Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης: Η δύναμη της υπομονής
Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου
- Τι είναι το shutdown της αμερικανικής κυβέρνησης και τι είναι το ταβάνι του χρέους;
- Όταν ο Μακρόν αποκαλούσε το Πρωθυπουργικό Μέγαρο «το κλουβί με τις τρελές»
- Έκλεβαν πολυτελή οχήματα SUV και τα πωλούσαν στο εξωτερικό – Το αιματηρό επεισόδιο με τον αρχηγό της σπείρας
- Πώς η υπόθεση Πελικό έδωσε άλλες διαστάσεις στη σεξουαλική βία
Στις 5 Σεπτεμβρίου 2011 έφυγε από τη ζωή, πλήρης ημερών, ο Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης, διαπρεπής επιστήμονας (καθηγητής Ποινικού Δικαίου) και πολιτικός, που κατάφερε να αφήσει ένα ευκρινές αποτύπωμα στα δημόσια πράγματα του περασμένου αιώνα.
Πέραν της πανεπιστημιακής καριέρας και του συγγραφικού έργου του, αλλά και της αξιοπρόσεκτης πολιτικής διαδρομής του, ο Μαγκάκης ανέπτυξε αντιστασιακή δράση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, γεγονός που προκάλεσε τη μακρόχρονη φυλάκισή του και το βασανισμό του.
Ως έγκλειστος διαφόρων φυλακών της χώρας μας, ο Μαγκάκης έγραψε κείμενα με τα οποία κατήγγειλε απερίφραστα και καταδίκασε σθεναρά το δικτατορικό καθεστώς.
Ένα από τα εν λόγω κείμενα ήταν το «Γράμμα απ’ τη φυλακή για τους Ευρωπαίους», που γράφτηκε κρυφά και βγήκε κρυφά από τις φυλακές. Δημοσιεύτηκε, από το 1971 και μετά, σε μεγάλες εφημερίδες του κόσμου, δόθηκε ως διδακτική ύλη σε αμερικανικά πανεπιστήμια και εκδόθηκε κατ’ επανάληψιν στο εξωτερικό από ελληνικές και ξένες οργανώσεις.
Στην Ελλάδα το «Γράμμα απ’ τη φυλακή» του Γ. Α. Μαγκάκη είδε πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας μόλις το 1974, όταν —κατόπιν αδείας του συγγραφέα— φιλοξενήθηκε στις στήλες του «Βήματος» (για την ακρίβεια, δημοσιεύτηκε στο «Βήμα της Κυριακής» που είχε κυκλοφορήσει στις 11 Αυγούστου 1974).
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 11.8.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Από το εξαίρετο αυτό κείμενο του Μαγκάκη επιλέξαμε τα ακόλουθα αποσπάσματα, που είναι —θεωρούμε— χαρακτηριστικά της νοοτροπίας και του ήθους του εκλιπόντος:
Κρατώ αυτά τα τσαλακωμένα από τους κρυψώνες χαρτιά μου και τα διαβάζω. Έτσι που γραφτήκανε και κρατηθήκανε κρυφά από τους δεσμοφύλακές μου, εκφράζουν μια κάποια διάσωση της ανεξαρτησίας μου και γι’ αυτό μου είναι αγαπητά, ακόμα μάλιστα και σαν αντικείμενο, σα χαρτί. Γραφτήκανε σε ώρες που προσπαθούσα να υπερνικήσω μ’ αυτά την αγωνία της φυλακής μου. Γι’ αυτό δεν είναι ούτε διατύπωση σκέψεων, ούτε βέβαια γράμματα. Είναι ακριβώς αποσπάσματα αυτής της αγωνίας. Κι’ όμως, δεν τα ’γραψα μόνο για μένα, όσο φτωχά κι’ αν είναι. Η αγωνία της φυλακής είναι μαζί με τόσα άλλα και βαθειά ανάγκη για επικοινωνία με τους όμοιούς σου. Μια ανάγκη που την νοιώθεις ώρες-ώρες σαν ασφυξία. Τώρα ξέρω γιατί, καθώς λένε, οι ναυαγοί στα ξερονήσια βάζανε μηνύματα μέσα σε μποτίλιες και τα ρίχνανε στο πέλαγος. Κάτι τέτοιο είναι κι’ αυτά τα γραφτά.
[…]
Αμύνομαι. Γι’ αυτό γράφω. Έτσι κρατώ τη σκέψη μου απ’ τη μεριά μου. Αν την αφήσης αστήριχτη χωρίς τα σχήματα των γραμμένων συλλογισμών, αφηνιάζει. Παίρνει παράξενους δρόμους και καταλήγει να γεννά τέρατα. Περνά έτσι απ’ τη μεριά του δεσμοφύλακα. Γιατί αυτό θέλουν με τη φυλακή. Σε κλείνουν σ’ ένα χώρο τρία βήματα μπρος, τρία πίσω. Να περπατάς έτσι με τις ώρες, με τις μέρες, ασταμάτητα. Στην αρχή βαδίζεις μαζί με την σκέψη σου. Τα λέτε οι δυο σας και ξεκαθαρίζεις νοήματα. Βρίσκεις τις ιδέες που είναι οι φίλοι σου. Συλλαμβάνεις το κακό με σαφήνεια. Αυτό που ταπεινώνει τον άνθρωπο. Είσαι δικαιωμένος και γι’ αυτό δυνατός. Αντέχεις, λες, τη φυλακή. Υπάρχεις μέσα στο κελλί σου να στηρίζης κι’ εσύ με τον τρόπο σου το ακατάλυτο ιδεόγραμμα του ανθρώπου. Είσαι κατά κάποιο τρόπο σαν εκείνες τις κουρελιασμένες σημαίες της μάχης που κρατιούνται ακόμα στο κοντάρι τους και παίζουν έτσι το ρόλο τους. Μα πώς να περπατάς τρία βήματα μπρος, τρία βήματα πίσω σ’ ένα χρόνο κενό, φιλικά κουβεντιάζοντας με τον εαυτό σου; Δε γίνεται. Τα βήματα αυτά βαθμιαία υφαίνουν τον ιστό του ιλίγγου σου. Δεν μπορείς να κουβεντιάζης ασταμάτητα μονάχα με τη σκέψη σου. Αυτός ο δυϊσμός του εαυτού σου, φυσικός στην αρχή, με τον καιρό απειλεί να σου σχίση τα φρένα. Χρειαζόμαστε και τη σκέψη του άλλου ανθρώπου για να τα ’χωμε καλά με τη δική μας. Χρειαζόμαστε και την κενή από σκέψη ώρα. Καθώς περπατάς μαζί με τη σκέψη σου, αρχίζει ύπουλα με κάτι παράξενες διαφωνίες που όμως κουβεντιάζονται. Αυτό είναι. Αυτό θέλει η φυλακή, ν’ αρχίζης να κουβεντιάζης μέσα σου το παράδοξο. Γιατί έτσι αρχίζεις να χάνης τις θέσεις σου. Ασυναίσθητα μπαίνεις σ’ ένα στροβίλισμα, που με τον καιρό δυναμώνει και σε απειλεί με ξερρίζωμα. Έτσι αρχίζει η διάσπαση μέσα σου, που καταλήγει να σε κάνη εχθρό με τη σκέψη σου. Γινόσαστε δυο εχθροί, κλεισμένοι μαζί, μοναχοί, στον ελάχιστο χώρο του κελλιού σου, μέσα σ’ ένα χάος χρόνου. Αναγκαία έρχεται ο αλληλοσπαραγμός. Παλεύεις με μια έξαλλη μαινάδα, που επιτίθεται στις ελάχιστες βεβαιότητές σου. Σ’ αυτές ακριβώς που όσο τις έχεις σώζεσαι, υπάρχεις ακόμα σαν άνθρωπος. Μα άμα τις χάσης, πας, άδειασες. Έμεινες ένα κενό κέλυφος. Αν δεν σου ’μενε το άγχος, θα ’λεγα πως γίνεσαι ένας πρώην άνθρωπος. Αυτό θέλει η φυλακή. Να καταλήξη η ανθρωπιά σου να είναι μόνο το άγχος σου. Τίποτε άλλο. Κι’ αυτή τη δουλειά την αναθέτει στη σκέψη σου, με το να σε κλείνη κατάμονο μαζί της στις αδυσώπητα ομοιόμορφες κενές μέρες σου. Έτσι την μεταβάλλει από το μόνο σύντροφό σου σε έξαλλο εχθρό. Γίνεσαι ακριβώς ένα τέρας. Δυο σιαμαίοι αδελφοί, που μισούνται θανάσιμα. Αυτός είναι ο εφιάλτης της μέρας.
