Χρύσανθος Τάσσης: «Δεν υπάρχει χώρος σήμερα για σοσιαλδημοκρατία»
Ο πανεπιστημιακός και συγγραφέας στον απόηχο της 3ης Σεπτέμβρη μιλάει για το φαινόμενο του μεταπολιτευτικού ΠΑΣΟΚ, το σημερινό πολιτικό τοπίο, την κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ και το φαινόμενο Κασσελάκη
Ηταν το Σαββατοκύριακο της Αριστεράς – Κεντροαριστεράς. Το Σάββατο οι του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ επικύρωσαν με το διαρκές τους συνέδριο τις πέντε υποψηφιότητες για την προεδρία του χώρου. Στο ΠΑΣΟΚ χθες είχαν την 3η Σεπτέμβρη του που δεν αποτελεί απλώς μια επέτειο για εκείνους και ειδικά σήμερα που διεκδικούν μια καλή επανεκκίνηση.
Σκέφτηκα πως ένας από τους καταλληλότερους ανθρώπους να τα συζητήσουμε αυτά για «ΤΑ ΝΕΑ» είναι ο Χρύσανθος Τάσσης. Επίκουρος καθηγητής με αντικείμενο Πολιτική Κοινωνιολογία και Ελληνικό Πολιτικό Σύστημα στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και Visiting Scholar στο Πανεπιστήμιο του Shippensburg. Αυτά που παρέθεσα όμως είναι λίγο ακαδημαϊκά και τυπικά. Ο Τάσσης είναι από τους οξυδερκέστερους αναλυτές του κομματικού φαινομένου και της πολιτικής κοινωνιολογίας, ενώ πρόσφατα επιμελήθηκε έναν εξαίρετο τόμο με τίτλο «Σοσιαλισμός και πολιτική εξουσία σήμερα», όπου με μια πλειάδα κοινωνικών και πολιτικών επιστημόνων προσεγγίζουν τα δύσκολα αυτά πεδία με επιτυχία.
Ας ξεκινήσουμε από τα της σοσιαλδημοκρατίας αφού χθες είχαμε την επέτειο της 3ης Σεπτέμβρη και αυτά τα θέματα σας απασχολούν χρόνια. Κατ’ αρχάς, πέραν του πολιτικού, τι κοινωνική συμμαχία έφτιαξε την ανάγκη να ιδρυθεί το ΠΑΣΟΚ;
Το 1974 η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ ήταν προϊόν μιας κοινωνικής συμμαχίας τριών γενεών: της γενιάς της Εθνικής Αντίστασης της περιόδου 1941-1944, του 1-1-4 των Ιουλιανών του 1965 για τον εκδημοκρατισμό της «Καχεκτικής Δημοκρατίας», και της γενιάς του Πολυτεχνείου ενάντια στη δικτατορία. Παράλληλα, το ΠΑΣΟΚ οικοδομεί το κοινωνικό μπλοκ των «μη προνομιούχων» στη 2η Σύνοδο της ΚΕ τον Φεβρουάριο του 1978. Οι μη προνομιούχοι είναι μια κοινωνική συμμαχία που αποτελείται από εργάτες, αγρότες, νεολαίους, υπαλλήλους, στο πλαίσιο της Εθνικής Λαϊκής Ενότητας. Η κοινωνική αυτή συμμαχία είναι διαταξική καθώς δεν αναγνωρίζει κυρίαρχη θέση στην εργατική τάξη αφού η ελληνική περίπτωση δεν χαρακτηρίζεται από μαζική εργατική τάξη. Με βάση το θεωρητικό σχήμα της Σχολής της Εξάρτησης, το ΠΑΣΟΚ κατατάσσει την Ελλάδα ως περιφερειακή και εξαρτημένη χώρα που βρίσκεται σε αντίθεση με τον ιμπεριαλισμό. Ετσι, είναι ανάγκη να δημιουργηθεί ένα πλατύ διαταξικό μέτωπο, το οποίο να αντιπαρατεθεί με το «κράτος της Δεξιάς» αλλά και να εγγυηθεί τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Η συγκεκριμένη κοινωνική συμμαχία μαζί με την οργανωτική δομή του μαζικού κόμματος και τη σοσιαλιστική ρητορεία αποτελούν τους αποφασιστικούς παράγοντες για την πολιτική και εκλογική ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ.
