτιμες γιατί δεν τις είχαμε πάντα. Γιατί δεν τις είχαμε όλες.
Τις έφερε ο θείος Ηλίας που μπορούσε να πάει στο σπίτι μας γιατί δεν ήταν κύπριος ή έλληνας υπήκοος. Κάποιος του τις έδωσε. Κάποιος τις έσωσε. Για να μην ξεχάσουμε.
Το γάμο της γιαγιάς με τον παππού. Το γάμο της Μάρως και του Νίκου. Μαζί και κάποιες σκόρπιες αναμνήσεις. Ο παππούς μου, η γιαγιά, η Μάρω, ο Τάκης και ο Χάρης. Οικογενειακή φωτογραφία τότε περίπου που τελείωνε το σπίτι μας.
Σκόρπιες αναμνήσεις για να μάθεις. Να μην ξεχάσεις.
Σε μία από όλες ο Αντρικκής μου με τα πόδια σε μια καρέκλα, με ένα τσιγάρο στο χέρι. Σπάνιο.
Η Αλέκα μου και ο Τζίμης – κι αυτός πρόσφυγας από τη Σμύρνη στην Ελλάδα – στο γάμο της Μάρως και του Νίκου.
Αρνητικά δεν υπάρχουν. Τις προσέχουμε σαν τα μάτια μας. Για να μην ξεχάσουμε.
«Βλέπεις το σπίτι; Αυτό είναι το δωμάτιο της Μάρως, εδώ του Τάκη και του Χάρη. Αυτό ήταν το πρόχειρο σαλόνι. Το μεγαλύτερο δωμάτιο ήταν της γιαγιάς σου. Δίπλα το παλιό σπίτι που το είχαμε δώσει στην κυρία Λουκία που βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού».
Να μην ξεχάσεις.
Να μην ξεχάσεις.
«Φύγαμε από το σπίτι με 10 λίρες στην τσέπη. Αντί για το κιβώτιο με μερικά κοσμήματα πήραμε κατά λάθος ένα κιβώτιο ουίσκι». Ακόμα έχει ξεμείνει ένα μπουκάλι στο σπίτι. Τα παλιά του 1,5 λίτρου. Να μην ξεχάσεις.
«Την πρόγιαγιά σου τη βάζαμε στο αυτοκίνητο και έβγαινε. Η αδερφή της έμεινε εγκλωβισμένη». Να μην ξεχάσεις.
Ποτέ.
Να μην ξεχάσεις τα δικά μας, να μην ξεχάσεις και τα δικά τους.
Να μην ξεχάσεις τον αδερφό του Χακκί, που τον σκότωσαν ελληνοκύπριοι φασίστες της ΕΟΚΑ Β στο καφενείο στου Μόρφου. «Είχε έρθει να δει τη μάνα του. Φοιτητής ιατρικής στην Τουρκία. Του είπε ο γιατρός «μεν φοάσαι γιε μου τζιαι στο Μόρφου εν έσιει πρόβλημα, εν επηράξαν ποτέ κανένα». Τον άκουσε. Καθόταν δίπλα μου. Μία σφαίρα στο μέτωπο. Και απλά έσκυψε σαν να κοιμήθηκε». Η πρώτη ιστορία του παππού μου.
Να μην ξεχάσεις το Νιεζί εφέντη. «Αδερφέ μου Αντρικκή έλα να βγάλεις την κόρη μου να την πάμε στο γιατρό θα πεθάνει». Ήταν μέρες του πραξικοπήματος, δεν άφηναν τουρκοκύπριους να περάσουν τα οδοφράγματα. Ο Νιεζί εφέντη ήταν ο πρώτος τουρκοκύπριος φίλος του παππού μου που γνώρισα το 2004. Στο δημοψήφισμα.. Αυτή ήταν η δική του ιστορία. Που μου την είπε φιλώντας τα χέρια του παππού μου. Του φίλου του που έβλεπε για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια. Και του χρωστούσε τη ζωή του παιδιού του.
Στις ιστορίες ηρώων ήταν του Καβάζογλου και του Μισιαούλη. Όχι του Γρίβα.
Και η προδοσία είχε όνομα. Ταυτότητα. Στόχους. Σχέδιο.
Τα καλοκαίρια μου άρεσε ο Αστρομερίτης. Ήταν κοντά στη Μόρφου. «Να βλέπεις πίσω από κει, λίγο δεξιά και μετά αριστερά είναι το σπίτι μας. Αν σε σηκώσει λίγο ο Τάκης θα το δεις». Η πρώτη μου ψευδαίσθηση. Ότι έβλεπα το σπίτι μας.
Το ίδιο κάνανε και οι θείες μου, που βρήκανε σπίτι εκεί επίτηδες. Για να νομίζουν ότι βλέπουν το σπίτι τους. Να είναι πιο κοντά. Να είναι έτοιμες. Έτοιμες για κάτι που δεν έρχεται ποτέ.
Ακόμα πάω σε εκείνο το καφενείο, και νομίζω ότι βλέπω το σπίτι μας.
Το σπίτι μου το είδα και από κοντά. Μία φορά. Το 2004. Τον Αντρικκή μου τον βρήκα στα σκαλιά του γραφείου του, στο παλιό «Συνεργατικό». Σήμερα τράπεζα. Αυτός που κατέβηκε τον γνώρισε. Υπήρχε μία φωτογραφία του είπαν στο γραφείο. Την κράτησαν.
Ζήτησε να πάει στα πορτοκάλια του. Στα χωράφια του. Ήταν η εποχή που ανθίζανε οι πορτοκαλιές. Ακόμα θυμάμαι τη μυρωδιά. Ακόμα τον θυμάμαι με τα λουλούδια στα χέρια.
Στο προσωρινό μας σπίτι η ευχή ήταν «και του χρόνου σπίτι μας». Μαζί με ένα «ας όψονται που τα εκάμασι».
Από τον Αντρικκή έμαθα να αγαπάω τους ανθρώπους. Και να ξεχωρίζω τους πολιτικούς. «Να προσέχεις τι γράφεις. Να προσέχεις πώς το γράφεις. Να μην υπονομεύεις τις προσπάθειες. Να τις ενθαρρύνεις».
Έμαθα να μην βλέπω παντού προκλήσεις, αλλά να ψάχνω ευκαιρίες. Ευκαιρίες για λύσεις.
Έμαθα ότι ο «συμβιβασμός» δεν είναι προδοσία. Προδοσία είναι ο εθνικισμός.
Έμαθα να μην λέω τα πάντα πρόκληση. Γιατί στην πραγματική πρόκληση δεν θα βρεθεί κανείς εκεί.
Έμαθα να κάνω ακόμα και ένα οδυνηρό βήμα πίσω, αν είναι να πάω μπροστά. Με το δύσκολο τρόπο. Της απώλειας.
Και όταν γινόταν μία προσπάθεια, έμαθα να τη σέβομαι. Ακόμα και όταν είχε κίνητρα που δεν ήξερα και αν ήξερα ίσως δεν θα συμφωνούσα.
Στα προσωρινά σπίτια που έχω αλλάξει μέχρι σήμερα είναι πάντα σαφές και ξεκάθαρο ότι ο διάλογος, οι χαμηλοί τόνοι, η προσπάθεια συμβιβασμών είναι αυτό που μπορεί να δώσει τη λύση. Ακόμα και αν ακούγεται κλισέ.
Η επένδυση στον εθνικισμό είναι επικίνδυνη. Το να ψάχνεις τρόπο να ανάψεις τη φωτιά όταν πάει να σβήσει είναι αυτό που μπορεί να σε κάψει.
Στο δικό μου προσωρινό σπίτι δεν φταίνε πάντα οι άλλοι.
Στο δικό μου προσωρινό σπίτι μάθαμε να μετράμε τα λόγια μας. Να μετράμε τους τίτλους. Να μετράμε τη ζωή μας.
- «Θρασύτατο ψεύδος» τα περί ανάληψης 2,5 εκατ. ευρώ πριν τη δέσμευση της περιουσία του, τονίζει ο Κων. Πηλαδάκης
- Μαγδεμβούργο: Ανθρώπινη αλυσίδα κατά του μίσους στη Χριστουγεννιάτικη Αγορά
- Το «έχω βαρεθεί τους άντρες», το προφίλ στο dating app και το OnlyFans: Η Λίλι Άλεν αλλάζει σελίδα
- Μαρόκο: Ευρεία αναθεώρηση του Oικογενειακού Δικαίου
- ΕΣΥ: Μια ιστορία ελπίδας σε μια εποχή ζόφου – Οι ήρωες με τις λευκές και πράσινες μπλούζες
- Ίντερ – Κόμο 2-0: Πήρε το τρίποντο και παραμένει στο κυνήγι της Αταλάντα (vids)