[…]

Πέρα από την προσπάθεια για το μετριασμό της ευθύνης των ξένων, η προσπάθεια για την ενοχοποίηση του ελληνικού λαού (με αντίστοιχη, βέβαια, μείωση της ευθύνης των πραγματικών αυτουργών του δικτατορικού εγκλήματος) παίρνει και μιαν άλλη μορφή. Η μομφή είναι: ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού, κι αν δεν επιδοκίμασε, πάντως ανέχθηκε πρόθυμα τη δικτατορία ή, τουλάχιστον, δεν αντιστάθηκε σ’ αυτήν, ούτε καν παθητικά στις 22 Απριλίου η ζωή συνεχίστηκε κανονικά, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Μόνον αργότερα, με την εξέγερση των φοιτητών, τη «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος και την οικονομική κρίση, ο λαός κινητοποιήθηκε. Άρα…

Μα, για τ’ όνομα του Θεού, τι έπρεπε να κάνει το πρωί της 21ης Απριλίου ο κάθε Έλληνας ή ο κάθε Αθηναίος; Χωρίς μαζικές οργανώσεις που θα του έδιναν μια δυνατότητα κινητοποίησης σχεδιασμένης από τα πριν, ταλαιπωρημένος και αηδιασμένος από τα δύο χρόνια της αποστασίας που προηγήθηκαν, έπρεπε να βγει στους δρόμους για να αντιμετωπίσει «με το στήθος του» τα τανκς; Και αυτό μόνος του! γιατί μόνος ήταν αφού δεν ήξερε και δεν μπορούσε να ξέρει αν θα βγει στο δρόμο και ο γείτονάς του.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 25.12.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η παθητική αντίσταση που ήταν ευκολώτερη και που έγινε σε κάποιο βαθμό, βέβαια όχι αρκετό εξαρτάται από το μέσο βαθμό της πολιτικοποίησης του λαού, γιατί η πολιτικοποίηση κάνει τον άνθρωπο να μάχεται για τις πολιτικές του ιδέες κι αυτή του επιτρέπει να προβλέπει ποιες πρακτικές συνέπειες μπορεί να έχει η προσβολή των ιδεών αυτών. Και είναι αλήθεια ότι πολλοί (και φοβισμένοι αστοί και καταχρεωμένοι αγρότες και κομμουνιστές καταπιεζόμενοι αδιάκοπα επί τριάντα χρόνια) δεν έδειξαν δημοκρατικήν ευαισθησία από την πρώτη στιγμή της δικτατορίας. Αλλά δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι, από την πρώτη στιγμή, χαράχτηκε η γραμμή της αντίστασης, κι όχι μόνον από λίγους γενναίους: δυο σημαντικές κοινωνικές κατηγορίες, η πιο πολιτικοποιημένη και η πιο συνειδητή, οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι, έκοψαν αδίστακτα κάθε γέφυρα επικοινωνίας με τους στρατιωτικούς δικτάτορες και τους πρώτους υπηρέτες τους, τους ανωτάτους δικαστικούς.


Κι έπειτα, τι ποσόν ηρωισμού μπορεί κανείς να αξιώσει από κάποιον άλλον είναι θέμα αρκετά σχετικό, που πρέπει να αντιμετωπίζεται με σεμνότητα. Θα ’λεγα μάλιστα τούτο: το ανώτατο όριο ηρωισμού που δικαιούται κανείς να αξιώσει από τον άλλον είναι πάντα κάτι λιγότερο από τον ηρωισμό που ο ίδιος δείχνει. Όλα αυτά όμως δεν επιτρέπουν αντικειμενικά να μιλάμε για αποδοχή, για κατάφαση, για λαϊκή υποστήριξη της δικτατορίας. Ούτε και πρόσκαιρη. Απόδειξη, οι προφυλάξεις που αδιάκοπα αναγκαζόταν να πάρει η δικτατορία για να επιζήσει και η τρομοκρατία που σκορπούσε γύρω της.

Οι ρητορικές μεγαλοστομίες για τις αρετές ενός λαού, για τη μεσογειακή ευφυΐα του ή για τον παντοτινό ηρωισμό του στους αγώνες για την ελευθερία, εύκολα αποκτούν ναρκωτικήν επίδραση. Η πραγματικότητα βρίσκεται συνήθως μερικά γράδα χαμηλότερα και πάντα ωφελεί το κοίταγμά της κατάματα, προπάντων σε δύσκολες εποχές. Αλλά ακόμα πιο επικίνδυνη νάρκωση μπορεί να προκαλέσει η καλλιέργεια αισθημάτων συλλογικής ενοχής, κυρίως όταν τα πράγματα δεν τη δικαιολογούν.

*Απόσπασμα από άρθρο του Γιώργου Α. Κουμάντου, που έφερε τον τίτλο «Δημιουργώντας αισθήματα ενοχής» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την ημέρα των Χριστουγέννων του 1977.

Πολυσχιδής προσωπικότητα, ο Κουμάντος υπήρξε διαπρεπής νομικός (καθηγητής Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ) και διανοούμενος, αλλά και ακάματος επιφυλλιδογράφος.

Ο Γιώργος Κουμάντος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 1925 και απεβίωσε στο αγαπημένο του Άστρος Κυνουρίας στις 16 Αυγούστου 2007.