Ηταν μια κίνηση απλώς απ’ τα πάνω από έναν χαρισματικό ηγέτη όπως ο Ανδρέας ή αντανακλούσε κι ένα νήμα ριζοσπαστισμού που είχε διακοπεί ή και μεταβληθεί από την επτάχρονη χούντα με πρόγονο την εαμική παράδοση αλλά και τα κινήματα του ’60;
Η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν μια κίνηση από τα πάνω. Αντίθετα, αποτελεί τη συμπύκνωση της κίνησης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού τον 20ό αιώνα και την αντανάκλασή του στη ριζοσπαστικοποίηση του Α. Παπανδρέου και του πρώιμου ΠΑΣΟΚ που αναδεικνύονται οι βασικοί εκφραστές της συγκεκριμένης τάσης. Ηταν τα αιτήματα της εαμικής Εθνικής Αντίστασης για μια καλύτερη κοινωνία που διακόπηκαν λόγω του Εμφυλίου και της αντιδημοκρατικής μετεμφυλιακής θέσμισης και το αίτημα για τον εκδημοκρατισμό της δεκαετίας του 1960 που διακόπηκε από τη δικτατορία. Τα συγκεκριμένα αιτήματα μαζί με τα νέα αιτήματα που προέκυψαν τη δεκαετία του 1970 οδήγησαν στη ριζοσπαστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Και στη συγκυρία της μετάβασης το 1974, το ΠΑΣΟΚ με τη ριζοσπαστική / σοσιαλιστική του ιδεολογία αλλά και με το πρόταγμα της αυτοοργάνωσης σε ένα μαζικό σοσιαλιστικό κόμμα κατάφερε να εκφράσει το ριζοσπαστικό πνεύμα της εποχής.
Θα ρωτήσω κάπως σχηματικά: μήπως μεταπολιτευτικά υπήρχε ο χώρος υλικά, πολιτισμικά για μια σοσιαλδημοκρατία; Κάτι που δεν ισχύει σήμερα;
Κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν σε αντίθεση με τη σύγχρονή του σοσιαλδημοκρατία και κυρίως με το SPD λόγω του ιμπεριαλισμού αλλά και της αλλαγής της οικονομικής τους πολιτικής. Ηδη από το τέλος της δεκαετίας του 1950 τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είχαν εγκαταλείψει τον μαρξισμό (εμβληματικό ήταν το συνέδριο του SPD στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ) και είχαν μετασχηματιστεί σε «εθνικά» κόμματα και πρωτοστατούσαν στις πολιτικές των χωρών τους (μητροπόλεις), δίνοντας έμφαση στο ΝΑΤΟ και στην τότε ΕΟΚ, αλλά και από τη δεκαετία του 1970 στην περιοριστική οικονομική πολιτική λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης, όπως για παράδειγμα το Labour Party στο Ην. Βασίλειο. Αντίθετα, το ΠΑΣΟΚ, βασιζόμενο στην αντίθεση Μητρόπολης / Περιφέρειας, πρότεινε την αποσύνδεση της χώρας από το καπιταλιστικό μπλοκ εξουσίας (ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΟΚ) και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Το ΠΑΣΟΚ ήταν ένα πολιτικό κόμμα το οποίο συνδύαζε χαρακτηριστικά των σοσιαλδημοκρατικών και των κομμουνιστικών κομμάτων. Στην Α΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη το 1977 οικοδομείται ένα κόμμα μαζών με βάση το πρότυπο του Κ. Κάουτσκι της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας με έμφαση στην ανάπτυξη Τοπικών Οργανώσεων. Με βάση τη 2η Σύνοδο της ΚΕ το 1978 δημιουργείται μια διαταξική κοινωνική συμμαχία (μη προνομιούχοι) κατά τα πρότυπα της πολυσυλλεκτικής στρατηγικής αλλά και του κοινοβουλευτικού / εξελικτικού δρόμου του Ε. Μπερνστάιν, ενώ με την 5η Σύνοδο της ΚΕ το 1979 υιοθετείται το λενινιστικό πρότυπο του ιμάντα μεταβίβασης με την αναπαραγωγή του κομματικού προτύπου στην οργανωμένη έκφραση της κοινωνίας.
Αλλάζει κάτι μετά;
Το ΠΑΣΟΚ πλησιάζει πολιτικά την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία τη δεκαετία του 1980 όταν συρρικνώνονται τα περιθώρια για σοσιαλιστική πολιτική μετά τη στροφή του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος υπό τον Φ. Μιτεράν το 1983, ενώ από τη δεκαετία του 1990 γίνεται οργανικό μέλος της, ιδίως μετά την ανάδειξη του Κ. Σημίτη στη θέση του προέδρου το 1996.
Σήμερα, κ. Τάσση;
Στις σημερινές συνθήκες φαίνεται να μην υπάρχει χώρος για μια κλασική σοσιαλδημοκρατικού τύπου στρατηγική καθώς έχουν αλλάξει οι όροι ύπαρξής της. Η μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατία λειτουργούσε σε ένα πλαίσιο προστατευτισμού στο επίπεδο του έθνους – κράτους, με το πρότυπο μιας συναινετικής κοινωνίας και τον περιορισμό της αγοράς, με βάση τις ανάγκες της εργατικής τάξης, αλλά και στην ύπαρξη του κομμουνιστικού μπλοκ.
Επιμένω λίγο. Σήμερα ποιος είναι ο φορέας της σοσιαλδημοκρατίας εν Ελλάδι;
Στην ιστορική συνθήκη της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας το ΠΑΣΟΚ μέχρι το 2010 εκπροσωπούσε τον κόσμο της εργασίας και είχε βασικές προτεραιότητες την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, αν και με διαφορές ιδίως από το τέλος της δεκαετίας του 1980 που προσαρμόζεται στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2012 αντικατέστησε το ΠΑΣΟΚ ως το πολιτικό κόμμα που εκπροσωπούσε τον κόσμο της εργασίας, αν και δεν υιοθέτησε το οργανωτικό μοντέλο του κόμματος μαζών. Στη σημερινή συγκυρία που χαρακτηρίζεται από την κεντροδεξιά στροφή του ΠΑΣΟΚ και με την πολιτική και εκλογική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως δεν υπάρχει κάποιο κόμμα που να εκφράζει μια κλασική σοσιαλδημοκρατική πολιτική και ίσως και η ελληνική κοινωνία να μην έχει πλέον μια τέτοια αντίληψη αν αναλογιστούμε και το εκλογικό αποτέλεσμα με την πολιτική και εκλογική κυριαρχία / ηγεμονία της ΝΔ.
Η ρητορική του Κέντρου και το φλερτ με αυτό έχει βάση ή είναι μια μικροπολιτική εκφώνηση μετριοπάθειας;
Με βάση την ανάλυση του Maurice Duverger, Κέντρο δεν υπάρχει. Το Κέντρο δημιουργείται από τους επάλληλους δυϊσμούς μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς που είναι η βασική διαιρετική τομή στα ευρωπαϊκά κομματικά συστήματα. Δηλαδή ένα κόμμα του Κέντρου υιοθετεί πολιτικές θέσεις και από τη Δεξιά και από την Αριστερά και με αυτόν τον τρόπο διαφοροποιείται πολιτικά. Και βέβαια, όπως σωστά αναφέρετε, υπάρχει και το κλίμα πολιτικής μετριοπάθειας. Ωστόσο στη συγκυρία δεν υπάρχει κόμμα του Κέντρου γιατί το ΠΑΣΟΚ που αυτοπροσδιορίζεται πολιτικά ως κεντρώο κόμμα δεν έχει στοιχεία αριστερής πολιτικής αλλά αποδέχεται τις βασικές αρχές του νεοφιλελευθερισμού. Είναι δηλαδή ένα κεντροδεξιό κόμμα με όρους οργανωτικούς και ιδεολογικούς. Επίσης, θα πρέπει να γίνει μια διάκριση ανάμεσα στα κόμματα και στους ψηφοφόρους. Ως άνοιγμα στον κεντρώο χώρο τα κόμματα εννοούν τον median voter, εκείνον τον ψηφοφόρο δηλαδή που αυτοπροσδιορίζεται ως κεντρώος. Ωστόσο, θα πρέπει να διακρίνουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, δηλαδή ποια στοιχεία από τη Δεξιά και την Αριστερά διαθέτουν. Για την Αριστερά, το άνοιγμα προς το Κέντρο σηματοδοτεί την έννοια της πολιτικής μετριοπάθειας και την υιοθέτηση πολιτικών που έχουν αναφορά είτε σε συντηρητικές εκφάνσεις (π.χ. έθνος, ορθοδοξία) είτε στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα (π.χ. ιδιωτικοποιήσεις, επιχειρηματικότητα). Και στις δύο περιπτώσεις το κόμμα της Αριστεράς δυσκολεύεται να γίνει ηγεμονικό σε ένα πολιτικό περιβάλλον το οποίο χαρακτηρίζεται από την αύξηση των ανισοτήτων, αλλά και την κυριαρχία της οικονομίας της αγοράς, καθώς η πολιτική μετριοπάθεια δεν μπορεί να εκφράσει τις κοινωνικές ομάδες που πλήττονται από τις κυρίαρχες πολιτικές. Ετσι, η στρατηγική του Κέντρου είναι μια στρατηγική πολιτικής και εκλογικής ήττας για την Αριστερά.
