Στις ρίζες του διονυσιασμού
Το 1977 ο Κάρολος Κουν στο Θέατρο Τέχνης, σε μια από τις εντελέστερες σκηνοθεσίες του, παρουσίασε τις «Βάκχες» σαν συναξάρι του Θεού Διονύσου
- Η κάρτα που συνήθως οι οδηγοί λησμονούν να ανανεώσουν - Στα 200 ευρώ το πρόστιμο
- Κύκλοι ΣΥΡΙΖΑ για Κασσελάκη: Επιχειρεί με fake news να φτιάξει παράλληλο μηχανισμό εντός και εκτός κόμματος
- «Εβαζε μαξιλάρι στο πρόσωπο της αδελφής της και της έκοβε την ανάσα»
- Πόσο θωρακισμένη είναι η πολύπαθη Μάνδρα μετά από δύο πλημμύρες και δύο πυρκαγιές;
Πριν από ακριβώς 50 χρόνια, το 1973, παίχθηκαν στην Επίδαυρο, από το ΚΘΒΕ και σε σκηνοθεσία Γιώργου Θεοδοσιάδη, οι «Βάκχες» του Ευριπίδη, στη μετάφραση του Παντελή Πρεβελάκη. Θεωρώ αυτονόητο να ανατρέξω στις τότε θέσεις μου, με δεδομένο ότι στα 50 αυτά χρόνια τραγικότεροι γίναμε και αμετανόητοι.
Σημείωνα, λοιπόν, τότε στην κριτική μου στο «ΒΗΜΑ»: «Οι «Βάκχες» του Ευριπίδη, μαζί με τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή, είναι τα τελευταία δείγματα του τραγικού λόγου των αρχαίων. Δεν είναι διόλου παράδοξο που η πορεία της τραγωδίας έκλεισε με θαυματοποιία. Στις «Βάκχες» ο Ευριπίδης δραματοποιεί την Επιφάνεια του Θεού και ο Σοφοκλής την Ανάληψη του Ανθρώπου. Ο πρώτος ενανθρωπίζει το θείο, ο δεύτερος θεοποιεί το ανθρώπινο. Αυτή η αντίθεση που είναι μια συνάντηση συντελείται ακριβώς την εποχή που ο Θουκυδίδης καθαρογράφει και συγκροτεί το μέγα σώμα της ιστορίας του, λες και οι τραγικοί, κλείνοντας τον κύκλο του μύθου, παραδίνουν την ανθρώπινη τραγωδία στον ιστορικό. Η ιστορία είναι απουσία του θεού, είναι ανθρώπινη ευθύνη. Τώρα την πίστη διαδέχεται η πειθώ και την Υβριν η Ισχύς. Ακριβώς πάνω σ’ αυτές τις ιδέες ισορροπεί το υλικό του ο Ευριπίδης στις «Βάκχες» και καταφάσκει στο παράλογο.
Είναι επιπόλαιο να υποστηρίζεται πως ο ποιητής διατυπώνει με το τελευταίο έργο του μια ανάγκη επιστροφής στις ρίζες, πως, τάχα, οι «Βάκχες» αποτελούν ένα είδος μετάνοιας του αιρετικού. Ολόκληρο το ποιητικό σώμα του Ευριπίδη ήταν πάντα θεατό για να αποδείξει ότι πάντα αυτή ήταν η αμετακίνητη θέση του και η ακοίμητη έγνοια του. Οπως όλοι οι αιρετικοί, ήταν ένας φανατικός, ένας διψασμένος για την αλήθεια. Οσο περισσότερο απορούσε και αμφισβητούσε, όσο περισσότερο έκρινε, τόσο βαθύτερα άγγιζε την ουσία της ανθρώπινης κραυγής. Γι’ αυτό ήταν ο τραγικότερος πάντων, γιατί ήταν ο απείρως απορών και ο διαρκώς αξεδίψαστος. Αν παράστησε τον κόσμο όπως είναι, δεν το έκανε για να τον ευτελίσει, όπως το θεώρησε ο Αριστοφάνης, το έκανε για να μάθει τι είναι πραγματικά. Πορευόταν από τις κατηγορίες στην ουσία, από το τόδε τι στο όντως ον. Ανεβαίνει προς τις αρχές.
Στις «Βάκχες», λοιπόν, είναι φυσικό τέλος του έργου του και από αυτήν την τραγωδία φωτίζεται η πορεία του ποιητή μέσα στα ανθρώπινα πάθη. Ο ποιητής που έκανε κατάχρηση του από μηχανής Θεού στο έσχατο έργο του επιχειρεί το μεγάλο άλμα. Εισάγει τον Θεό στο λογείο. (…) O ποιητής, που πειραματίστηκε με την παραδομένη φόρμα, που προβληματίστηκε με τις παραλλαγές των μύθων, στο έσχατο έργο του καταφάσκει στην παράδοση της φόρμας και στην αυθεντικότητα του μύθου.
Παράδοση στο θείο
Να γιατί υποστηρίζω πως κινείται προς τις αρχές, δεν επιστρέφει. Με τις «Βάκχες» έφτασε στο τέλος που ήταν η αρχή. Οι φιλόλογοι μας έχουν αναλύσει με πληρότητα και το νέο γι’ αυτόν λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί, ήχους που παραπέμπουν στον Αισχύλο και στη σοφόκλεια σοφία της δομής. Δεν είναι η επιστροφή του διαμαρτυρόμενου στην ορθοδοξία, είναι η συνειδητή πορεία προς το φως ενός περιπατούντος εν τη σκοτία. Ο Ευριπίδης παραδίδεται λίγο λίγο στο θείο. Η «μηχανική» του παρουσία στα έργα του μετατρέπεται στις «Βάκχες» σε καταλυτική. Με τον καιρό ο ποιητής εγκαταλείπει την κριτική στάση και παραδίδεται σε μια παραδοχή. Η έρευνά του πάνω στην ανθρώπινη φύση τον οδήγησε σε μιαν υπέρβαση των αντινομιών της. Δέχτηκε την παρουσία του θείου στα ανθρώπινα. Αυτό ήταν μια τραγική στάση. Γιατί είναι τραγικότερα να αποδέχεσαι το παράλογο μέσα στον κόσμο από το να θέσεις λογικά τον θεό.
Η λύση που φαίνεται να υποστηρίζει στις «Βάκχες» τέτοια είναι: η ιστορία του Πενθέα λύνεται «λογικά» μόνο αν παραδεχθούμε πως θεός «μεθ’ ημών εστί». Αυτή είναι η τίμια λύση του Ευριπίδη. Σε μια εποχή σαν τη δική μας, που ο λόγος περί εσχάτου έφτασε στο δίλημμα «Τυχαίο ή ανάγκη», ο Ευριπίδης προτείνει, πάντα επίκαιρος, τη δική του υπέρβαση, οι ανθρώπινες πράξεις, είτε κινημένες από τη σύμπτωση, είτε μηχανιστικά οδηγημένες από την αναγκαιότητα, αναφέρονται σε μια ουσία που προσδιορίζει την τύχη ή την ανάγκη και που είναι ανεξάρτητη από τα τυχαία και τα αναγκαία. Μπορεί κανείς να διαφωνεί με τη λύση του Ευριπίδη, δεν μπορεί, όμως, να αρνηθεί πως είναι μια λύση τυραγνισμένη. Η παραδοχή του παράλογου δεν είναι μια υποταγή, είναι διέξοδος. Μια ελευθερία».
Σαν συναξάρι
Το 1977 ο Κάρολος Κουν στο Θέατρο Τέχνης, σε μια από τις εντελέστερες σκηνοθεσίες του, παρουσίασε τις «Βάκχες» σαν συναξάρι του Θεού Διονύσου. Εγραφα στην κριτική μου στο «ΒΗΜΑ», με τίτλο «Το συναξάρι του Θεού» και με αφορμή αυτή την παράσταση: «Σε παλιά κριτική μου είχα αναπτύξει τους λόγους, για τους οποίους θεωρούσα απαραίτητο οι «Βάκχες» να παρασταθούν ως ΣΥΝΑΞΑΡΙ, ως μυστήριο, ως «θ α ύ μ α». Και είμαι πράγματι ευτυχής που αυτή τη θεωρητική θέση την είδα να δικαιώνεται πρακτικά στην παράσταση του Κουν. Η παράσταση ακολούθησε μια καμπύλη κύκλου και η αφήγηση των δρώμενων πήρε τον χαρακτήρα ενός λαϊκού τελετουργικού. Η εμφάνιση του Διόνυσου στον Πρόλογο και η επιφάνειά του στην Εξοδο άνοιξαν και έκλεισαν τον κύκλο του θαύματος σε μια αφοπλιστική αισθητική περιδιάβαση στον χώρο του ολέθρου. Η ενανθρώπιση του θεού, η παραδοχή του, η προσκύνησή του, η ταπείνωσή του και τα θαύματά του, η εκδίκησή του και η τρομερή του θεϊκή παρουσία πέρασαν στον παραστατικό χώρο με εικόνες που συνεχώς σχολίαζαν και ανέπτυσσαν σε βάθος κοινόχρηστες φόρμες του δυτικού, ανατολικού, χριστιανικού, ακόμη και του μουσουλμανικού, αγιολόγιου.
Η σύλληψη του Διόνυσου πήγαινε κατευθείαν στα προραφαηλικά πολύπτυχα, στους πίνακες του Μαντένια και του Γκρέκο για τη σύλληψη του Χριστού. Η ρήση του βοσκού παρέπεμπε στην έκθαμβη προσκύνηση των ποιμένων. Ο Πενθέας – Ηρώδης, η Αγαύη – Σαλώμη με την κεφαλή του Ιωάννη – Πενθέα, η τιμωρία του Πενθέα ανάλογη με τον φριχτό θάνατο του Ηρώδη στα απόκρυφα Ευαγγέλια και πάνω απ’ όλα η θαυματοποιία, η φωτιά στο παλάτι και το άνοιγμα των τάφων, η γοητεία (και γητιά) που ασκεί πάνω στον άπιστο ο τιμωρός θεός, ο δημόσιος διασυρμός του με τη μεταλλαγή του φύλου του (συχνή τιμωρία στα συναξάρια) έδωσαν στην παράσταση μια λυτρωτική έκσταση και τη «γεύση» της ρομφαίας – τρόμο και φόβο θεού, ο Κουν συνάντησε τον Ευριπίδη μέσα από τον Απολλώνιο τον Τυανέα και με τη διαίσθησή του έδωσε απάντηση και στο «φιλολογικό» πρόβλημα των «Βακχών», είδε τη μεταφυσική του διάσταση.
Ο Διόνυσος του Κουν, μειλίχιος εξολοθρευτής άγγελος, δεσπόζει στη σκηνή, διαποτίζει τα «ποτά» και τα «βοτά», εισβάλλει, «χωρεί», ο αχώρητος, και ετάζει καρδίας και νεφρούς ανθρώπων. Οπως η μάνα του, η Σεμέλη, ο άνθρωπος για να δει πρόσωπο θεού πρέπει να καταλυθεί μέσα στον ουρανό. Η ομορφιά και η αλήθεια είναι απόσβεση της ατομικότητας, είναι επιστροφή στη συμφωνία με τον συμπαντικό ρυθμό, είναι χρήση του κόσμου και όχι κατάχρηση του κόσμου».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις