Η μέρα που τσακώθηκα με τον Λουτσιάνο Παβαρότι
Σε ένα σικ ξενοδοχείο στην Ιταλία, ο φωτογράφος Μάικλ Πάουελ λαμβάνει περισσότερα απ' όσα περίμενε όταν κάνει μια φωτογράφιση με τον θυελλώδη τενόρο.
- Economist: Οι εργαζόμενοι αγαπούν τον Τραμπ, τα συνδικάτα πρέπει να τον φοβούνται
- Αρκάς: Η καλημέρα της Κυριακής έχει γεύση από κουραμπιέδες
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Τα ζώδια σήμερα: Γλύκανε μωρέ λίγο, μην είσαι σαν κακό χρόνο να'χεις
Το 1997, οι Times με έστειλαν στην Ιταλία για να φωτογραφίσω τον Λουτσιάνο Παβαρότι με ελάχιστες πληροφορίες – ένα όνομα ξενοδοχείου και μια ημερομηνία. Αποδείχτηκε ότι έμενε σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο με θέα τον κόλπο της Νάπολης, οπότε έφυγα από τη δική μου καλύβα των δύο αστέρων και μπήκα στο παλάτι του των πέντε αστέρων.
Στη συνέχεια, στις 3 μ.μ., ξεκίνησα να τον βρω, έχοντας κατά νου όλα όσα θα μπορούσαν να πάνε καταστροφικά στραβά. Η ρεσεψιονίστ συνέδεσε την κλήση μου με «κάποιον που μπορεί να βοηθήσει», που κατάλαβα ότι σήμαινε δημοσιογράφο, βοηθό ή ατζέντη.
Αντ’ αυτού απάντησε ο ίδιος ο «βασιλιάς των υψηλών ντο». Ξαφνιασμένος, ξεστόμισα το σχέδιό μου.
«Είμαι κουρασμένος» μου απάντησε. «Ξαναπάρε με αργότερα», χωρίς όμως να υποδείξει πόσο αργότερα.
Τηλεφώνησα στις 6 το απόγευμα. «Ακόμα κουρασμένος» ήταν η απάντηση.
«Ελάτε στον τελευταίο όροφο»
Στις 9μμ τηλεφώνησα ξανά. «Ελάτε στον τελευταίο όροφο». Χτύπησα την πόρτα της σουίτας Caruso και εμφανίστηκε ο Pavarotti, χωρίς δημοσιογράφο, χωρίς PA, χωρίς ατζέντη. Με οδήγησε μέσα από τον διάδρομο που είχε γίνει προσωρινά κουζίνα.
Δύο μεγάλα ψυγεία βούιζαν και τα πιάτα ήταν στοιβαγμένα με μαχαιροπήρουνα. Μπήκαμε σε ένα καθιστικό και έβαλε πούδρα στο πρόσωπο από κάτι που θα το έλεγες compact αν δεν ήταν τόσο τεράστιο. Παρατήρησα τα μαύρα μαλλιά του. Μια πολυθρόνα ήταν σκαρφαλωμένη πάνω σε στοίβες βιβλίων για να ψηλώσει και να βοηθήσει τον πόνο της πλάτης του. Μια πρωτότυπη λύση, σκέφτηκα, αλλά δεν το είπα.
Κουβεντιάσαμε όσο έστηνα τον εξοπλισμό, ενώ ανέφερα ότι είχα μετατρέψει το μπάνιο του ξενοδοχείου μου σε σκοτεινό θάλαμο για να προλάβω την προθεσμία της εφημερίδας μου. Εκείνος παρεξήγησε και μου απάντησε κοφτά: «Οπότε ας βιαστούμε». Υποθέτω ότι ένιωσε ότι του έκανα έμμεση παρατήρηση για την προηγούμενη αργοπορία.
Δύο μεγάλα ψυγεία βούιζαν και τα πιάτα ήταν στοιβαγμένα με μαχαιροπήρουνα.
Το γύρισμα της κατάστασης
Σκέφτηκα ότι τον στεναχώρησα και ότι έχασα την ευκαιρία μου, αλλά θυμήθηκα ότι είχα φέρει ένα δώρο. Του έδωσα ένα ρολό φιλμ που περιείχε ένα πορτρέτο των γονιών του που είχα τραβήξει στη Μόντενα, τον προηγούμενο χρόνο.
