Από τις ταινίες που κατάφεραν να ξεχωρίσουν στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας όπου προβλήθηκε στο παράλληλο πρόγραμμα των Οριζόντων (ενώ θα έπρεπε να βρίσκεται στο επίσημο διαγωνιστικό), ο «Εύκολος στόχος» (La sydicaliste, Γαλλία, 2022) του Ζαν Πολ Σαλομέ έχει στόχο να βάλει τον θεατή βαθιά μέσα τον κόσμο των πολιτικών σκευωριών και των βρώμικων παιχνιδιών που γίνονται προκειμένου να καλυφθεί κάτι το οποίο μπορεί να εξελιχθεί σε μεγάλο σκάνδαλο. Τα καταφέρνει έξοχα, χωρίς φιορτιτούρες και με αιχμή του δόρατος μια δυναμική ηρωίδα, την Μορίν Κίρνεϊ, που ως συνδικαλιστική εκπρόσωπος γαλλικής πολυθενικής πυρηνικής ενέργειας, θα γίνει γνώστης σημαντικών και άκρως απόρρητων πληροφοριών που εκθέτουν ανεπανόρθωτα την κυβέρνηση (να σημειωθεί ότι η ταινία είναι βασισμένη σε πραγματικά περιστατικά). Και αυτό σημαίνει ότι μόνη εναντίον όλων, η Κίρνεϊ θα πρέπει να ξεγλιστρήσει από τις παγίδες που στήνονται η μία μετά την άλλη γύρω της.

Πέρα από το γεγονός ότι την Κίρνεϊ υποδύεται αυτή η πολύτιμη, πολυσχιδής γαλλίδα ηθοποιός, η Ιζαµπέλ Ιπέρ (λόγος με άλλα λόγια από μόνος του για να δει κανείς την ταινία), το ίδιο το θέμα σε γραπώνει δυνατά και δεν σε αφήνει ποτέ σε ησυχία χάρη στον στεγνό, στακάτο, σχεδόν κλινικό σκηνοθετικό χειρισμό του. Ο Σαλομέ «φουντώνει» ακόμα περισσότερο την ιστορία, όταν η Κίρνεϊ δέχεται επίθεση μέσα στο ίδιο της το σπίτι και ενώ είναι προφανώς θύμα τρομοκρατίας, η εγκληματική αυτή ενέργεια αμφσβητείται από τις Αρχές. Μάλιστα, ο σκηνοθέτης φέρνει τον θεατή στο σημείο να την αμφισβητήσει και εκείνος, οπότε ο «Εύκολος στόχος» αποκτά ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον. Μια καθαρά πολιτική και επίκαιρη ταινία, που σου δημιουργεί αμηχανία, γιατί βλέπεις όλα όσα γίνονται (ή μπορούν να γίνουν) πίσω από τις πλάτες των ανυποψίαστων πολιτών χωρίς να το πάρουν χαμπάρι. Μα ακόμα και αν το πάρουν, πολύ δύσκολα μπορούν να αντιδράσουν.

Ενδιαφέροντα στοιχεία βρίσκει κανείς και στην ισπανική ταινία «75 ημέρες» (75 dias, 2020) που αναφέρεται στην υπόθεση των «Τριών κοριτσιών του Αλκάσαρ» τα οποία εξαφανίστηκαν στις 13 Δεκεμβρίου 1992 και 75 μέρες αργότερα βρέθηκαν νεκρά. Η υπόθεση είχε συγκλονίσει την ισπανική κοινή γνώμη και ο σκηνοθέτης Μαρκ Ρομέρο θέλησε να επιστρέψει σε εκείνη την περίοδο με τη ματιά του ρεπόρτερ που θα μπορούσε να έχει παρακολουθήσει τα δρώμενα του παρασκηνίου. Ο σκηνοθέτης επιδιώκει να φτιάξει κλίμα μέσα από τις συνέπειες που είχε το γεγονός της εξαφάνισης στους γονείς των παιδιών (ο καθένας αντιδρά με διαφορετικό τρόπο αλλά όλοι πονούν το ίδιο) ή τον πρόχειρο χειρισμό της υπόθεσης από την αστυνομία (έγιναν πολλά και απανωτά λάθη). Επίσης, βάρος δίδεται στον ρόλο που έπαιξαν τα ΜΜΕ στην υπόθεση, κυρίως η τηλεόραση, καθώς εκείνη την εποχή οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί είχαν μόλις αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στην Ισπανία. Βεβαίως, αυτό και μόνο σήμανε ένα «τηλεοπτικό μακελειό» καθώς τα media προκάλεσαν περισσότερη σύγχυση σε μια ούτως ή άλλως εξαιρετικά δύσκολη στην εξιχνίασή της υπόθεση. Οι ερμηνείες των ηθοποιών σε καθηλώνουν, ιδίως των Eoυλάλια Ραμόν, Αντόνια Σαν Χουάν, Ανα Φερνάντεζ που υποδύονται τις μητέρες των θυμάτων.

Προβάλλεται επίσης το θρίλερ φαντασίας του Μάικλ Τσάβες «Η καλόγρια ΙΙ» (The nun 2, ΗΠΑ, 2023) ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία που είδαμε για πρώτη φορά στην ταινία τρόμου «Η καλόγρια» (2018) με την Τάισα Φαρμίγκα. Η ίδια ηθοποιός επιστρέφει στον ρόλο της Αδελφής Αϊρίν η οποία μετά τη δολοφονία ενός ιερέα το 1956, θα έρθει και πάλι πρόσωπο με πρόσωπο με τον δαίμονα Βάλακ (Μπόνι Ααρονς).

Επανεκδόσεις

«Περιφρόνηση» («Le mepris», Γαλλία, 1963). Η ουσία της πιο φανταχτερής ταινίας του Ζαν Λικ Γκοντάρ (1930 -2022), είναι η ίδια η καλλιτεχνική δημιουργία. Γυρισμένη στην ηλιόλουστη βίλα Μαλαπάρτε στο Κάπρι της Ιταλίας, η ταινία μιλά για τη σύγκρουση δημιουργού – συστήματος, τέχνης – εμπορίου με αφορμή το γύρισμα μιας άλλης ταινίας της οποίας ο πανίσχυρος αμερικανός παραγωγός (Τζακ Πάλανς), προσλαμβάνει έναν συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών (Μισέλ Πικολί) για μια νέα επεξεργασία στο σενάριο (που στηρίζεται στην «Οδύσσεια» του Ομήρου). Καταλυτικό ρόλο θα παίξει η σέξι γυναίκα του, καμία άλλη από την Μπριζίτ Μπαρντό στην πρώτη (και αξέχαστη) συνεργασία της με τον Γκοντάρ. Μια κοσμοπολίτικη σινεφίλ τραγωδία για όλες τις εποχές, που δεν έχει χάσει καθόλου από την αρχική της φρεσκάδα. Στον ρόλο του σκηνοθέτη της ταινίας μέσα στην ταινία, ο μετρ του γερμανικού εξπρεσιονισμού Φριτς Λανγκ.

«Στην τύχη ο Μπαλταζάρ» (Au hasard Balthazar, Γαλλία, 1966). Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που είδαμε στις αίθουσες την τελευταία ταινία του Γέρζι Σκολιμόφσκι «ΕΟ» (2022), το σπαρακτικό οδοιπορικό ενός γαϊδάρου που υφίσταται υπομονετικά τις φρικαλεότητες του ανθρώπου. Ομως η ταινία που ενέπνευσε τον Σκολιμόφσκι είναι αυτό το αξεπέραστο αριστούργημα του Ρομπέρ Μπρεσόν (1901 – 1999), που ακολουθεί με αγάπη αλλά συγχρόνως θλίψη, τον γάιδαρο Μπαλτάζαρ ενώ αυτός μεταφέρεται από ιδιοκτήτη σε ιδιοκτήτη. Αλλοι του συμπεριφέρονται ευγενικά, άλλοι είναι σκληροί, πάντως ο Μπαλτάζαρ (που νιώθεις ότι έχει ανθρώπινη νοημοσύνη) δεν μπορεί να κατανοήσει κανενός τα κίνητρα. Μέσω της αντισυμβατικής προσέγγισης του Μπρεσόν στη σύνθεση, τον ήχο και την αφήγηση, αυτή η φαινομενικά απλή ιστορία γίνεται μια συγκινητική παραβολή αγνότητας και υπερβατικότητας. Ασυζητητί δεν πρέπει να τη χάσουν όσοι δεν την έχουν δει και είναι μια καλή ευκαιρία να την ξαναδούν σε νέα, ρετουσαρισμένη κόπια στην αίθουσα όσοι την έχουν ήδη δει.

«Τα μυστήρια του οργανισμού» (W. R. – Misterije organizma, Γιουγκοσλαβία / Δυτική Γερμανία, 1971). Η ταινία που έβαλε τον Γιουγκοσλάβο Ντούσαν Μακαβέγεφ (1932-1989) στον χάρτη των πιο αξιόλογων ανατολικοευρωπαίων κινηματογραφικών δημιουργών της εποχής του, κατά ένα μεγάλο μέρος της οφείλει την ύπαρξή της στην εκτενή έρευνά του πάνω στον Βίλχεμ Ράιχ. Σκηνές ντοκιμαντέρ «εισχωρούν» στη μυθοπλασία της ταινίας που τοποθετείται στο Βελιγράδι της τότε εποχής και έχει τη μορφή πολιτικής – σεξουαλικής αλληγορίας. Αρχίζει ως έρευνα για τη ζωή και το έργο του Ράιχ, ψυχολόγου και φιλόσοφου ο οποίος αμφισβητήθηκε και στη συνέχεια εκρήγνυται σε μια ελεύθερη αφήγηση της σεξουαλικής απελευθέρωσης μιας όμορφης νεολαίας! Για περίπου μια εικοσαετία οι Αρχές είχαν απαγορέψει την προβολή της ταινίας στη Γιουγκοσλαβία, όπου καμία άλλη ταινία του Μακαβέγεφ δεν προβλήθηκε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980.