Βασίλης Ραφαηλίδης: Τη μια μέρα γαλήνιος, την άλλη προβοκάτορας
Διασκέδασε μ' αυτήν τη ζωή βαριά οπλισμένος και ες αεί ερωτευμένος
Χωρίς τον Βασίλη;
Νωρίς-νωρίς φέτος τον Σεπτέμβρη ο Βασίλης Ραφαηλίδης μάζεψε τ’ άρματά του κι έφυγε.
Πριν προλάβουμε να μαζευτούμε οι φίλοι, πριν ο ένας τον άλλον φωνάξει, ο Βασίλης εξήλθε της Πόλεως, έκλεισε η πύλη πίσω του κι ο φρουρός μάς ανακοίνωσε ότι νύχτωσε, δεν έχει άλλα δρομολόγια.
Ωραία! Στο σπίτι, άπλωσα στο τραπέζι τρεις κούπες κρασί. Η πρώτη. Ο Βασίλης υπήρξε το πρώτον δάσκαλός μου στη σχολή κινηματογράφου. Η δεύτερη. Υπήρξα αναγνώστης του, αντικείμενο της κριτικής του και εικονογράφος του. Η τρίτη. Ήταν ακριβός μου φίλος.
Μερικές φορές η ζωή είναι σαν να έχεις δει στο σινεμά τον Αλέξανδρο Νιέφσκι κι ύστερα να πηγαίνεις σε μπαράκι που χορεύουν Ρωσίδες.
«ΤΑ ΝΕΑ», 2.10.2000, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης υπήρξε πρώτα απ’ όλα, πιο βαθιά απ’ όλα μαρξιστής, μάλιστα κομμουνιστής! Δεν ένιωσε και δεν μέτρησε την Ιστορία με τις συγκυρίες, αλλά με την αναγκαιότητα.
Γι’ αυτό παρέμεινε ως το τέλος ιστορικά αισιόδοξος με δραματικό και βιωματικό τρόπο. Αναζητούσε την αρμονία ανάμεσα στην ανάγκη και το αποτέλεσμα και συνεπώς δεν έγινε ποτέ δογματικός.
Ο Βασίλης δεν γέρασε ποτέ! «Αμφέβαλλε περί όλων» σαν καλός μαρξιστής και σαν καλός μαθητής.
Τα παιγνιδιάρικα, παιδικά, αεικίνητα, δαιμονιώδη μάτια του Βασίλη σταματούσαν μόνον αν σε μια κουβέντα, σε μιαν ανάγνωση, σ’ ένα τοπίο, διαπίστωνε ότι του διέφευγε κάτι, ότι ίσως δεν ήξερε κάτι. Χανόταν τότε για λίγο, «αναχωρούσε», και έψαχνε ώσπου να βγάλει άκρη, να δαμάσει την άγνοια, να γνωρίζει.
Βαθύτατα περίεργος, με έξοχη αίσθηση του χιούμορ, τη μια μέρα γαλήνιος, την άλλη προβοκάτορας, έγραψε πολύ και καλά για πολλά, διάβασε πολύ και καλά για πολλά και διασκέδασε μ’ αυτήν τη ζωή βαριά οπλισμένος και ες αεί ερωτευμένος.
Έζησε ακτήμων.
Υπήρξε ο πλέον ενσυνείδητος άθεος που γνώρισα, διότι απαιτούσε απ’ τον Θεό —αν υπήρχε— να είναι δίκαιος! Και μη νομίσει κανείς ότι κάτι τέτοιο στην ουσία τον θέωνε, διότι ο Βασίλης περιφρονούσε τα δικανικά τερτίπια των στρεψιών και των παπάδων — ήταν παγερά αδιάφορος στο «μυστήριον των βουλών του Κυρίου» κι είχε επιλέξει την ελευθερία της βούλησης του ανθρώπου όχι ως θείο δώρημα, αλλά ως ματωμένο πρόταγμα και δύσκολο τρόπαιο. Παρ’ ότι σεβόταν την πίστη ως φαινόμενο, ο ίδιος, εραστής της ελευθερίας, έπλεξε τη γνώση — ετάχθη υπέρ αδυνάτων κι υπηρέτησε τον Λαό επειδή κάτι τέτοιο είναι λογικώς φυσικόν αυτονόητο…
«ΤΑ ΝΕΑ», 2.10.2000, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Αν ακούσετε ομηρικά γέλια κι ομηρικότερους καβγάδες στα Ηλύσια Πεδία, θα ’ναι ο Βασίλης.
Αν ακούσετε το θρόισμα που κάνουν οι σελίδες των βιβλίων, καθώς τα ξεφυλλίζει ευτυχής αναγνώστης, θα είναι ο Βασίλης Ραφαηλίδης.
Έκαμε το χρέος του στους ανθρώπους! Φιλοσόφησε!
Κι έζησε έτσι· φιλοσοφώντας. Πολέμησε πολιτικώς και πήρε θέση! Είτε η πόλη ήταν κομμένη στα δύο είτε κοιμόταν στον καναπέ της, ο Βασίλης βίωνε, έκανε, πρότεινε και φανταζόταν πολιτική. Συνεπώς…
… η ύπαρξη του Βασίλη ήταν ποιητική!
Γνώρισε τα ελληνικά γράμματα και γι’ αυτό περιέπαιζε τους εθνικιστές, οικουμενικός και διεθνιστής ο ίδιος· είχε άφοβη σχέση με τον θάνατο, στωικός άμα τε και επικούρειος, ο Βασίλης ήξερε.
Έλεγαν: «αιρετικός», «καταραμένος». Ευκολίες! Ο Βασίλης ήταν τέρας λογικής, ήταν επαναστάτης!
«ΤΑ ΝΕΑ», 2.10.2000, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Μερικά φιλμς είναι σκληρά, ήσυχα και μαύρα, σαν τις ταινίες που έφτιαχνε ο Μελβίλ. Στο τέλος γράφει «Τέλος» κι αυτό είναι όλο.
Κάποια άλλα είναι επικά, κόκκινα γεμάτα έρωτα και επανάσταση, όπως ο «Σπάρτακος» του Κιούμπρικ.
Εμένα μ’ αρέσει να βλέπω τη δεύτερη κατηγορία. Ιδίως όταν κρυώνω. Ή όταν καθόμαστε οι φίλοι γύρω απ’ το κρασί μας.
Ο Βασίλης προσπάθησε να με μάθει να βλέπω και την πρώτη κατηγορία. Έμαθα (ίσως έμαθα) — αλλά ακόμα θέλω στο διάλειμμα να τρώω τσιπς και να φλερτάρω, δεκαοκτάχρονος, με τη μελαχρινή δεσποινίδα καλής οικογενείας, τρεις σειρές παρακάτω…
«Και τα δύο είναι το ένα το άλλο» μου λέει ο Βασίλης! Και παίζουν παιγνιδιάρικα τα αεικίνητα παιδικά του μάτια…
Στάθης Σ.
2.X. 2000
*Άρθρο του σκιτσογράφου και κειμενογράφου Στάθη Δ. Σταυρόπουλου για τον Βασίλη Ραφαηλίδη, που είχε δημοσιευτεί στη στήλη «Υποβρύχιο» στις 2 Οκτωβρίου 2000.
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης, συγγραφέας, δημοσιογράφος, κριτικός και θεωρητικός του κινηματογράφου, γεννήθηκε στα Σέρβια της Κοζάνης το 1934 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 8 Σεπτεμβρίου 2000, νικημένος από την επάρατη νόσο.
Τέκνο οικογένειας που γνώρισε διώξεις εξαιτίας της ιδεολογίας της, ο Ραφαηλίδης πέρασε δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια στην περιοχή της Κοζάνης και στην Καστοριά.
Το 1953 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε κινηματογράφο και εργάστηκε ως βοηθός του Νίκου Κούνδουρου και του Ροβήρου Μανθούλη.
Έγινε επαγγελματίας κριτικός κινηματογράφου στη «Δημοκρατική Αλλαγή» (1965).
Ο Ραφαηλίδης συμμετείχε στην εκδοτική ομάδα των περιοδικών «Ελληνικός Κινηματογράφος» (1966) και «Σύγχρονος Κινηματογράφος» (1968).
Κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, και έως το θάνατό του, εργάστηκε ως κριτικός κινηματογράφου, σχολιογράφος και επιφυλλιδογράφος σε μεγάλες αθηναϊκές εφημερίδες («Το Βήμα», «Έθνος», «Ελευθεροτυπία»).
- Σεισμός τώρα στην Αιτωλοακαρνανία
- Η Μπαρτσελόνα μπήκε στην αγορά των τατουάζ!
- Συρία: Το Κατάρ ξανάνοιξε την πρεσβεία του στη Δαμασκό
- LIVE: Ολυμπιακός – Λαμία
- Η Μπλέικ Λάιβλι μηνύει για σεξουαλική παρενόχληση τον συμπρωταγωνιστή της,Τζάστιν Μπαλντόνι
- Θέλει άραγε η Gen Z να ανταλλάξει δώρα Χριστουγέννων;