Τον πολεμώ με το γράψιμο. Αυτό είναι η μόνη μου άμυνα, γιατί συγκρατεί τον εαυτό μου στις σωστές διαστάσεις. Είμαι με δύο χέρια, δύο πόδια, ένα κεφάλι. Με μια σκέψη. Παραμένω όμοιος με τους ομοίους μου. Να ξέρανε αυτοί που φτιάχνουνε το χαρτί και το μολύβι πόσο τους ευλογεί ο φυλακισμένος. Σκέπτομαι τα ανθρώπινα δάχτυλά τους να δουλεύουν και δακρύζω. Μου δίνουν τη μόνη δυνατότητα να σταθώ στην ανθρώπινη θέση μου. Να μη γίνω αυτό που θέλει η φυλακή. Να σωθώ. Γράφοντας δεν είμαι φυλακή. Περνώ χαλινάρι στη σκέψη μου, την κρατώ δίπλα μου σύντροφο και μαζί της ζω στον κόσμο των απλών νοημάτων. Ζω κι’ εγώ σαν ένας κάποιος άνθρωπος.
[…]
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 11.8.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ζω με κάτι ιδέες που αγαπώ. Αυτές γεμίζουν τις μέρες και τις νύχτες μου. Σ’ αυτή την ύπουλη ομοιομορφία των ακίνητων ωρών μου αντιτάσσω την συνομιλία με τις ιδέες μου. Τώρα πια τις ξέρω καλύτερα και τις παραδέχομαι περισσότερο. Γιατί τώρα έζησα αληθινά τη σημασία τους. Περνώντας από την ανάκριση έμαθα την πιο απλή μα και πιο βαθειά ουσία της ανθρώπινης αξιοπρεπείας. Περνώντας από το στρατοδικείο πείνασα για δικαιοσύνη και περνώντας από την φυλακή δίψασα για ανθρωπιά. Η βία που στραγγαλίζει τη χώρα μου μ’ έμαθε πολλά. Ανάμεσα σ’ αυτά και την αξία της άρνησης να υποταχτής.
Κάθομαι και σκέπτομαι όλα αυτά και γεμίζω με μια παράξενη δύναμη. Μια δύναμη που δε μοιάζει σε τίποτα μ’ αυτή που έχουν οι δεσμοφύλακές μου. Γιατί δεν έχει καθόλου φωνές και θρασύτητα. Τη δύναμη της υπομονής. Αυτής που γεννιέται από το συναίσθημα πως έχεις δίκιο. Έτσι αντιμετωπίζω την αδιάκοπη επίθεση από άδειες μέρες που ’χει εξαπολυθή εναντίον μου. Την αποκρούω κάθε φορά στο ξεκίνημά της. Αρχίζω την κάθε μέρα μου προφέροντας τη λέξη «Ελευθερία». Είναι η ώρα που πηγαίνει να χαράξη. Βγαίνω από τον ύπνο και αισθάνομαι πάντα μια πικρή έκπληξη συνειδητοποιώντας κάθε μέρα κι’ απ’ την αρχή πως βρίσκομαι στη φυλακή. Τότε προφέρω την αγαπημένη μου λέξη. Πριν προφτάση και με κυριαρχήση η συνείδηση της φυλακής. Με τη λέξη αυτή το κελλί μου γεμίζει ιδέα. Είναι μαγική. Και τότε συμφιλιώνομαι με την καινούργια μου άδεια μέρα.