Διανύουμε μια περίοδο σε κρίση για τον χώρο με κύριο εκφραστή της κρίσης αυτής τον ΣΥΡΙΖΑ που μοιάζει μετέωρος και ρευστός. Μήπως ο χώρος αυτός εξαντλήθηκε μαζί με τη διαιρετική τομή Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο;
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως πολύ σωστά επισημαίνετε, οφείλεται στην αλλαγή της βασικής διαιρετικής τομής στην ελληνική κοινωνία. Ετσι, η διαιρετική τομή Δεξιά / Αντιδεξιά που χαρακτηρίζει την Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία και προέρχεται από την κρίση των Ιουλιανών το 1965 δίνει τη θέση της στη διαιρετική τομή Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο το 2010. Η νέα διαιρετική τομή εκφράζεται πολιτικά στον «εκλογικό σεισμό» στις διπλές εκλογές του 2012 με την εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και την εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Η περίφημη «πασοκοποίηση», όπως αναλύεται διεθνώς για να περιγράψει τη δυσκολία εκλογικής αναπαραγωγής της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και την ανάδυση ενός κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς που διεκδικεί να την αντικαταστήσει στο κομματικό σύστημα, δίνει έμφαση κυρίως στα εκλογικά αποτελέσματα. Ωστόσο, η πτώση του ΠΑΣΟΚ είναι το αποτέλεσμα οργανωτικών, ιδεολογικών και στρατηγικών αλλαγών. Ετσι, από τη δεκαετία του 1980 το κόμμα υποχωρεί στον σχεδιασμό της πολιτικής και στην παραγωγή του πολιτικού προσωπικού. Ιδεολογικά με την υιοθέτηση του εκσυγχρονιστικού Τρίτου Δρόμου υιοθέτησε τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη η οποία εντάθηκε υπό την ηγεσία του Γ. Παπανδρέου. Στρατηγικά στην ιστορική του διαδρομή το ΠΑΣΟΚ ήταν το πιο συνεπές αντιδεξιό κόμμα. Ο σχηματισμός της κυβέρνησης Παπαδήμου μαζί με τη ΝΔ και τον ΛΑΟΣ το 2011 σηματοδότησε την αλλαγή της στρατηγικής του κόμματος προς μια κεντροδεξιά κατεύθυνση. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων οδήγησε στην εκλογική κατάρρευσή του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ;
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υιοθέτησε τη μαζική οργανωτική δομή, δηλαδή δεν κατάφερε να αντιστοιχίσει το κόμμα με την κοινωνική του δυναμική, με αποτέλεσμα να μην έχει παρουσία στα συνδικάτα, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στους φοιτητικούς συλλόγους και στα επιμελητήρια. Σε συνδυασμό με την αλλαγή της πολιτικής του στο δημοψήφισμα και την αποδοχή του τρίτου Μνημονίου εσωτερίκευσε μια διαχειριστική πολιτική. Επίσης, δεν κατανόησε ότι τον Σεπτέμβρη του 2015, παρά το γεγονός ότι πέτυχε μεγάλη εκλογική νίκη, την ίδια στιγμή υπέστη μια μεγάλη πολιτική και στρατηγική ήττα. Ετσι, οι οργανωτικές και ιδεολογικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2012-2015 εξηγούν την πολιτική και εκλογική του ρευστοποίηση.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις