Ο κομψός, ευγενικός, άγνωστος Marc Bohan – Ο σχεδιαστής που όριζε το Dior Look για δεκαετίες
Ο Marc Bohan διατήρησε τη φήμη της παιχνιδιάρικης κομψότητας του οίκου Dior, μέσα στους ατελείωτους κύκλους της μόδας, περισσότερα χρόνια από τον ιδρυτή του. Πρόσφατα έφυγε από τη ζωή, στα 97 του.
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Ο Marc Bohan, ο μακροβιότερος δημιουργικός διευθυντής του οίκου Christian Dior, ο οποίος πέρασε σχεδόν 30 χρόνια δημιουργώντας κλασικά συντονισμένες εμφανίσεις με μια πινελιά ιδιοτροπίας, οι οποίες, όσο λαμπρές και αν ήταν, προορίζονταν να φορεθούν και όχι να τις χαζεύεις σε κούκλες ή σε περιοδικά μόδας, πέθανε την Τετάρτη, 6 Σεπτεμβρίου του 2-23, στο Châtillon-sur-Seine της Γαλλίας. Ήταν 97 ετών.
Ο θάνατός του επιβεβαιώθηκε με ανακοίνωση του Dior.
«Δε σχεδιάζω για να ευχαριστήσω τον εαυτό μου ή για μια φωτογραφία»
Επειδή εργάστηκε σε μια εποχή πριν η μόδα γίνει μαζική ψυχαγωγία, ο Marc Bohan (Μαρκ Μποάν) δεν ήταν υποχρεωμένος να είναι οραματιστής.
Και επιβιώνοντας για δεκαετίες στα ανώτερα στρώματα του άστατου κόσμου της μόδας, με τον αδιάκοπο έλεγχο, τους ανελέητους κριτικούς και τους κύκλους μόδας που τον έκαναν να «αλλάζει πεζοδρόμιο», δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να επινοήσει μεγαλοπρεπείς δημιουργίες υψηλής ραπτικής που λειτουργούσαν περισσότερο ως γλυπτά παρά ως πρακτικά ενδύματα, όσο πλούσια ή με κόσμημα ήταν η δική του δουλειά.
«Δεν σχεδιάζω για να ευχαριστήσω τον εαυτό μου ή για μια φωτογραφία» δήλωσε στο USA Today το 1988. «Σχεδιάζω για μια γυναίκα που θέλει να φανερώνει την καλύτερή της εμφάνιση. Έχω πάντα στο μυαλό μου την αντίδραση των γυναικών που γνωρίζω».
«Πριν από την πρώτη μου συλλογή για τον Dior, οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν βγάλει τα μαχαίρια» δήλωσε ο Bohan στο Women’s Wear Daily, το 2007. «Ο κόσμος έτριβε τα χέρια του με χαιρεκακία. Περίμεναν να πέσω με κρότο».
Ουδέν μονιμότερο του προσωρινού
Ευγενικός, λιγομίλητος και άψογα κομψός ακόμη και για τα δεδομένα του Παρισιού των μέσων του αιώνα, ο Bohan ήταν 34 ετών όταν διορίστηκε επικεφαλής couturier του οίκου Dior το 1960, αντικαθιστώντας τον ανεξάρτητο Yves Saint Laurent.
Ο Saint Laurent, που τότε ήταν γύρω στα 20, είχε κληθεί από τον γαλλικό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας για την ανεξαρτησία.
Η θέση υποτίθεται ότι θα ήταν προσωρινή, έγραψε το Women’s Wear Daily το 2007, αλλά έγινε μόνιμη αφού ο Saint Laurent – ο οποίος θα ξεκινούσε τον δικό του οίκο μόδας – υπέστη νευρικό κλονισμό κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας.
Ο Bohan παρέμεινε στο τιμόνι μέχρι τη δεκαετία του 1980, καθοδηγώντας τον οίκο Dior περισσότερο από ό,τι ο ίδιος ο Christian Dior. (Ο Κριστιάν Ντιόρ ίδρυσε το πρώτο του σαλόνι το 1946, το μετέτρεψε σε έναν ηγέτη που καθόριζε το στυλ και το διηύθυνε μέχρι το θάνατό του το 1957).
«Πριν από την πρώτη μου συλλογή για τον Dior, οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν βγάλει τα μαχαίρια» δήλωσε ο Bohan στο Women’s Wear Daily, το 2007. «Ο κόσμος έτριβε τα χέρια του με χαιρεκακία. Περίμεναν να πέσω με κρότο».
Δείτε το βίντεο
«Ήταν μια τεράστια επιτυχία»
Όπως συμβαίνει πάντα σχεδόν, οι σκεπτικιστές και οι κήνσορες διαψεύστηκαν. Η Κάρι Ντόνοβαν, συντάκτρια μόδας του περιοδικού The New York Times Magazine, δήλωσε ότι εκείνη η ντεμπούτο συλλογή με τις επιρροές της δεκαετίας του 1920, που παρουσιάστηκε στις επιδείξεις στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1961 «ήταν μια τεράστια επιτυχία».
«Σήμερα το πρωί, ο όχλος που φώναζε, χειροκροτούσε και ορμούσε στην επίδειξη για τον Τύπο προκάλεσε χάος στο κομψό σαλόνι» έγραψε η Ντόνοβαν. Ο Bohan, συνέχισε «σπρώχτηκε πάνω στο μπουαγιέ, φιλήθηκε, τσαλακώθηκε και δέχθηκε συγχαρητήρια. Καρέκλες αναποδογυρίστηκαν. Ποτήρια σαμπάνιας έσπασαν».
Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ παρήγγειλε δώδεκα φορέματα από τη συλλογή, η Μάρλεν Ντίτριχ αγόρασε ένα σακάκι και μια φούστα.
Υπό τη διεύθυνσή του, ο Dior βοήθησε στον επαναπροσδιορισμό των γυναικείων σιλουετών, με έμφαση στις φούστες με διαγώνιο κόψιμο και τα φορέματα με χαμηλωμένη μέση.
Ενώ η ευαισθησία του ήταν εκλεπτυσμένη, ο Bohan διοχέτευσε επίσης την έκρηξη του ελεύθερου χρώματος και της δημιουργικότητας της ποπ κουλτούρας της δεκαετίας του 1960 και του ’70 στην υψηλή μόδα. Κέρδισε διθυραμβικές κριτικές το 1966 για μια φθινοπωρινή συλλογή υψηλής ραπτικής εμπνευσμένη από την ταινία του 1965 «Doctor Zhivago», που διαδραματίζεται στη χειμωνιάτικη Ρωσία, με τα παλτό με γούνες και τις ψηλές μπότες.
Η συλλογή του Ιανουαρίου του 1970 ανασήκωσε τα φρύδια ορισμένων «διαιτητών της μόδας» για την εξωφρενική χρήση της ζώνης από δέρμα κόμπρας σε παλτό, κοστούμια και φορέματα, μαζί με άλλες πινελιές από δέρματα ζώων.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η στιγμή της κατακραυγής
Η συλλογή του Ιανουαρίου του 1970 ανασήκωσε τα φρύδια ορισμένων «διαιτητών της μόδας» για την εξωφρενική χρήση της ζώνης από δέρμα κόμπρας σε παλτό, κοστούμια και φορέματα, μαζί με άλλες πινελιές από δέρματα ζώων.
«Αυτό έκανε κάποιους κριτικούς να σταυροκοπηθούν» έγραψε η Gloria Emerson στους Times, «εκτός από όλα αυτά τα χιλιόμετρα φιδιού, ήταν τα περιδέραια και οι ζώνες από τρίχες αλόγου και κεχριμπάρι. Μοιάζουν με πινέλα ξυρίσματος».
Οι Times ήταν πιο ευγενικοί με τη συλλογή του Bohan το 1974, την οποία η κριτικός Bernadine Morris ανακήρυξε «βόμβα».
Η Morris έφτασε στο σημείο να συγκρίνει τις φούστες του Bohan – που ήταν φαρδιές και μακριές μέχρι τη μέση της γάμπας συνδυασμένες με γενναιόδωρα κομμένες μπλούζες – με το επαναστατικό New Look του Christian Dior το 1947, το οποίο, με έμφαση στη μέση-δαχτυλίδι και τις μακριές φούστες, αναβίωσε τη μόδα του Παρισιού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και επηρέασε τη γυναικεία μόδα για μια δεκαετία.
«Αυτό μπορεί να επιστρέψει στην υψηλή ραπτική μέρος του κύρους που έχασε από τα έτοιμα ρούχα», έγραψε η Morris. «Είναι το New Look με σύγχρονη άνεση».
Απλά αλλά όχι φτωχά
Από την κορυφή του οίκου Dior, ο Bohan συναναστράφηκε τόσο με τους σταρ του Χόλιγουντ όσο και με βασιλείς, τιτλούχους και αριστοκράτες. Δημιούργησε μια σειρά ρούχων για την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και την κόρη της Μαρία Μπάρτον, καθώς και ένα νυφικό τη δεκαετία του 1980 για την πριγκίπισσα Καρολίνα του Μονακό, της οποίας η μητέρα, η πριγκίπισσα Γκρέις, ήταν στενή φίλη και αγαπημένη πελάτισσα του Bohan.
Φλέρταρε επίσης το mainstream, παρουσιάζοντας σειρές έτοιμων ενδυμάτων για νεαρές γυναίκες, άνδρες και παιδιά.
Υπήρχε μια απατηλή απλότητα σε πολλά από τα έργα του. «Τα πράγματα πρέπει να φαίνονται απλά, αλλά δεν πρέπει να φαίνονται φτωχά» είπε σε συνέντευξή του στο Women’s Wear Daily το 1989.
«Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να δημιουργήσω πολυτέλεια. Ποιότητα. Με γούστο. Με απλότητα. Κάτι πολύ εκλεπτυσμένο. Πολύ κομψό. Καθόλου επιδεικτικό. Αυτή είναι η αληθινή κομψότητα. Και τόσο λίγοι την καταλαβαίνουν».
Η ιστορία της ζωής του
Ο Roger Maurice Louis Bohan γεννήθηκε στο Παρίσι στις 22 Αυγούστου 1926. Με καλλιτεχνική κλίση από παιδί, μυήθηκε στη μόδα από τη μητέρα του, μια μοδίστρα.
Αφού αποφοίτησε από ένα δημόσιο σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στα προάστια του Παρισιού, σπούδασε για λίγο οικονομικά πριν στρέψει το βλέμμα του στη μόδα. Τελειοποίησε την τέχνη του στους οίκους Piguet, Edward Molyneux και Jean Patou.
Ο Bohan εντάχθηκε στον Dior το 1958 και στάλθηκε να σχεδιάσει στο Λονδίνο. Ανέβηκε σε επικεφαλής σχεδιαστή και καλλιτεχνικό διευθυντή δύο χρόνια αργότερα, αποκαθιστώντας μια κάποια αυτοσυγκράτηση στα σχέδια της εταιρείας μετά από μια ξέφρενη πορεία του Saint Laurent, ο οποίος είχε προκαλέσει κάποια αναστάτωση με την τελευταία του συλλογή Dior τον Ιούλιο του 1960, ένα σύνολο εμπνευσμένο από τους Beatnik που περιλάμβανε πλεκτά ζιβάγκο και μαύρα δερμάτινα σακάκι -μια συλλογή χαιρετίστηκε αργότερα ως αριστοτεχνική.
Η επιτυχημένη πορεία του Bohan συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του 1980. Κέρδισε το βραβείο Golden Thimble Award, το οποίο τιμά τα πιο δημιουργικά και όμορφα ρούχα της σεζόν σύμφωνα με μια κριτική επιτροπή διεθνών δημοσιογράφων μόδας, τόσο το 1983 όσο και το 1988.
Αντικαταστάθηκε το 1989 από τον Gianfranco Ferré
Παρόλο που ο Dior σημείωσε 650 εκατομμύρια δολάρια σε πωλήσεις μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, μέσα σε ένα έτος (περίπου 1,7 δισεκατομμύρια δολάρια σε σημερινό νόμισμα), σύμφωνα με ένα προφίλ της USA Today το 1988, ο Bohan αντικαταστάθηκε το 1989 από τον Ιταλό σχεδιαστή Gianfranco Ferré.
Η εταιρεία είχε αγοραστεί από τον Bernard Arnault, ο οποίος τη μετέτρεπε σε κόσμημα του στέμματος της εκκολαπτόμενης αυτοκρατορίας πολυτελείας του, LVMH.
«Πίσω από κάθε σημαντική κίνηση στον χώρο της μόδας, υπάρχει η επιθυμία να «μετακινηθεί το εμπόρευμα», όπως λένε» έγραψε ο δημοσιογράφος μόδας Woody Hochswender στους Times. «Ο Bohan καθιέρωσε τον Dior ως τον νούμερο ένα κατασκευαστή ρούχων υψηλής ραπτικής, ή κατά παραγγελία, στον κόσμο, αλλά τα έτοιμα σχέδια του δεν έπιασαν ποτέ τόπο».
Όσο υπάρχουν πελάτες
Μετά τον Dior, ο Bohan πέρασε δύο χρόνια προσπαθώντας να αναζωογονήσει τον μεγαλοπρεπή, αν και οικονομικά προβληματικό, βρετανικό οίκο μόδας Norman Hartnell. Αργότερα σχεδίασε με το δικό του όνομα.
Η πρώτη σύζυγος του Bohan, η Dominique Gaborit, πέθανε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1962- το ζευγάρι είχε μια κόρη, τη Marie-Anne. Η δεύτερη σύζυγός του, η Huguette Rinjonneau, πέθανε το 2018.
Παρά τη λαμπρή καριέρα του, ο Bohan παρέμεινε ελάχιστα γνωστός εκτός των κύκλων της μόδας. «Με την πάροδο των χρόνων, πάντα θεωρούσα την υψηλή ραπτική ως ένα είδος εργαστηρίου για τη μόδα» δήλωσε σε συνέντευξή του, στην εφημερίδα The Montreal Gazette, το 1982.
«Και θα συνεχίσει να υπάρχει όσο υπάρχουν πελάτες γι’ αυτήν».
«Αλλά» πρόσθεσε «όσο γνωστό κι αν είναι ένα όνομα, η επιτυχία σε αυτή τη δουλειά δεν οφείλεται ποτέ σε ένα μόνο άτομο».
*Με στοιχεία από nytimes.com
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις