Τώρα που συμπληρώνονται την Κυριακή που μας έρχεται πενήντα χρόνια από το θάνατο του Τολστόι, ο νους μου ξαναγυρίζει εκεί κάτω, στο φαρδύ, απέραντο κάμπο, που τον αχνίζει και τον μυρώνει η ανάερη βροχή. Είναι η Γιάσναγια Πολιάνα. Πίσω από την είσοδο με τις δυο κοντόχοντρες ασβεστωμένες κολώνες, που θυμίζουν στρατώνα, αρχίζει το μεγάλο δάσος. Πανύψηλο, βαθύ, κελαϊδάει σύγκορμο από μυριάδες αόρατα πουλιά. Ο αέρας είναι φτερωμένος από το δροσερό εκείνο χνώτο της Ρωσίας, το απαρόμοιαστο, κάτι υγρό και πικρό, φυλλωσιά νοτισμένη αιώνια, από τις ολόπρωτες ακόμα ημέρες του κόσμου, τις ημέρες της Δημιουργίας. Όλα εδώ έχουν τη σφραγίδα του αιώνιου, του ατελεύτητου: και ο ανεξάντλητα επίπεδος κάμπος, και η αστέρευτη χλόη του, και τ’ αγέραστα δάση με τις βελανιδιές και τις εφηβικές σημύδες. Όλα, θάλεγες, πλάστηκαν για να διαρκούν. Μέσα στα σπλάχνα του δρυμού, καθώς πορευόμαστε αργά προς τον τάφο όπου κοιμάται τον αιώνιο, ριζωμένος στο χώμα της πατρίδας του, ο προφήτης της, ρωτάω την οδηγό:

Πούθε πέφτει το Αστάποβο;

Δώθε, μου λέει, δείχνοντας αόριστα κάπου ανάμεσα στα δέντρα.

