Μέχρι πριν μερικά χρόνια, τότε στα ‘90ς και έως κάποιο σημείο τη δεκαετία του 2000, η κοινωνία είχε την «πολυτέλεια» ή την αφέλεια να ασχολείται με την κόμμωση της Ρέιτσελ από τα «Φιλαράκια».

Την ίδια στιγμή, η ηθοποιός που την υποδυόταν, η Τζένιφερ Άνιστον, βίωνε μια άνευ προηγουμένου υπόκωφη «καταδίωξη» -και από τα μέσα ενημέρωσης- για τη συζυγική της σχέση με έναν από τους πιο –εμβληματικά- ωραίους και διάσημους άντρες στον πλανήτη, τον Μπράντ Πιτ, για το εάν θα αποκτούσε παιδί μαζί του, τέλος πάντων για την κάθε λεπτομέρεια της προσωπικής της ζωής που κανονικά δεν θα έπρεπε να αφορά κανέναν.

«Παραμύθι» με δράκους

Το κοινό παρακολουθούσε να εκτυλίσσεται μέσα από τις σελίδες των περιοδικών της προηγούμενης εικοσιπενταετίας και από τους τηλεοπτικούς του δέκτες, το «παραμύθι» που ενδεχομένως εποφθαλμιούσε ή ακόμη και «φθονούσε» τους πρωταγωνιστές του, για την ομορφιά, τη φήμη, τη δόξα, την οικονομική επιφάνεια και την «τελειότητα» που το ίδιο του είχε προσδώσει.

Χρειάστηκε μεγάλη ανθεκτικότητα, υπομονή και αντοχή για να υφίσταται όλη αυτήν πίεση που ήταν συνεχής και βάρβαρη για τον ψυχισμό του οποιουδήποτε. Πολύ περισσότερο εάν ήσουν ήδη πληγωμένος προηγουμένως στη ζωή σου όπως η Άνιστον.

Οι πληγές τους παρελθόντος

Τραυματισμένη νωρίς από το διαζύγιο των γονιών της και στιγματισμένη από την κακή σχέση με τη μητέρα της, η Τζένιφερ έπρεπε να περάσει τα 50 της χρόνια για να αποκτήσει πλέον τη δική της φωνή και να μπορέσει να αρθρώσει την αλήθεια της για όλα εκείνα που έμοιαζαν «ανώδυνα» για όλους τους άλλους εκτός από την ίδια και καταναλώνονταν αφειδώς ως «ειδήσεις» από το κοινό.

Και ποια ήταν λοιπόν η πραγματικότητα πίσω απ’ όλα αυτά που υπέθεταν οι άλλοι για κείνη; Η Τζένιφερ Άνιστον, με σοφία και ενσυναίσθηση, έχοντας διανύσει πολλά χιλιόμετρα εργασίας και με τον εαυτόν της, μπόρεσε να μοιραστεί πλέον τις απέλπιδες προσπάθειες να αποκτήσει ένα παιδί, την πληγή του διαζυγίου της, το πρώτο οικογενειακό και καθοριστικό τραύμα από τη μητέρα που δεν την αγάπησε και –τι ειρωνεία, αντίθετα με όλον τον πλανήτη- την έβρισκε άσχημη, καθώς και τελευταία πώς η υπερπροσπάθειά της να διατηρήσει την περιβόητη σιλουέτα της, την οδήγησε να «σπάσει» το σώμα της, να το τραυματίσει επώδυνα από την υπερβολική, εξαντλητική και σκληρή για το δικό της κορμί προπόνηση.

Όλα εκείνα, λοιπόν, που προβάλλονταν αγόγγυστα για κείνη, χωρίς εκείνη, λίγη σχέση είχαν με την πραγματικότητα, ήταν ερμηνείες και εύκολες υποθέσεις, το πόσο ευτυχισμένη, χωρίς προβλήματα, τέλεια ζωή είχε.

Με τη δαμόκλειο σπάθη της πολιτικής ορθότητας να επικρέμεται, μπορούμε ωστόσο να αναγνωρίσουμε την πρόοδο που γίνεται πλέον στην κοινωνία και οι γυναίκες αρχίζουν να μιλούν δημοσίως για όλα εκείνα που πριν από χρόνια δεν θα μπορούσαν.

Και ανοίγουν τον δρόμο και άνθρωποι που η διασημότητα τούς δίνει ένα πιο επιδραστικό βήμα, όπως η Τζένιφερ Άνιστον, να καταρρίψουν ταμπού και προκαταλήψεις, να σπάσουν στερεότυπα και να συμβάλλουν στην ενδυνάμωση και των υπόλοιπων γυναικών.