Ασημάκης Πανσέληνος: Φλογερή καρδιά
Το κοφτερό λεπίδι του πνεύματος
Την 1η Σεπτεμβρίου 1984 απεβίωσε στην Αθήνα ο Ασημάκης Πανσέληνος, αξιόλογος λογοτέχνης του περασμένου αιώνα.
Ο Πανσέληνος, γιος του εμπόρου υφασμάτων Ιωακείμ Πανσέληνου και της Μυρτώς Βελισσαρίου, γεννήθηκε το 1903 στη Μυτιλήνη, όπου πέρασε τα παιδικά και γυμνασιακά του χρόνια.
Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος.
Το 1921 βραβεύτηκε για ένα αφήγημά του στο περιοδικό «Μυτιληνιός» του λογοτέχνη και εκπαιδευτικού Θεόδωρου Θεοδωρίδη (Ντόρου Ντορή), όπου στη συνέχεια δημοσίευσε ποιήματα και πεζά. Το 1928 δημοσιεύτηκαν σατιρικοί στίχοι του Πανσέληνου στο περιοδικό «Νέα Επιθεώρηση» του Αιμίλιου Χουρμούζιου.
Ο Πανσέληνος συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά της Αθήνας και της επαρχίας, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα.
Επί δικτατορίας Μεταξά συνελήφθη για αντικαθεστωτική δράση και επί Κατοχής έλαβε μέρος στον αντιστασιακό αγώνα. Φυλακίστηκε αρχικά από τους Ιταλούς και στη συνέχεια, μετά τα Δεκεμβριανά, από τους Άγγλους.
Ο Πανσέληνος εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του το 1945, ενώ εργάστηκε επί μακρόν ως βιβλιοκριτικός.
Μετά το τέλος του Εμφυλίου (1950-1951) διετέλεσε βουλευτής Λέσβου με το κόμμα της ΕΛΔ (Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας). Στη δικτατορία συμμετείχε στον κύκλο του περιοδικού «Νεοελληνικά Γράμματα», που είχε συσπειρώσει τους αντιπάλους της χούντας.
Το 1974 ο Πανσέληνος εξέδωσε το πεζογράφημα «Τότε που ζούσαμε», με το οποίο έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό. Σε αυτό παρουσιάζεται η κοινωνικοπολιτική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα μας από την προπολεμική περίοδο έως την εποχή του Εμφυλίου.
Εκτός από τα πολυάριθμα κείμενά του στα περιοδικά, ο Πανσέληνος έγραψε ποίηση (ποιητικές συλλογές «Μέρες οργής» το 1945 και «Ταξίδια με πολλούς ανέμους» το 1964), ταξιδιωτικά αφηγήματα, δοκίμια, αυτοβιογραφικά κείμενα.
Ο Πανσέληνος, που διακρινόταν για το κριτικό πνεύμα του και τη σατιρική φλέβα του, είχε μελετήσει μαρξισμό, κοινωνιολογία, φιλοσοφία και λογοτεχνία, εγχώρια και ξένη.
Στο φύλλο των «Νέων» που είχε κυκλοφορήσει στις 5 Σεπτεμβρίου 1984, λίγες ημέρες μετά το θάνατο του Πανσέληνου, υπήρχε ένα άρθρο του Λευτέρη Παπαδόπουλου, που έφερε τον τίτλο «Μικραίνει, θαμπώνει ο κόσμος…» και αναφερόταν στον εκλιπόντα μυτιληνιό λογοτέχνη, αλλά και στο σπουδαίο Μάνο Κατράκη (έφυγε από τη ζωή σχεδόν μαζί με τον Πανσέληνο, στις 2 Σεπτεμβρίου 1984).
«ΤΑ ΝΕΑ», 5.9.1984, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Παπαδόπουλος έγραφε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Πώς το λέει ο Σαχτούρης; «Μόνο σταυρούς σε μνήματα καρφώνω…» Κάπως έτσι το Σεπτέμβρη, κάθε Σεπτέμβρη, εδώ και δυο χρόνια: Η αρχή έγινε με το Μάνο Λοΐζο, το 1982. Πέρυσι έφυγε η Έλλη Λαμπέτη. Και τούτες τις μέρες, ο ένας μετά τον άλλο, ο Ασημάκης Πανσέληνος και ο Μάνος Κατράκης.
Πόσα δε χρωστάει το λαϊκό κίνημα και στους δύο αυτούς άντρες, το Μυτιληνιό και τον Κρητίκαρο… Τον βραχύσωμο Ασημάκη και τον λεβεντόκορμο Μάνο, τον διανοούμενο και τον καλλιτέχνη. Που είχαν στα στήθια τους την ίδια, λες, φλογερή καρδιά. Και μπρος στα μάτια τους, το κοινό όραμα, της δημοκρατίας και της προκοπής, αυτού του βασανισμένου, του προδομένου, του ασυμβίβαστου λαού…
Θυμάμαι τον Ασημάκη, μαζί με τον Γιώργο Βακιρτζή, να κουβεντιάζουν ώρες ατέλειωτες, για τα πράγματα και τα θαύματα αυτού του τόπου. Τον θυμάμαι και στην Πέτρα, σ’ ένα γάμο, με τον Ελευθεριάδη, τη Ζούρου, τον Ορέστη Κανέλλη κι’ όλους τους άλλους Πετρανούς, να λέει, να λέει και ν’ αστράφτει ο τόπος από το κοφτερό λεπίδι του πνεύματός του. Τον θυμάμαι και μέσα απ’ τις σελίδες τού «Τότε που ζούσαμε», να δίνει κομμάτια της ζωής του και του χώρου του, από τα πιο πολύχυμα, τα πιο ζωντανά, τα πιο ευαίσθητα της ελληνικής λογοτεχνίας.
[…]
Πόσο, αλήθεια, μικραίνει ο κόσμος και θαμπώνει, όταν χάνονται τέτοιοι άνθρωποι, Πανσέληνοι και Κατράκηδες, που έχουν τη λεβεντιά μέσα τους, όπως τη θέλει η μαντινάδα — πληγή που μέρα-νύχτα τρέχει…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις