Εδώ και σαράντα χρόνια έβλεπα να περνάη μπροστά από το σπίτι μας ανεβαίνοντας προς το Γαλάτσι έναν κοντό και σκυφτό άνθρωπο που κύτταζε τις πέτρες, τα βράχια και τα άγρια χόρτα του άστρωτου δρόμου σαν να ζητούσε να τους μιλήση. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν γνώρισα τον Δημήτρη Πικιώνη σαν καθηγητή μου στο Πολυτεχνείο, κατάλαβα σιγά-σιγά πως πραγματικά βρισκόταν σε ένα συνεχή διάλογο με ό,τι ήταν φυσικό και απλό στο γύρω του χώρο. Στους μακρινούς περιπάτους που κάναμε μαζί στο Γαλάτσι, στα Τουρκοβούνια, κι’ αργότερα στη Σαλαμίνα και σ’ άλλα νησιά και ακόμα στο σπίτι του ή στην Πλάκα και στις αίθουσες του Πολυτεχνείου, κατάλαβα πως είχε έναν δικό του τρόπο να βλέπη τον κόσμο γύρω του κι’ έναν δικό του τρόπο να μεταδίδη την γνώση του και να γίνεται σεβαστός από κείνους που μπορούσαν να τον καταλάβουν. Έτσι γνώρισα τον Δημήτρη Πικιώνη, τον Μεγάλο Δάσκαλο, που άφησε τον κόσμο αυτόν, αλλά που μας άφησε μια μεγάλη κληρονομιά που μας δημιουργεί μεγάλες υποχρεώσεις.

Ο Δημήτρης Πικιώνης ήταν ο δάσκαλος που μας δίδασκε να προσέχωμε και την πιο ταπεινή εκδήλωση και ν’ αποδίδωμε σημασία στην ποιότητα. Ήταν ο δάσκαλος που μπόρεσε να δέση την αρχιτεκτονική με κάθε άλλη πνευματική εκδήλωση στη ζωή μας και να την κάνη πραγματικό βίωμά του. Πολλοί τριγύρω μας τον ωνόμαζαν δάσκαλο της «λαϊκής αρχιτεκτονικής», μα εκείνος ζητούσε μια καθολική ελληνική έκφραση, θυμίζοντας τον Σολωμό που έλεγε: «ελληνικό είναι το αληθινό». Άλλοι τον θεωρούσαν «αφηρημένο», «ρομαντικό» ή «αισθητικό», ενώ εκείνος έψαχνε να βρη μια αρχιτεκτονική σε ανθρώπινη κλίμακα. Άλλοι πάλι τον θεωρούσαν «συνεπαρμένο» από τα «βυζαντινά», όταν, ας πούμε, έμπαινε να διδάξη Διακοσμητική κι’ εκείνος άναβε ένα κερί και διάβαζε το Ευαγγέλιο, κι’ έπειτα το έκλεινε και έφευγε από την τάξη χωρίς να πη άλλο τίποτε, γιατί ζητούσε να μεταδώση την αλήθεια με μια θρησκευτικότητα.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 1.9.1968, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Έτσι ο καθένας σχημάτιζε μια διαφορετική εικόνα για τον Πικιώνη, γιατί στη ζωή του καθώς και στη διδαχή του δεν ακολούθησε την πεπατημένη, αλλά άνοιξε δικούς του δρόμους, που άλλοι τους καταλάβαιναν κι’ άλλοι όχι, και ο καθένας τούς καταλάβαινε με τρόπους που βρίσκονταν πιο κοντά στη δική του ιδιοσυγκρασία. Πολλές φορές ρωτήθηκαν οι μαθητές του και οι φίλοι του τι ζητούσε να διδάξη, το ελληνικό, εξηγώντας μας πότε την αρχαία Ελλάδα και πότε την βυζαντινή και πότε τις λαϊκές εκδηλώσεις, ή το ανθρώπινο και το πανανθρώπινο, και πολλές φορές στις κουβέντες μαζί του ρωτηθήκαμε πού αρχίζει το ένα και που τελειώνει, και πού αρχίζει το άλλο, και δεν δώσαμε την απάντηση. Και ακόμα δεν νομίζω πως μπορούμε να την δώσωμε, γιατί περνάμε σήμερα μια μεταβατική περίοδο που συγκρούονται οι τοπικές με τις παγκόσμιες δυνάμεις, που συγκρούονται μ’ έναν τρόπο που δείχνει ότι πηγαίνομε σε μια καινούργια σύνθεση. Εκείνο που κουβεντιάζαμε με τον Πικιώνη, και μπορούμε να διαπιστώσωμε και σήμερα, ήταν πως στην εποχή μας μπορούμε να διακρίνωμε δύο μεγάλες υπεύθυνες τάσεις στις αρχιτεκτονικές προσπάθειες της ανθρωπότητας. Αυτές είναι τάσεις που ίσως παρουσιάζονται σε όλα μας τα πνευματικά ζητήματα, μα που μπορούμε τώρα να τις εντοπίσωμε περισσότερο στην αρχιτεκτονική.