[…]
Μιλάμε για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Την έζησα. Υπάρχει πραγματικά σαν ευαίσθητο, ατσάλινο ελατήριο στο βυθό του εαυτού μας. Είναι κάτι τέλεια άσχετο με την ατομική μας αξιοπρέπεια. Βρίσκεται ριζωμένη μέσα μας πολύ βαθιά απ’ αυτήν. Στην κόλαση της ανάκρισης είχα χάσει την προσωπική μου αξιοπρέπεια. Αντί γι’ αυτήν είχα τόσο πόνο. Όμως η αξιοπρέπεια του ανθρώπου ήτανε μέσα μου χωρίς να το ξέρω. Κάποια ώρα την αγγίξανε. Σε μια προχωρημένη φάση της ανάκρισης. Δεν την γνωρίζουνε κι’ έτσι δεν μπορούνε να την υπολογίσουνε. Λειτούργησε σαν ελατήριο που τίναξε πάνω μου τα σκορπισμένα ψυχικά μέλη μου. Δεν ήμουνα εγώ που ανασηκώθηκα, ήταν ο ένας οποιοσδήποτε του γένους μου. Η αξιοπρέπεια αυτή είναι ο πιο ουσιαστικός σύνδεσμος μεταξύ μας. Χάρις σ’ αυτήν δεν είμαστε όντα κατάμονα. Ανήκουμε σ’ ένα ευαίσθητο γένος. Αυτή την ευαισθησία του γένους μου μόλις ένοιωσα άρχισα να υπερνικώ την ανάκριση. Δεν ήταν πια μια προσπάθεια μονάχα για μένα. Ήταν για όλους μας. Μαζί αντέξαμε.
[…]
Το έχω πια ξεδιαλύνει. Δε γινότανε αλλοιώς. Ήταν αναπόφευκτο το πέρασμά μου στην αντίσταση από την ώρα που ταπείνωσαν τη χώρα μου. Ήταν άκαμπτη ψυχική νομοτέλεια. Αφού όλη μου η ζωή εκεί μ’ ωδηγούσε. Από παιδί έμαθα να κοιτώ τον ανοικτό ορίζοντα, ν’ αγαπώ το ανθρώπινο πρόσωπο, να σέβωμαι τα προβλήματα και να τιμώ την ελεύθερη στάση. Έφηβος τον καιρό του μεγάλου πολέμου, έζησα και μ’ έζησε ηθικά η αντίσταση. Αυτή με σφράγισε. Απλώς δεν ήξερα, τα χρόνια που ακολουθήσανε, πόσο βαθύ ήταν αυτό το σφράγισμα. Αποδείχτηκε πως ήταν ο ζωτικός μύθος της ζωής μου. Τώρα ξηγηθήκανε και πολλά που μου τύχανε στο μεταξύ. Έτσι, όταν κάνανε τη δικτατορία ήμουν, χωρίς να το ξέρω, ταμένος στην αντίσταση. Είχα τη μοίρα μέσα μου. Τίποτε λοιπόν δεν ήτανε σύμπτωση. Τυχαίες ήτανε μονάχα οι λεπτομέρειες των περιστατικών. Αυτές βέβαια σατανικά τυχαίες. Η κατεύθυνση όμως φώλιαζε μέσα μου. Μαζί με τη συγκίνηση που ένοιωθα πάντοτε για κείνη τη γνωστή φράση: «Ελευθερία, αγάπη μου». Δε βρίσκομαι συνεπώς από λάθος μου στη φυλακή. Σωστά είμαι εδώ. Το φριχτό λάθος είναι ότι υπάρχει αυτή η φυλακή.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις