Χαράλαμπος Άννινος: Επίτιμος δημότης της πολιτείας των μενεξέδων
Ο Μπάμπης δε ζητούσε το θάνατο του αμαρτωλού
Έφυγε για πάντα χθες. Πολλοί από τους νεωτέρους μπορούνε να σηκώσουνε τους ώμους: Κι’ έπειτα; Ποιος ήταν; Ω, τίποτα! Ανήκε στην παληά, στη μικρή Αθήνα, που γελούσε. Κι’ ήξερε να γελάη. Ήξερε να εξορκίζη την ασχημία, την υπερβολή, την απρέπεια, τη βαναυσότητα και τη συνοφρύωσι με το γέλιο. Είνε κάτι να ξέρη κανείς να γελάη. Είνε ανθρωπιά. Αυτό σήμερα δεν υπάρχει πια. Μπαίνετε σ’ ένα θέατρο, σ’ ένα σπίτι, σε μια συντροφιά… Γελάτε με τα σοβαρά τους και μελαγχολείτε με τ’ αστεία τους… Και προ πάντων δεν μπορείτε να καταλάβετε, όταν γελούν, με τι και γιατί γελούν. Είνε ν’ ανησυχή κανένας.
Σ’ αυτή την Αθήνα που γελούσε, ο Μπάμπης ήταν ένας κόντες, ιδιοκτήτης μικρού μα νοικοκυρεμένου αλατωρυχείου. Κεφαλλωνίτης, είχε γραφή, με το δικαίωμα του πνεύματος, επίτιμος δημότης της πολιτείας των μενεξέδων. Να τραβήξη κανένας παράλληλο με τον Λασκαράτο; Θα τους αδικούσε και τους δυο. Ο ένας ήτανε σφήκα με τετράδιπλα κεντριά, ο άλλος ένα τζιτζίκι. Ο Μπάμπης δε ζητούσε το θάνατο του αμαρτωλού. Η σάτιρά του ήταν ελαφριά, κομψή, διάφανη και αγαθή, σαν τη γραμμή του Θέμου (σ.σ. ο Θέμος Άννινος ήταν κορυφαίος γελοιογράφος του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα) στη γελοιογραφία. Γελούσε χωρίς πάθος –ένα γέλιο κομμάτι καθαρευουσιάνικο, αν μου επιτρέπετε την έκφρασι–, θέλω να πω με καθαρευουσιάνικη διάθεσι, σαν του Ροΐδη.
Το ύφος του απλό και καθαρό, θρεμμένο με παληά ιταλική λογοτεχνία, είχε πολλές φορές δροσιά και χάρι που τραβούσε. Η επιτυχία του στο θέατρο, αν και με λίγη παραγωγή, στάθηκε μεγάλη. Είχε ζωηρή την αντίληψι του κωμικού, γνώσι της σκηνής, κι’ ήξερε να στήση έναν τύπο απάνω στο σανίδι. Τ’ αστεία του περνούσανε τη ράμπα, τράνταζαν το κοινό, ξεκούμπωναν γελέκα. Με τη «Νίκη του Λεωνίδα» και, προ πάντων, με το «Ζητείται υπηρέτης» γελάσανε γενεές· και γελούν ακόμα. Το «Πολλών δεινών αφορήτων και απροσδοκήτων περιστάσεων» του δασκάλου απόμεινε ιστορικό. Πολλά «σκαλαθύρματα» και άρθρα του σ’ εφημερίδες άφησαν εποχή.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 24.5.1934, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η ανάγκη να κερδίζη το ψωμί του με την πέννα του τον έφερε τρίτο συνεργάτη των «Παναθηναίων». Είχαμε τη σκληρότητα να τον πικράνουμε γι’ αυτό. Η Αθήνα τότε δεν ήξερε ν’ αμύνεται μονάχα με το γέλιο. Δε συγχωρούσε τα παραπατήματα· κι’ εγνώριζε να σηκώνη στο θέατρο το μαξιλάρι – κι’ αυτά τα καθίσματα καμμιά φορά. Τρεις συγγραφείς για μια μέτρια επιθεώρησι, και προ πάντων όταν μέσα σ’ αυτούς ήταν ο Μπάμπης Άννινος… Και τι δεν άκουσε! Κι’ όμως, αν συγκρίνη κανείς τα «Παναθήναια» του δώδεκα-δεκατρία με τις σημερινές επιθεωρήσεις, θα ιδή πόσο βαθύτερο αίσθημα ευθύνης, ευσυνειδησίας και γούστου είχε η γενεά που μας πέρασε, ακόμα και σ’ αυτά τα προϊόντα της θεατρικής βιομηχανίας. Υπήρχαν νούμερα σ’ αυτά τα «Παναθήναια», σορτίτες του Τζαννέτου και της Ματίνας επίσης, που μαρτυρούσανε την ύπαρξι αληθινών συγγραφέων σ’ αυτό το εφήμερο είδος. Και προ πάντων υπήρχε υγεία, τίμιο κέφι, γεμάτο από την αισιοδοξία των μεγάλων δημιουργικών ημερών που σήκωναν την Ελλάδα στο επίπεδο των ζωντανών λαών. Κατάντησε να νοσταλγούμε σήμερα κι’ αυτές τις επιθεωρήσεις που χτυπούσαμε τότε σα μιαν ασυγχώρητη πτώσι των συγγραφέων.
Μια συμπαθητική πλευρά του Αννίνου ήταν η αγάπη του στους ήρωες του εικοσιένα. Με το μεγαλείτερο ενδιαφέρον διάβασα, σε μια νύχτα, το βιβλίο που μούφερε ο ίδιος στο γραφείο κάποτε – έναν τόμο, πούχε συγκεντρώση όλα τα ιστορικά του μελετήματα. Αυτόν τον Μπάμπη δεν τον ήξερα. Ήταν μια αποκάλυψις. Με την πιο ευχάριστη έκπληξι έβλεπα, σ’ αυτό τον τόμο, πως είχε σταθή μπροστά στη μεγάλη μορφή του Οδυσσέως Ανδρούτσου, που τα προβλήματά του, οι περιπέτειές του και η δραματική του κάθαρσις με είχαν αποσχολήση κι’ εμένα. Είνε, νομίζω, το καλλίτερο ιστορικό μελέτημα του Αννίνου. Σε κάθε γραμμή αυτού του ιστορήματος, πούχει το χαρακτήρα της «αποκαταστάσεως», νοιώθει κανένας τη θερμή συμπάθεια και το θαυμασμό του συγγραφέως σ’ έναν ήρωα που την αξίζει τόσο περισσότερο όσο ύπουλες, σκοτεινές κι’ αταίριαστες ήταν οι συκοφαντίες πούσπειρε γύρω του η αδυσώπητη έχθρα μερικών πολιτικών. Πριν τιμούσα τον Άννινο. Αυτή τη νύχτα τον αγάπησα.
*Άρθρο του δημοσιογράφου, λογοτέχνη, θεατρικού συγγραφέα και ακαδημαϊκού Σπύρου Μελά (Ναύπακτος 1882 – Αθήνα 1966) για τον πολυγραφότατο συγγραφέα Χαράλαμπο Άννινο, ο οποίος γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς στις 6 Σεπτεμβρίου 1852 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 1934.
Το αποχαιρετιστήριο κείμενο του Μελά, που υπογράφει με το φιλολογικό του ψευδώνυμο («Φορτούνιο»), δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» την επομένη του θανάτου του Άννινου, στις 24 Μαΐου 1934.
Ο Σπύρος Μελάς
Ο Χαράλαμπος (ευρέως γνωστός ως Μπάμπης) Άννινος διέγραψε σπουδαία πορεία στη δημοσιογραφία, με την οποία καταπιάστηκε από το 1878.
Παράλληλα ασχολήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, τη μετάφραση, την ιστοριογραφία και το δοκίμιο, ενώ έγινε ευρύτατα γνωστός για τα εύθυμα θεατρικά έργα του.
Χάρη στην κωμική φλέβα του και τα αστεία λογοπαίγνιά του, ο Άννινος διακρίθηκε στη συγγραφή επιθεωρήσεων.
Ο Άννινος υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, πρόεδρος των Εταιρείας Ελλήνων Δραματικών Συγγραφέων, εμπνευστής και συνιδρυτής της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας.
Τιμήθηκε για τη συνεισφορά του στο χώρο των γραμμάτων με βραβεία και διακρίσεις (μεταξύ αυτών, το Χρυσούν Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, το 1914, και το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, το 1925).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις