Ο «Άμλετ της νεοελληνικής πολιτικής ζωής», ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, πέρασε χτες από την πράξη στη δικαιοδοσία της ιστορικής κρίσης.

Μισό και πλέον αιώνα η πολυσύνθετη προσωπικότητα του ανιψιού του Δημητρίου Γούναρη γέννησε «Λόγο και Αντίλογο» στην πολυκύμαντη πολιτική και πνευματική νεοελληνική ζωή. Η σκιά του αρχηγού των «Ιαπώνων», και ειδικότερα το τραγικό τέλος του, βάρυνε αποφασιστικά κυρίως στην πολιτική πρακτική του Π. Κανελλόπουλου.

Για τον ίδιο, αν και βρέθηκε στο μετερίζι της «μιας πλευράς», δεν έπαψε ν’ αποτελεί βαθιά πεποίθηση η εθνική ενότητα και η συνεργασία τάξεων και πολιτικών μερίδων, και «δεν δίστασε να καταστήσει δημόσια γνωστές επανεκτιμήσεις του πάνω σε γεγονότα και επιλογές του παρελθόντος».


«ΤΑ ΝΕΑ», 12.9.1986, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Το πολιτικό στίγμα στο οποίο κινήθηκε από το 1935, όταν ίδρυσε το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα, προσδιορίζεται από τη θέση «πέραν του καπιταλισμού, εντεύθεν του μαρξισμού». Επιδίωξε να χαράξει έναν «τρίτο δρόμο» στις πολιτικές διεργασίες της χώρας, και με το «πολιτικό μανιφέστο» που έγραψε στη μοναξιά της εξορίας του, στην Κύθνο, το 1939, διακηρύσσει:

«Το αστικό καθεστώς εξασφαλίζει τις πραγματικότητες ζωής όλων των ανθρώπων, αλλά πνίγει τις δυνατότητες ζωής των πιο πολλών. Το κομμουνιστικό καθεστώς εξασφαλίζει τις δυνατότητες ζωής όλων των ανθρώπων, αλλά πνίγει τις πραγματικότητες ζωής των πιο πολλών».


Το όραμα του «τρίτου δρόμου» πνίγηκε στις συμπληγάδες της περιόδου 1935-1940. Η κατάλυση της Ελληνικής Δημοκρατίας, η παλινόρθωση των Γλύξμπουργκ, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, έχει υποστηριχθεί, δεν άφηναν περιθώρια για νέες πολιτικές αναζητήσεις. Και ακόμη καταλογίζεται στον νεαρό πολιτικό με τη φιλοβασιλική προέλευση και τις «ανακαινιστικές επιδιώξεις» εσφαλμένη κατανόηση της κοινωνιολογικής πραγματικότητας που επικρατούσε στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου.

Οι πολιτικές ιδέες του Π. Κανελλόπουλου και η μαχητική αρθρογραφία από το όργανο του Ενωτικού Κόμματος, την «Ελληνική Φωνή», αν και συγκίνησε ευάριθμο ποσοστό της φοιτητικής νεολαίας και πλειάδα διανοουμένων, δεν βρήκε ανταπόκριση στα ευρύτερα στρώματα του ελληνικού λαού. Στις εκλογές του 1936 το Ενωτικό Κόμμα καταποντίστηκε και ο Π. Κανελλόπουλος δεν κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής.

Η υπονόμευση της Δημοκρατίας και οι συνωμοσίες των παρασκηνίων για την παλινόρθωση των Γλύξμπουργκ βρίσκουν τον Π. Κανελλόπουλο αμετακίνητο στο πλευρό της αβασίλευτης δημοκρατίας. Απορεί, με την επώνυμη αρθρογραφία του από τον αθηναϊκό Τύπο, πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν πολιτικοί που «αναζητούν έναν εστεμμένο φελλό» για να εναποθέσουν τις τύχες της χώρας.


Οι θέσεις του αυτές, καθώς και το ότι δεν δέχτηκε να ταχθεί υπέρ της επαναφοράς της βασιλείας στο δημοψήφισμα του 1946, θα αποτελέσουν στη μεταπολεμική πολιτική πορεία του Π. Κανελλόπουλου τη μόνιμη αμφισβήτησή του από την παράταξη που επί 25 χρόνια συμπορεύτηκε ή βρέθηκε στα ηγετικά της πόστα και τους πολιτικούς του αντιπάλους, οι οποίοι, αναπολώντας παλιές προοδευτικές τοποθετήσεις του, θα του απαντούν με το στίχο του Βάρναλη: «Αχ, πού ’σαι, νιότη, που ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος».

Είναι χαρακτηριστικό, πάντως, ότι και οι επικριτές του Π. Κανελλόπουλου, σε στιγμές ψύχραιμης αποτίμησης του πολιτικού του έργου, θα σημειώσουν:

«Με την επιστημονική, τη συγγραφική και πολιτική του δραστηριότητα, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έγραφε την ιστορία του, μια ιστορία που σε συνολική εκτίμηση είναι τελικά θετική και συνδέθηκε με την ιστορία της χώρας μας, στην οποία κατέχει μια αξιόλογη θέση» (Ηλίας Ηλιού).

[…]


Αξίζει να σημειωθεί ο συγκλονιστικός «διάλογός» του όταν αποχαιρετούσε το νεκρό αντίπαλο, τον κομμουνιστή γραμματέα του ΕΑΜ Μήτσο Παρτσαλίδη:

«Ο χρόνος είναι μεγάλος δάσκαλος ατυχώς για όλους. Αλλά ήταν μεγάλος δάσκαλος για σένα, Μήτσο Παρτσαλίδη, και, ας μου επιτραπεί να το πω, και για μένα.

Στις 27 του Δεκέμβρη 1944 είχαμε μια σκληρή λογομαχία. Είχε γίνει υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού η άκαρπη συνάντηση σε μια μεγάλη αίθουσα του υπουργείου Εξωτερικών. Είχατε φτάσει ενώ συντάραζαν την Αθήνα οι όλμοι και τα πυροβόλα. Είχατε φτάσει απ’ την άλλη μεριά του αιματηρού χειμάρρου που είχε κατακλύσει την Αθήνα, τρεις: ο Σιάντος, ο Σιγανός κι εσύ.

Γιατί δε φτάσαμε αλήθεια σε συμφωνία; Γιατί δεν μπορέσαμε να ξεπεράσουμε τα αισθήματα της ώρας εκείνης, αισθήματα βαριά, και να βρούμε ένα σημείο επαφής για να σταματήσει η αιματοχυσία; Υπήρξαμε τη μέρα εκείνη κι εσείς κι εμείς αδιάλλακτοι…

Και σήμερα, μπροστά στη σορό σου, Μήτσο Παρτσαλίδη, αισθάνομαι την ανάγκη να πω ότι η Αντίσταση, που τη συμμερίστηκες στο διάστημα της Κατοχής, καθώς κι ολόκληρος ο ελληνικός λαός, είναι σύμβολο ανώτερο, υπέρτερο από όλα τ’ άλλα σύμβολα, όσο κι αν είναι σεβαστά, που χωρίζουν και που κατ’ ανάγκη χωρίζουν τους Έλληνες, όπως και κάθε λαό».

*Απόσπασμα από άρθρο που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» στις 12 Σεπτεμβρίου 1986, την επομένη του θανάτου του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.

Ο πολιτικός και διανοούμενος Παναγιώτης Κανελλόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Δεκεμβρίου 1902 και πέθανε στην Αθήνα στις 11 Σεπτεμβρίου 1986.