Έχεις την εντύπωση πως όλες οι χειρονομίες εδώ, όλες οι κατευθύνσεις, είναι έτσι, αόριστες, θολές. Δεν υπάρχει ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ούτε μακρυά ούτε κοντά, όπως στο αστρικό διάστημα. Το απόλυτο μέγεθος εξαφανίζει τις έννοιες του χώρου.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 16.11.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Εκεί λοιπόν, κάπου σ’ ένα σημείο του φαρδύστερνου κάμπου, σε κάποιο χαμένο σιδηροδρομικό σταθμό, έζησε την τελευταία αγωνία του ο Λέων Τολστόι. Είχε πληρώσει, είχε θελήσει με κάθε τρόπο να πληρώσει ως το τελευταίο μονόλεπτο, την αγριωπή του τη συνέπεια: όχι μόνο να λες παρά και να πράττεις, όχι μόνο να πιστεύεις παρά και να ζεις ό,τι πιστεύεις. Είναι νόμος σκληρός, επικίνδυνος, γιατί η ζωή φαίνεται να υπαγορεύει το άλλο: την προσποίηση, τον ελιγμό, την πονηρία, που διασφαλίζει την επιβίωση. Η ζωή μοιάζει να έχει για κανόνα της τη χαμηλή, σερνάμενη φλόγα, που μισοφέγγει και αργοκαίει συνετά το λάδι της. Όμως υπάρχουν στον κόσμο κ’ οι αλλόκοτες συνειδήσεις, οι τρελλές, που κάνουν νόμο τους τη θύελλα, το όλα ή τίποτα, το λαμπάδιασμα σε μια στιγμή. Τέτοια ψυχή, παράφορη, στάθηκε ο Λέων Τολστόι.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 16.11.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Να τον εγκωμιάσουμε σαν καλλιτέχνη, τώρα που η Ιστορία αρχίζει να μεταλλάζει γι’ αυτόν σε θρύλο, θα είταν άκαρπο. Εγκώμια τέτοια, όταν μάλιστα στριμώχνονται σε χώρο μετρημένο, ξεπέφτουν αναγκαστικά σε γενικότητες. Να ψηλαφήσεις το μυστικό ενός δημιουργικού δαιμονίου είναι ταυτόσημο με το να δοκιμάσεις να ψηλαφήσεις το μυστικό της ζωής. Βλέπεις πως δεν πιάνεται. Θυμάμαι τώρα που κάποτε επιχείρησα, έτσι γι’ απλό πείραμα, να καθηλώσω τη ζωντανή μορφή της Άννας Καρενίνας. Έπιασα και κορφολόησα όλες τις στάσεις της, όλες τις στιγμές που ο δημιουργός της την αποτύπωνε άμεσα, με δυο-τρεις πινελιές. Ύστερα έστρωσα στη σειρά τα στιγμιότυπα. Θ’ άξιζε, αν είχα τον κατάλληλο εδώ χώρο, να τα παραθέσω. Δεν μαρτυράνε τίποτα, δεν ανασαίνουν, δεν ζεσταίνουν τον αέρα. Τίποτα. Τίποτα από τη θαυμαστή εκείνη παρουσία της αλησμόνητης γυναίκας που τη νιώθεις, όταν διαβάζεις την ιστορία της, να περνάει δίπλα σου με το γλυκό βάρος της και να μυρώνει το χώρο με μιαν άχνα κορμιού ανθισμένου. Η ζωή της Άννας είναι ασύλληπτη. Βρίσκεται, θάλεγες, όχι στο ίδιο το κείμενο παρά ανάμεσα στις αράδες του κειμένου, σε ό,τι σε κάνει εκείνο να φαντάζεσαι γι’ αυτήν χωρίς να έχει ειπωθεί. Και τότε κατάλαβα και το χρωστάω στον Τολστόι πως η ζωή ενός ποιητικού πλάσματος δεν είναι η φανερή, αυτή που μας λέγεται, που μας δηλώνεται. Είναι μια άλλη, μυστική, πέρα από την πρώτη, και που απλώς προσδιορίζεται, υποβάλλεται από κείνην. Ο αναγνώστης αυτό δεν το συνειδητοποιεί. Νομίζει πως παρακολουθεί, μέσα στον αντικειμενικό κόσμο του έργου, ένα είδωλο να σαλεύει. Στην πραγματικότητα, το αληθινό πρόσωπο ζει μέσα του, σ’ έναν άλλο χώρο. Και το έργο έχει τότε μόνο το δώρο της ζωής, όταν κατορθώνει να στοιχειώνει την ψυχή σου μ’ ένα τέτοιο φάντασμα, όχι πια φυλακισμένο σε πράξεις, αλλά αισθητό και παρόν χάρη σε μιαν ακτινοβολία εσωτερική.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 20.8.1933, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ας προσπεράσουμε λοιπόν το άδυτο του καλλιτέχνη Τολστόι κι’ ας σταθούμε για μια στιγμή μπροστά στη σκήτη του επαναστάτη. Ο άνθρωπος αυτός έρριξε το γάντι στο πρόσωπο του καιρού του, απεδοκίμασε με αγανάκτηση κάθε αυθεντία. Τη χειρονομία του αυτή δεν την κάνει νέος, τότε που λίγο-πολύ ο καθένας ρέπει στο ηρωικό και γεύεται την ομορφιά του ασυλλόγιστου. Την κάνει ώριμος άντρας σαρανταέξη χρονών. Είναι κιόλας βαρύς από βιώματα, έργο, δόξα, στοχασμό, οικογενειακές υποχρεώσεις, ιστορικές ευθύνες. Άλλοι, στην ηλικία αυτή και στη θέση του, θα έκριναν δικαίωμά τους να ησυχάσουν, να ισορροπήσουν, στηριγμένοι στα πεπραγμένα τους. Αυτός όχι. Ο κόσμος του καθημερινού μέτρου και της αγοράς, ο κόσμος των μικροκατεργαρέων, δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει μάλιστα τώρα, εκ των υστέρων το εκτεθειμένο, το μεγαλειώδες και το δραματικό μιας χειρονομίας καθώς αυτή του Τολστόι στα 1874. Μέσα στη συνείδηση όμως του συγγραφέα τού «Πόλεμος και Ειρήνη» συζούν από καιρό, σε πάλη μεταξύ τους ανειρήνευτη, δυο μαζί άνθρωποι: ο καλλιτέχνης κι’ ο ιδεολόγος. Ψυχή τίμια με τρόπο άγρυπνο κι’ ανένδοτο, που ζεί σώμα με σώμα τα προβλήματά της και δεν κοροϊδεύει, ούτε τα κάνει φιλολογία, ο Τολστόι βρίσκεται εξ ορισμού σε θέση αντίθετη με τους ανθρώπους της κοινής εμπειρίας: μ’ εκείνους που νομίζουνε πως ζουν, ενώ δεν κάνουν άλλο παρά να παριστάνουν τη ζωή τους, να τη μαϊμουδίζουν. Ψάχνει με πάθος ο Τολστόι να βρει ένα νόημα στη ζωή. Δεν παραδέχεται με κανένα τρόπο πως περιεχόμενό της μπορεί να είναι η τυπική εκτέλεση μιας σειράς από πράξεις και χειρονομίες τρεχούμενες, που οδηγούν στο μηδέν του τάφου. Για χρόνια έχει την έμμονη ιδέα της αυτοκτονίας, που του φαίνεται φυσική διαμαρτυρία για μια τέτοια αδειανή, ανάξια του ανθρώπου ζωή. Ως που κάποια μέρα πέφτει η προσοχή του στο χωρίο τού κατά Ματθαίον: «Ηκούσατε ότι ερρέθη, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ· αλλ’ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην». Το χωρίο τούτο του γίνεται, μας λέει, «το κλειδί του παντός». «Μη αντιστήναι τω πονηρώ».


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 12.2.1928, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Σ’ αυτό απάνω θα οικοδομήσει την ηθική διδασκαλία του. Είναι ο νόμος της αγάπης, ο ευαγγελικός, ερμηνευμένος όμως με τρόπο προσωπικό, ανεξάρτητο, και με μιαν αδιαλλαξία τρομαχτική. Θα κάνει τον Τολστόι ν’ απορρίψει την ιδέα της αθανασίας της ψυχής και την αυθεντία της Εκκλησίας, τη θεία φύση του Χριστού και το κύρος των Ευαγγελίων. Ο Χριστιανισμός του, όπως προβάλλει γυμνός, ξεσπαθωμένος, ελεύθερος από ό,τι εκείνος κρίνει επίκτητο ή αντιφατικό, οδηγεί σε συμπεράσματα ακραία: άρνηση της πατρίδας, καταδίκη των στρατών, των δικαστηρίων, των φυλακών. Αποκάλυψη ωμή, αλλά και θαυμαστά ενήμερη, της κακοήθειας που κρύβεται κάτω από την κοινωνική ηθική. Καταγγελία της βίας σε όλες τις μορφές της. Ο Χριστιανισμός που κηρύσσεται έτσι δεν είναι καθόλου προσιτότερος από τον άλλο, τον επίσημο. Απεναντίας. Έχει όμως μιαν ερημική καθαρότητα, που νομίζω ότι, σ’ ένα τουλάχιστον ουσιωδέστατο σημείο της, δεν έχει εξαρθεί όσο πρέπει: είναι ένας Χριστιανισμός δίχως μεταθανάτια υστεροβουλία κι’ ανταπόδοση. Δεν αποβλέπει στην αιώνια μακαριότητα σαν σε αντίτιμο της εγκόσμιας αρετής.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 22.8.1933, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Του Χριστιανισμού αυτού, του ανεπίγνωστα ηρωικού κι’ απελπισμένου, ο Τολστόι έγινε παρανάλωμα. Σαν μια αληθινά μεγάλη ψυχή που είταν, δεν μπόρεσε να ιδεί το θανάσιμο μειονέκτημα της «θρησκείας» του: πως ξεπερνούσε τα μέτρα των ανθρώπων, πως τους προϋπέθετε καλλίτερους από ό,τι εξ ορισμού είναι. Πως ερχόταν σε αντίθεση με τον απαράβατο, τον επαίσχυντα κρυμμένο νόμο της ζωής που λέει πως κάθε ανθρώπινη πράξη έχει κίνητρο εγωιστικό. Ο Λέων Τολστόι, όπως όλοι οι αληθινά μεγάλοι, έπεσε νικημένος μπροστά στα τείχη της Χίμαιρας.

Όμως για να είμαστε δίκαιοι κι’ απέναντι στους ανθρώπους μονάχα των νικημένων καθώς αυτός οι τάφοι αναγνωρίζονται για μνημεία.

*Εξαιρετικό άρθρο του Άγγελου Τερζάκη για τον Λέοντα Τολστόι, τον κορυφαίο ρώσο μυθιστοριογράφο. Είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 16 Νοεμβρίου 1960, ημέρα Τετάρτη.

Ο Λέων Τολστόι, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ρωσικής λογοτεχνίας, γεννήθηκε στις 28 Αυγούστου 1828 (9 Σεπτεμβρίου με το νέο ημερολόγιο), στη Yasnaya Polyana (στο κτήμα της οικογενείας του) της ρωσικής επαρχίας Tula, και απεβίωσε στις 7 Νοεμβρίου 1910 (20 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο), στο Astapovo της ρωσικής επαρχίας Ryazan.