Ήταν μια συγκινητική λήψη που έδειχνε τη μητέρα του Αντέλ, στοργικά αγκαλιασμένη στο στήθος του συζύγου της Φερνάντο. Ο Παβαρότι έλιωσε. «Είναι, είναι… απίστευτο», ψιθύρισε καθώς τα μάτια του έτρεχαν.
Επέμενε να διαλέξω ένα κασκόλ Hermès από μια στοίβα για να το φορέσει στο πορτρέτο, αλλά, «Ολέ!», άρχισε να με χτυπάει με αυτό, μια παράξενη διασταύρωση μεταξύ του ηρωικού ταυρομάχου και του 11χρονου αδελφού μου στα αποδυτήρια των λουτρών του Σκάνθορπ.
Έβγαλα φωτογραφίες, εμφάνισα τα φιλμ στο μπάνιο μου, σύνδεσα το μόντεμ μου και έστειλα τις λήψεις στο Λονδίνο.
Αυτή η ιστορία δημοσιεύθηκε σαν προσωπική αφήγηση από τον ίδιο τον φωτογράφο, Μάικλ Πάουελ, στις 26 Μαρτίου του 2020, αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του Ιταλού τενόρου (6 Σεπτεμβρίου 2007) και ενός από τους εκλεκτότερους τραγουδιστές του μπελ κάντο.
Επίσης, κάμποσα χρόνια μετά τον θάνατό του, το 2019, το «Pavarotti» ένα ντοκιμαντέρ, σε σκηνοθεσία του Ρον Χάουαρντ έρχεται να πει, χωρίς φόβο και πάθος, την ιστορία του τενόρου, του μεγάλου δεξιοτέχνη στους υψηλότερους φθόγγους.
Δείτε το τρέιλερ του ντοκιμαντέρ
Από τη Μόντενα στον κόσμο όλο
Το ντοκιμαντέρ ξεκινά με τον Παβαρότι, έναν καθιερωμένο τενόρο της όπερας, στη ζούγκλα του Αμαζονίου να επιμένει να δει τη σκηνή όπου κάποτε εμφανιζόταν ο Ενρίκο Καρούζο για να εγκαινιάσει ένα νέο θέατρο.
Ο Παβαρότι θέλει να τραγουδήσει στη σκηνή όπου κάποτε εμφανίστηκε ο Καρούζο. Το παλιό θέατρο ανοίγει προσωρινά γι’ αυτόν και τραγουδάει μια μικρή άρια επί σκηνής. Στη συνέχεια το ντοκιμαντέρ επιστρέφει στη γενέτειρά του, τη Μόντενα της Ιταλίας, όπου ο Παβαρότι γεννήθηκε σε μια φτωχή μεσοαστική οικογένεια.
Ο πατέρας του ήταν τοπικός φούρναρης και η μητέρα του οικονόμος. Ως έφηβος, ο Παβαρότι γίνεται μέλος της ίδιας χορωδίας στην οποία ανήκει και ο πατέρας του. Συνεχίζει να αναπτύσσει τη φωνή του με την ελπίδα να γίνει ένας καταξιωμένος τραγουδιστής.
Ο Παβαρότι θέλει να τραγουδήσει στη σκηνή όπου κάποτε εμφανίστηκε ο Καρούζο.
Ο «βασιλιάς των υψηλών ντο»
Όταν περνάει από οντισιόν για τον πρώτο του σημαντικό ρόλο, ο Παβαρότι ξεχωρίζει από την ικανότητά του να τονίζει το υψηλό ντο με επιβλητικότητα και κύρος κατά τη διάρκεια της ερμηνείας του. Μετά την οντισιόν, παίρνει μέρος σε μια όπερα που του επιτρέπει να χτυπήσει το υψηλό ντο αρκετές φορές.
Η φήμη του Παβαρότι αρχίζει να διευρύνεται και γίνεται γνωστός ως ο «βασιλιάς των υψηλών ντο». Συμπράττει με σοπράνο παγκόσμιας φήμης, όπως η Τζόαν Σάδερλαντ και η Μιρέλα Φρένι και ξεκινά επίσης μια δισκογραφική καριέρα.
Όταν μαθαίνει ότι ο φίλος του, ο συνάδελφός του τενόρος Χοσέ Καρρέρας, βρίσκεται στο νοσοκομείο για θεραπεία λευχαιμίας, ο Παβαρότι του τηλεφωνεί για να του ευχηθεί να γίνει καλά, ώστε ο Καρρέρας να επιστρέψει ως γνήσιος ανταγωνιστής στο επίπεδο των τενόρων παγκόσμιας κλάσης.
Ο Καρρέρας ολοκληρώνει τη θεραπεία της λευχαιμίας του με επιτυχία και πηγαίνει στη Νέα Υόρκη για μια περίοδο ανάρρωσης. Εκεί ο Παβαρότι, ο Καρρέρας και ο Πλάθιντο Ντομίνγκο τυχαίνει να μένουν στο ίδιο ξενοδοχείο για ένα χρονικό διάστημα με τη σεζόν της Metropolitan Opera σε εξέλιξη.
Ένας διαφημιστής μαθαίνει ότι οι τρεις τους μένουν στο ίδιο ξενοδοχείο και γνωρίζοντας ότι είναι όλοι τους οπαδοί του ποδοσφαίρου, τους προτείνει να οργανώσει μια συναυλία την παραμονή του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου, όπου οι τρεις μαζί θα μπορούσαν να εμφανιστούν στον ίδιο χώρο. Συμφωνούν με ενθουσιασμό.
Ακούστε το «Ό sole mio» από τους Τρεις Τενόρους
«Ό sole mio»
Η συναυλία των Τριών Τενόρων, με τον Ζούμπιν Μέτα να διευθύνει, πραγματοποιείται στη Ρώμη το 1990 σε ένα γεμάτο ακροατήριο. Ηχογραφείται για παγκόσμια διανομή σε DVD και οι Τρεις Τενόροι γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία.
Το παιχνιδιάρικο τραγούδι τους «’O sole mio» γίνεται μια ξεχωριστή επιτυχία, με τον Καρρέρας και τον Ντομίνγκο να συνοδεύουν σαν αντήχηση τις χαρακτηριστικές τρίλιες του Παβαρότι υπό την επανάληψη των αρχικών στίχων του τραγουδιού.
Οι τρεις τους αυτοσχεδιάζουν επί σκηνής σε μια καθαρά δική τους εκδοχή του τραγουδιού «Nessun dorma» ως φινάλε. Επανασυνδέονται για τις επόμενες συναυλίες, στους επόμενους τρεις τελικούς του Παγκοσμίου Κυπέλλου, και τελικά πραγματοποιούν περισσότερες από 30 συναυλίες.
Ερωτιάρης και έντονος
Η ηχογραφημένη εκδοχή της συναυλίας του 1990 γίνεται το άλμπουμ κλασικής μουσικής με τις περισσότερες πωλήσεις όλων των εποχών, ξεπερνώντας τους καθιερωμένους ροκ σταρ στις κορυφαίες λίστες Billboard 100.
Η καριέρα του Καρρέρας κερδίζει μια δεύτερη ευκαιρία και ο Παβαρότι συνεχίζει την καριέρα του ως ένας από τους εξέχοντες τενόρους του εικοστού αιώνα. Τείνει όλο και περισσότερο να εμφανίζεται σε μεγάλες σόλο συναυλίες αντί για όπερες.
Το ντοκιμαντέρ περιγράφει επίσης τους συνεχείς έρωτές του και τις σχέσεις του, οι οποίες τελικά οδήγησαν στο διαζύγιό του από την επί χρόνια σύζυγό του, Άντουα Βερόνι, το 2000.
Το 2003 παντρεύτηκε την πρώην προσωπική του βοηθό, Νικολέτα Μαντοβάνι. Το 2007 εισήχθη στο νοσοκομείο για θεραπεία καρκίνου του παγκρέατος. Στις 6 Σεπτεμβρίου πέθανε από επιπλοκές του καρκίνου του παγκρέατος στην κρεβατοκάμαρά του, στη γενέτειρά του Μόντενα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις