Στις 11 Σεπτεμβρίου 1954, ημέρα Σάββατο, στις 5:30 τα ξημερώματα, απεβίωσε αιφνιδίως συνεπεία καρδιακής προσβολής η μεγάλη ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη, που διέπρεψε κυρίως σε ρόλους αρχαίας τραγωδίας.

Η Κοτοπούλη, που καταγόταν από θεατρική οικογένεια και εμφανίστηκε στο θέατρο σε ηλικία έξι ετών, κάλυψε με την ακτινοβόλο σταδιοδρομία της μια περίοδο έξι περίπου δεκαετιών.

Για τη μεγάλη αυτήν απώλεια του ελληνικού θεάτρου ο Άγγελος Τερζάκης είχε γράψει τα ακόλουθα στο «Βήμα» της 12ης Σεπτεμβρίου 1954:

Πένθος και συντριβή έχει γεμίσει κάθε ελληνική καρδιά από τη στιγμή που έγινε γνωστό πως η Μαρίκα Κοτοπούλη έπαψε να υπάρχει. Είναι η περιώδυνη, η παραζαλισμένη κατάπληξη των ανθρώπων που βρίσκονται σ’ αδυναμία να πιστέψουν πως ορισμένα πλάσματα, σφραγισμένα στο μέτωπο με το δάχτυλο του Θεού, υψωμένα σε σύμβολα, είναι δυνατό ποτέ ν’ απουσιάσουν από το προσκλητήριο της ζωής. Θάλεγε κανείς πως τέτοιοι θάνατοι κάτι βαθύτερο προσβάλλουν μέσα μας: την ηθική αξίωση του γένους μας γι’ αθανασία.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.9.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Όμως η μνήμη στήνει τα μνημεία της μέσα στις συνειδήσεις, προτού ακόμα τα φιλοτεχνήσει η επίσημη ευλάβεια. Τέτοιο μνημείο έχει στηθεί κιόλας στη Μαρίκα Κοτοπούλη. Η γυναίκα που εγέμισε με το καλλιτεχνικό της ανάστημα πάνω από μισόν ελληνικό αιώνα δεν πρόκειται ν’ αποχωρήσει τώρα, με την απουσία του φυσικού προσώπου της, από το προσκήνιο της ζωής μας. Η φλόγα που άναψε κάποτε από το χέρι της στην τραγική θυμέλη λαμπαδιάζει πάντα, και φωτίζει.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.9.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Είταν ένα μικρό, λιγνό, σκελετωμένο σχεδόν χέρι αυτό που κρατούσε τον ιερό δαυλό. Κάτι έντονο όμως, απίστευτα συμπυκνωμένο, διονυσιακός πυρετός, έμοιαζε να το ψυχώνει. Φλόγα που πυρπολούσε ολόκληρη την ύπαρξη της ιέρειας, της έλυωνε τη σάρκα για να την αποπνευματώσει, δονούσε σύρριζα τις ίνες της, αναπηδούσε τέλος αστραφτερή, εκρηκτική, στις σπίθες των ματιών της. Μέσα από το κραδαινόμενο αυτό κορμί, το όλο νεύρο, ένταση και πάθος, αναδινόταν μια φωνή πυρωμένη, που είχε την προέλευση από τα έγκατα, την άχνα της φλόγας, το λυρικό της λύγισμα, τις βελουδωτές αναπλάσεις. Και τη λάμψη. Και τον οίστρο. Κυμάτιζε, σπάθιζε και σπίθιζε. Η ελληνική σκηνή δεν είχε ξανακούσει ποτέ τους τραγικούς αυτούς τόνους που συγκλονίζουν, αποκαλύπτουν, συνεπαίρνουν και θαμπώνουν. Το άπεφθο μέταλλο της αλήθειας ποτέ δεν βρήκε τόσο άμεση διέξοδο για να ξεχυθεί, σα λάβα. Ό,τι αποκαλούμε στο Θέατρο ειλικρίνεια, γνησιότητα, ψυχή, είταν για τη Μαρίκα Κοτοπούλη φυσική, πηγαία εκπόρευση. Το πλάσμα αυτό με την ασκητική διάπλαση και στις πρώτες, τις νεανικές ταλαιπωρίες της ζωής, κι’ όταν αργότερα ήρθε η ανταμοιβή του μόχθου διατηρούσε την ίδια κατασκευή, την ίδια σκληραγωγημένη όψη, σαν για να υποδηλώσει πως ο καθένας γεννιέται με τη σφραγίδα του προορισμού του, κι’ ότι είναι μάταιη κάθε αποφυγή.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.9.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η λέξη Θέατρο, με την πιο γυμνή, την πιο απόλυτη σημασία της, ενσαρκώθηκε στη Μαρίκα Κοτοπούλη. Συνόψιζε στο άτομό της και το τραγικό ανάκτορο και το στρίποδο της περιοδεύουσας κωμωδίας, και τη χαμηλή, πιεστική στέγη του αστικού δράματος και την ξέγνοιαστη, ανέμυαλη φωταψία του βουλεβάρτου. Μια ευλυγισία δαιμόνιου έκανε τη γυναίκα αυτήν ικανή να εισχωρεί στο σαρκίο του κάθε ρόλου, στην εστία του κάθε είδους. Η είσοδός της στη σκηνή έδινε αυτοστιγμεί θερμοκρασία, δημιουργούσε ατμοσφαίρα όχι μόνο γύρω της· και γύρω στους άλλους. Ό,τι είτανε πριν παράσταση, γινόταν με την παρουσία της μαγεία. Δίχως τη Μαρίκα Κοτοπούλη ελάχιστοι θα είχαν ίσως υποπτευθεί ποια διάσταση της ψυχής εκφράζει η λέξη Δράμα.

Τώρα έχει αποσυρθεί πίσω από τη βαρειά, την ασήκωτη αυλαία. Όμως δεν μπορεί ν’ απουσιάζει. Αυτή που ενσάρκωσε το πάθος του Θεάτρου, το πάθος το διαβρωτικό, το ακοίμητο, στέκεται εκεί, είδωλο άγρυπνο, κι’ εφορεύει. Οι νεώτερες καλλιτεχνικές γενιές θα παρελαύνουν με συστολή κι’ ελπίδα κάτω από το έναστρο βλέμμα της κ’ η ελληνική ψυχή θα λαχταρίζει στη θύμησή της.

**Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, η Μαρίκα Κοτοπούλη (Κλυταιμνήστρα) στην «Ορέστεια» του Αισχύλου, σε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου στο ωδείο Ηρώδου του Αττικού το φθινόπωρο του 1949 (πηγή: Ψηφιοποιημένο αρχείο Εθνικού Θεάτρου/www.nt-archive.gr).