Στις 23 Αυγούστου 1945 έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος λόγιος, λογοτέχνης και αρχειονόμος Γιάννης Βλαχογιάννης (Γιάννης Βλάχος), ο οποίος αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στη συλλογή, την έρευνα και την έκδοση αρχειακού υλικού αναφορικά με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821.

Γεννημένος στη Ναύπακτο το 1867, με καταγωγή εκ πατρός (Οδυσσέας Βλάχος ονομαζόταν ο πατέρας του) από γενιά αγωνιστών της Ρούμελης, ο Βλαχογιάννης υπήρξε ο πρώτος διευθυντής των Γενικών Αρχείων του Κράτους (ΓΑΚ), που συστάθηκαν το 1914, επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου, κατόπιν δικής του εισηγήσεως.


Στο σύνολο των γραπτών του Βλαχογιάννη περιλαμβάνονται ποιήματα, πεζογραφήματα, ιστορικές μελέτες, κριτικά δοκίμια, άρθρα, καθώς και ένα μονόπρακτο για το θέατρο.

Στον Γιάννη Βλαχογιάννη ήταν αφιερωμένη μια επιφυλλίδα του Γ. Φτέρη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του μανιάτη δημοσιογράφου, κριτικού, συγγραφέα και ποιητή Γιώργου Τσιμπιδάρου, 1891-1967), που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 26 Σεπτεμβρίου 1965.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 26.9.1965, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στο εν λόγω κείμενό του, που έφερε τον τίτλο «Ο Βλαχογιάννης», ο Γ. Φτέρης ανέφερε, μεταξύ πολλών άλλων, τα εξής:

[…]

Ό,τι αφιερώνεται στον Βλαχογιάννη, ό,τι γράφεται και λέγεται για τον Βλαχογιάννη, όσο και νάναι αξιόλογο, από την άποψη που αντιμετωπίζεται η μορφή του, όσο και να φωτίζει μ’ άλλα λόγια την ιστοριοδιφική και τη λογοτεχνική καταβολή του στην έρευνα και στην ευρύτερη πνευματική κίνηση του τόπου μας, έχει συνήθως κάτι το άτονο, το γραμματικό. Το λέμε παίρνοντας αφορμή από την επέτειο του θανάτου του, που ετιμήθη με διάφορες εκδηλώσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι παραπέρα από τη σημασία που δίνει στις εκδηλώσεις το γεγονός ότι αποτελούν ηθικό χρέος, έχουν κι’ οι ίδιες το πνευματικό κύρος και την ελληνική ζέστα που απαιτεί μια τέτοια περίπτωση. Αλλά μία μπαταριά επάνω στον τάφο του, με γέρικα καριοφίλια παρμένα από κάποιο μουσείο, θα την άκουγε πιο καλά ο ίσκιος εκείνου που είχε κάμει την ψυχή του και τη ζωή του αρματολίκι της Ρούμελης.

[…]


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 26.9.1965, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Βλαχογιάννης, ο Γιάννος Επαχτίτης, για να αναφέρω και το φιλολογικό του ψευδώνυμο, ήταν ένας τύπος χοντρομούτσουνος, κάτι μεταξύ μπαμπούλα και Γκραβαρίτη, μία παραλλαγή πρωτόγονου, ρουμελιώτικου όγκου, ένα κομμάτι από κατσάβραχα που παρουσιαζότανε με ανθρώπινη μορφή. Είχε και μαγκούρα, όπως είχε κι’ ο Κονδυλάκης, αλλά η μαγκούρα δεν προξενούσε την ίδια εντύπωση, δεν έπαιζε στα χέρια και των δυο τον ίδιο ρόλο. Ο Κονδυλάκης την κράταγε για ν’ ακουμπάει, την γύριζε μάλιστα στις στιγμές της ακινησίας, όταν στεκότανε κάπου, μ’ ένα τρόπο παιχνιδιάρικο, φιλάρεσκο σχεδόν. Ενώ ο Βλαχογιάννης φαινότανε πως την εκτιμούσε και σαν όπλο, και πως αν χρειαζόταν θα την εσήκωνε, θα την ανέβαζε ψηλά για να χτυπήσει, να βαρέσει. Αν και άμα προσέχατε λίγο το ύφος του, τη φωνή του, το κύτταγμά του, αμέσως καταλαβαίνατε ότι επρόκειτο για έναν αγαθότατο Ρουμελιώτη, με ζωηρή απλώς θυμική διάθεση, με έντονα στιγμιαία αντανακλαστικά.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό που διατηρώ στη μνήμη μου από την έκφρασή του είναι το «τικ», κάτι σαν «τικ» που είχε στα χείλη, μία ρυθμική σύσπαση, μία τάση σαν ελαφρού αυτοδαγκώματος, που κατέβαζε τη φωνή του στο ψιθυριστό, κι’ όταν τον κυττάζατε άξαφνα ενομίζατε πως μασουλάει.

Εκείνοι που τον εγνώρισαν από κοντά θα θυμούνται επίσης πως με τ’ άλλο χέρι, το ελεύθερο από τη μαγκούρα, συχνά, συχνότατα, αν όχι πάντα, εστήριζε επάνω στο στήθος του, κατά τη μασχάλη, σαν να τ’ αγκάλιαζε, διπλωμένα χαρτιά. Αυτό το τόσο κοινό για τους άλλους, δηλαδή το να κρατά ένας άνθρωπος με τα χέρια του χαρτιά, όταν το παρακολουθούσατε στον Βλαχογιάννη δεν ήταν το ίδιο, έπαιρνε μία απόχρωση τρυφερότητος. Λέγατε πως κρατούσε ένα μικρό αγαπητό παιδί. Γενικά τα χαρτιά, και ειδικότερα τα χαρτιά με τα παλιά γράμματα ή με τα παλιά τυπογραφικά στοιχεία, τον εμεθούσαν, καθώς του έδιναν την ευκαιρία να επικοινωνήσει με το παρελθόν, και να κάμει τις νεκρές, τις πεθαμένες καταστάσεις ολοζώντανο βίωμα. Να πού πιστεύω πως έχει αξιοποιηθεί πιο ουσιαστικά και πιο σταθερά ο Βλαχογιάννης.

[…]


Άσχετα ωστόσο με τις άλλες επιδόσεις του και με το βαθμό της επιτυχίας που είχαν, εκείνο που θα κρατά πάντα ψηλά τον Γιάννη Βλαχογιάννη μέσα στην εθνική μας συνείδηση είναι το γεγονός ότι συνέλαβε περισσότερο από όλους τους άλλους Έλληνες ιστορικούς τη λαϊκή έννοια του Εικοσιένα. Ίσως μάλιστα η στάση του, ακριβέστερα η προκατάληψή του εναντίον του Μωριά, να οφείλετο και στο ότι ένιωθε το Μωριά λαϊκά νοθευμένον, με τα τζάκια του, με τους κοτσαμπάσηδές του. Κάνοντας όμως πάντα μία διάκριση, που πρέπει να την αναφέρω εδώ. Τη διάκριση της Μάνης. Την έβλεπε με τη δική της προσωπικότητα, και έξω από τον εδαφολογικό της δεσμό με τον άλλον Μωριά. Στα τελευταία του μάλιστα το ετόνιζε με τον βεβαιότερο τρόπο.

— Η Μάνη, έλεγε, είναι το Σούλι του νότου. Δίχως τη Μάνη δεν θα γινότανε η Επανάσταση. Ο Κολοκοτρώνης είχε δίκιο χωρίς άλλο όταν την είδε σαν το πιο σίγουρο, το πιο σταθερό σημείο όλου του ελληνικού χώρου για την εθνική εξόρμηση.


Θα τελειώσομε το μνημόσυνο του Βλαχογιάννη μ’ ένα ανέκδοτο παρμένο από την «Ιστορική Ανθολογία» του, που δείχνει πόσο και οι αγωνιστές του Εικοσιένα ένιωθαν την καθαρεύουσα σαν κάτι το ψόφιο.

«Για το καλό φτάσιμο του Όθωνα στην Ελλάδα συνάχτηκε όλος ο λαός της Τριπολιτσάς στην Αγία Σωτήρα, έγινε δοξολογία κι’ ύστερα ο δάσκαλος Κωνστ. Λουκάς έβγαλε τον πανηγυρικό. Ο Κολοκοτρώνης ήτανε κι’ αυτός στην τελετή κι’ άκουε το ρήτορα.

Άξαφνα ο λογιώτατος, αφού είπε πολλά, έβαλε μια φωνή:

— Πυρ, κροτοβόλει!

Κανείς δεν κατάλαβε τι ήθελε να πη. Τόπε αυτό και το ξανάπε, μα όλοι, λαός και στρατός, μένανε με το στόμα ανοιχτό και κύτταζε ο ένας τον άλλον. Ο Κολοκοτρώνης έβαλε τότε τη δική του φωνή:

— Φωτιά, βρε!

Αμέσως ντουφέκια και κουμπούρια στρατού και λαού βροντήσανε θριαμβευτικά».