Όταν προ μερικών ετών ο Έρνεστ Χεμινγουαίη εξέδωσε τον «Γέρο και την θάλασσα», γύρω από το βιβλίο εδημιουργήθη πολύς θόρυβος. Εις το μυθιστόρημα αυτό ο συγγραφεύς τού «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» περιγράφει, ως γνωστόν, την καταπληκτικήν ιστορίαν ενός Κουβανέζου γέροντος ψαρά, ο οποίος επί δύο ημέρας και τρεις νύκτας ηγωνίζετο εναντίον ενός οξυρρύγχου, ο οποίος ήτο μεγαλύτερος και από την βάρκα του. Δυστυχώς διά τον γεροψαρά, κατά την επιστροφήν του, τα σκυλόψαρα επετέθησαν με τέτοιαν μανίαν εναντίον του οξυρρύγχου, ώστε, παρ’ όλας τας προσπαθείας του, ο ψαράς δεν έφερε μαζί του παρά μόνον τον σκελετόν του ψαριού που είχε ψαρέψει.

Εις αυτήν την κωμικοτραγικήν ιστορίαν οι πλείστοι των διεθνών κριτικών είδαν το σύμβολον της ανθρωπίνης φύσεως, την ιστορίαν του θάρρους και της ενεργητικότητος, την νίκην της καρδίας επί της απελπισίας. Αλλά όποιαι και αν ήσαν αι προθέσεις του, ο Χεμινγουαίη φαίνεται ότι ενεπνεύσθη από πραγματικά γεγονότα και υπαρκτά πρόσωπα. Έτσι τουλάχιστον μας αποκαλύπτει εις το βιβλίον του «Τα σκυλόψαρα ψαρεύονται νύκτα» ο νέος δημοσιογράφος κ. Φρανσουά Πολί.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 28.7.1957, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Πολί είχεν επιδοθή εις ένα ρεπορτάζ σχετικό με την αλιείαν των επικινδύνων αυτών ιχθύων, όταν πλησίον της Χαβάνας ανεύρε τον μικροσκοπικόν λιμένα εις τον οποίον ο Χεμινγουαίη, μεγάλος ψαράς και ο ίδιος, είχε τοποθετήσει τον ήρωά του. Ο λιμήν αυτός ονομάζεται Κοζιμάρ. Γύρω από τον κολπίσκον του λιμένος ευρίσκονται αι ξύλινοι καλύβαι των πτωχών ψαράδων.


Μίαν ημέραν, ενώ ο Πολί συνωμιλούσε με τους ψαράδες για τον Χεμινγουαίη, ο οποίος ήτο άριστα γνωστός εις όλους, είδε να τον πλησιάζη ένας γέρων, ο οποίος ωμοίαζε καταπληκτικά προς τον ήρωα του βιβλίου: «Ο γεροψαράς ήταν λεπτός και στεγνός, με ρυτίδες όμοιες με μαχαιριές πάνω στο λαιμό του… Όλα πάνω του ήταν γερασμένα, εκτός από τη ματιά του, που ήταν χαρούμενη και γενναία και που είχε το χρώμα της θάλασσας».

Εγώ είμαι το μοντέλο του Χεμινγουαίη για τον Σαντιάγο του βιβλίου, εδήλωσε. Λέγομαι Πιγκουέλ Ραμίρεζ.

Και διηγήθη εις τον κατάπληκτον δημοσιογράφον ότι μίαν ημέραν, ενώ εψάρευεν εις τα ανοικτά, είδε να πλησιάζη ένα σκάφος που είχε επάνω τρία άτομα. Μεταξύ των τριών ήτο και ο Χεμινγουαίη, που ήθελε αμέσως να τραβήξη φωτογραφίας. Όταν επέστρεψαν εις το λιμάνι, ο Ραμίρεζ και ο συγγραφεύς κατέληξαν εις μίαν ταβέρναν, όπου έμειναν επί ολόκληρον εικοσιτετράωρον.


Ο Ραμίρεζ ισχυρίζεται ότι είχε πράγματι ψαρεύσει αυτόν τον τεράστιον οξύρρυγχον και ότι τα σκυλόψαρα κατεβρόχθισαν τελείως το θύμα του. Ίσως ο συγγραφεύς να υπερέβαλε ολίγον την περιγραφήν του μοναδικού αγώνος μεταξύ του ψαριού και του ανθρώπου. Γεγονός, πάντως, είναι ότι η καλύβη του Ραμίρεζ είναι ακριβώς ίδια με εκείνην που περιγράφεται εις το βιβλίον. Ζη, όπως και ο Σαντιάγο, μέσα εις απίθανη πτώχεια και κοιμάται επάνω εις εφημερίδας. Ο Πολί ανεκάλυψε μάλιστα και το χαμίνι που είχε συμπαθήσει εις το μυθιστόρημα τον Σαντιάγο και εψάρευε συχνά μαζί του δωρεάν.

Διά να έχη ήσυχον την συνείδησιν, ο νεαρός δημοσιογράφος ετηλεφώνησεν εις την κατοικίαν του Χεμινγουαίη, πλησίον της Χαβάνας. Ο συγγραφεύς ήτο ασθενής και εις το τηλέφωνον απήντησεν η σύζυγός του.

Ο σύζυγός μου είχε υπ’ όψιν του πολλάς ιστορίας ψαράδων, εδήλωσε.

Αλλά ο Ραμίρεζ δεν το βάζει κάτω. «Ο κ. Γουαίη», λέγει (διότι δεν κατορθώνει να προφέρη ολόκληρον το όνομα του συγγραφέως), «μου είχεν υποσχεθή να μου αγοράση ένα πανταλόνι και μίαν καινούργια βάρκα μόλις θα εδημοσιεύετο το βιβλίο του. Αλλά, μέχρι στιγμής, δεν έλαβα τίποτα».


*Άρθρο αφιερωμένο στον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 28 Ιουλίου 1957.

«Ο γέρος και η θάλασσα», το περίφημο συγγραφικό έργο του Χέμινγουεϊ, πρωτοκυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Scribner’s στις 8 Σεπτεμβρίου 1952, ημέρα Δευτέρα.

Ο διάσημος αμερικανός λογοτέχνης Έρνεστ Μίλερ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway) γεννήθηκε στις 21 Ιουλίου 1899 και απεβίωσε στις 2 Ιουλίου 1961.

Ο Χέμινγουεϊ, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς ολόκληρου του 20ού αιώνα, τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1954 και με το Βραβείο Πούλιτζερ το 1953.