Οι πρώτες απ’ αυτές τις τάσεις, που θα τις ωνόμαζα οικουμενικές, είναι εκείνες που ξεκίνησαν από την σύγχρονη τεχνολογία, από την επίδραση της σύγχρονης οικονομίας και της σύγχρονης βιομηχανίας πάνω στις κατασκευές, και που εκδηλώθηκαν με την αρχιτεκτονική επανάσταση της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, που ξεκίνησε γύρω από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στη Δυτική Ευρώπη και που φούντωσε μετά απ’ αυτόν. Οι δυνάμεις αυτές δημιούργησαν μια πραγματική επανάσταση που, ενισχυμένη από τα σύγχρονα μέσα των συγκοινωνιών και των επικοινωνιών, δημιούργησε μια παγκόσμια κίνηση για την μοντέρνα αρχιτεκτονική, που την βλέπομε εκφρασμένη σε όλο τον κόσμο με αρκετές επιτυχημένες ή με αποτυχημένες εκδηλώσεις. Αυτές τις τάσεις τις πήραν όλοι οι νέοι στα χέρια τους αμέσως, γιατί βοηθήθηκαν από τα ίδια τα μέσα που τις δημιούργησαν, δηλαδή από την σύγχρονη τεχνολογία που εκδηλώθηκε με τον τύπο και το ραδιόφωνο στο να τις κάνουν δικές τους.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 1.9.1968, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Οι δεύτερες τάσεις απορρέουν από τις τοπικές δυνάμεις, από το τοπίο, από το κλίμα, από τη φύση που μας περιβάλλει και από την παράδοσή μας. Θα ήμουν πάλι έτοιμος να πω πως απορρέουν και από τον άνθρωπο, αν εδώ δεν σταματούσα με το μεγάλο ερωτηματικό και αν δεν έθετα και πάλι το ίδιο ερώτημα: μα είναι ο άνθρωπος που βγαίνει από έναν τόπο, δεν είναι ο ίδιος και το οικουμενικό στοιχείο που μας συνδέει όλους σ’ ένα σύνολο; Τις τάσεις αυτές τις αντιπροσώπευσε ο Πικιώνης. Θα μπορούσα μάλιστα να πω, απ’ όσο μπορώ να ξέρω για την παγκόσμια κίνηση, τις δημιούργησε ο Πικιώνης για πρώτη φορά όχι μόνο στον τόπο μας, αλλά στον κόσμο, μ’ έναν τρόπο απόλυτα δημιουργικό, απόλυτα βασικό και ειλικρινή, που δεν έπαιρνε την λαϊκή τέχνη σαν μόδα που έπρεπε να τη σεβαστούμε, παρά σαν μια έκφραση της αλήθειας, από την οποία μπορούμε να διδαχτούμε την σημασία όλων των τοπικών δυνάμεων, όπως από τον ορθολογισμό μπορούσαμε να διδαχτούμε τις οικουμενικές δυνάμεις.


Έτσι ο Πικιώνης δεν γίνεται μόνον ο Μεγάλος Δάσκαλος των αρχιτεκτόνων που σπούδασαν στον τόπο μας, στην τελευταία γενιά, μα ένας Μεγάλος Δάσκαλος που το έργο του έχει σημασία σε παγκόσμια κλίμακα. Όταν μια μέρα γραφή η σημασία της συμβολής της κάθε Σχολής και του κάθε ατόμου στην δημιουργία μιας πραγματικά καινούργιας αρχιτεκτονικής έκφρασης, τότε μοιραία θα αποδοθή στον Πικιώνη ο τίτλος ενός πρωτοπόρου της Σχολής, που προσπάθησε να διδαχτή από τον τόπο, σε αντιδιαστολή από την Σχολή, που προσπάθησε να διδαχτή από τις σύγχρονες παγκόσμιες δυνάμεις. Έτσι ο Πικιώνης προβάλλεται στη σειρά των μεγάλων επαναστατών που δημιούργησαν την μεγάλη αρχιτεκτονική του Γάλλου Le Corbusier ή των Γερμανών Gropius και Mies van der Rohe, που ο καθένας τους με διαφορετικό τρόπο, ο πρώτος με μια αισθητική ανάλυση, ο δεύτερος μ’ έναν πρακτικό ορθολογισμό και ο τρίτος με μια μεγάλη πίστη στη βιομηχανική κατασκευή, δημιούργησαν την παγκόσμια κίνηση για την μοντέρνα αρχιτεκτονική. Αντίθετα όμως μ’ αυτούς που δούλεψαν σε τόπους αναπτυγμένους και μπόρεσαν να δημιουργήσουν μεγάλες σχολές στην Γαλλία, στην Γερμανία και στην Αμερική, ο Πικιώνης ξεκίνησε μόνος του, συναντώντας μια μεγάλη αντίδραση από όλη την κοινωνία γύρω του και χωρίς καμμιά ωργανωμένη υποστήριξη. Έτσι το έργο του δεν γίνεται μονάχα μοναδικό γιατί δημιούργησε μια εντελώς καινούργια θεώρηση, μα ακόμα και γιατί την δημιούργησε μόνος του χωρίς να βοηθηθή από κανένα παρά από τους σεμνούς και απλούς, που με την έκφρασή τους μπορούσαν να τον βοηθήσουν να δη ωρισμένες αλήθειες, όπως αυτές που έβλεπε στις λιθόκτιστες μάντρες της Σαλαμίνας και στα απλοϊκά σπίτια της Αίγινας.


Μέσα στον κόσμο που κύτταζε να καταλάβη τις δυνάμεις που έρχονται στη μεγάλη κλίμακα του μέλλοντος, ο Πικιώνης προσπαθούσε να βρη την αλήθεια στις δυνάμεις που έχουν κιόλας επηρεάσει την ζωή μας και έχουν οδηγήσει σε εκφράσεις που πρέπει να τις μελετήσωμε και να τις σεβαστούμε.

Ο Δημήτρης Πικιώνης έβλεπε τους δύο διαφορετικούς δρόμους που ακολουθούνταν, μα δεν ανησυχούσε για την σύγκρουση που φαινομενικά προμηνύονταν να γίνη, γιατί ο Πικιώνης είχε μια σωστή αίσθηση του χρόνου όπως είχε και του τόπου. Όταν τον ρωτούσαμε, αν δεν οδηγούμεθα σε σύγκρουση, αν θα φθάσωμε σε μια σύνθεση, και πότε θα φθάσωμε σ’ αυτήν, τότε θα μας έλεγε καθαρά πως την σύνθεση αυτή δεν θα την κάνη ο ίδιος, αλλά θα ετοιμάση μαθητές για να την κάνουν. Και αυτό νομίζω είχε ένα βαθύτερο νόημα. Τώρα βέβαια ξέρομε πως ούτε οι μαθητές του θα φθάσουν στην οριστική σύνθεση, ίσως ούτε οι μαθητές των μαθητών του. Βρισκόμαστε σε μια μεγάλη μεταβατική περίοδο, στο ξεκίνημα μιας καινούργιας πορείας που θα οδηγήση προς μια καινούργια παγκόσμια σύνθεση. Ο Πικιώνης ήξερε πως έπρεπε να ετοιμασθούμε για την σύνθεση αυτή και πως αυτό θα το πετυχαίναμε αν καταφέρναμε να αντιπροσωπεύσωμε όλες τις δυνάμεις, τις παγκόσμιες και τις τοπικές. Έβλεπε τόσους πολλούς να παίρνουν σαν μόδα τις παγκόσμιες, που θεώρησε καθήκον του μεγάλο να αντιπροσωπεύση τις τοπικές. Έτσι ο Πικιώνης, με την προσπάθειά του, μας έδινε και ένα άλλο μεγάλο δίδαγμα. Μας θύμιζε πως δεν είμαστε μονάχοι στον κόσμο, πως δεν αποτελούμε την αρχή και δεν αποτελούμε το τέλος, πως την αλήθεια θα την βρούμε μονάχα αν αντιληφθούμε σωστά την ιστορική μας τοποθέτηση, αν καταλάβωμε γιατί ήρθαμε στη Γη, αν καταλάβωμε τον ρόλο για τον οποίο έχομε ταχθή στην κάθε εποχή, στον κάθε τόπο, αν δεν θελήσωμε να γίνωμε καλύτεροι από την εποχή και μεγαλύτεροι από το περιβάλλον μας, αν με σεμνότητα ενταχθούμε μέσα στην πορεία της ανθρωπότητος και βοηθήσωμε και μεις την πορεία αυτή να συνεχισθή στο σωστό δρόμο.


Σήμερα, περισσότερο απ’ ό,τι στην εποχή που ο Πικιώνης δίδασκε, βλέπομε σιγά-σιγά πολλούς ν’ αρχίζουν ν’ απασχολούνται με το πώς οι δυο δρόμοι, οι δυο μεγάλες τάσεις, θα ενωθούν σε μια, σε μια τάση που θα εκδηλώνη τις παγκόσμιες ανάγκες, έναν κόσμο που θα είναι φτιαγμένος για τον άνθρωπο και που θα είναι φτιαγμένος σε σωστή κλίμακα τόσο στο μικρό χώρο, στο δωμάτιο, στο σπίτι, στην αυλή, στο μικρό δρομάκι και στην πλατεία, όσο και στον παγκόσμιο χώρο, μέσα στον οποίο ο άνθρωπος θα κινήται με μηχανές. Αν καταφέρωμε να κάνωμε την σύνθεση αυτή που πολλοί αρχίζουν να την προσπαθούν, αν καταφέρωμε τουλάχιστον να προχωρήσωμε προς την σύνθεση αυτή, μεγάλο θάχωμε το χρέος στον Πικιώνη για τον δρόμο που άνοιξε και για ό,τι δίδαξε στην ανθρωπότητα.

*Επιφυλλίδα του πρωτοπόρου και διεθνώς καταξιωμένου αρχιτέκτονα και πολεοδόμου Κωνσταντίνου Α. Δοξιάδη (1913-1975) για τον Δημήτρη Πικιώνη. Έφερε τον τίτλο «Ο Δημήτρης Πικιώνης: Ένας μεγάλος δάσκαλος» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την 1η Σεπτεμβρίου 1968, λίγες μόλις ημέρες μετά το θάνατο του Πικιώνη.


Ο Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης

Ο σπουδαίος αρχιτέκτονας και ακαδημαϊκός Δημήτρης Πικιώνης απεβίωσε στις 28 Αυγούστου 1968 στην Αθήνα, σε ηλικία 81 ετών.