Σαλβαδόρ Αλιέντε: Σαν τις κατσαρίδες…
«Θα πληρώσω με τη ζωή μου την προάσπιση των αρχών αυτής της χώρας»
- «Ειρωνικός, σαρκαστικός, λες και έχει κάνει κατόρθωμα» - Σοκάρουν οι περιγραφές για τον αστυνομικό της Βουλής
- «Πνιγμός στα 30.000 πόδια» - Αεροπλάνο άρχισε να πλημμυρίζει εν ώρα πτήσης [Βίντεο]
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
- «Πρέπει να κάνουν δήλωση ότι σέβονται το πολίτευμα» - Οι όροι για να πάρουν την ιθαγένεια οι Γλύξμπουργκ
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1973 έφυγε από τη ζωή ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο τότε πρόεδρος της Χιλής, ύστερα από στρατιωτικό πραξικόπημα που οδήγησε στην ανατροπή του δημοκρατικού καθεστώτος της χώρας αυτής της Λατινικής Αμερικής.
Στις τελευταίες ώρες του Αλιέντε, όταν η βία και ο φόνος έβαζαν τέλος στη Χιλιανή Δημοκρατία, ήταν αφιερωμένο ένα άρθρο της εφημερίδας «Το Βήμα» (είχε δημοσιευτεί και στο παρισινό περιοδικό L’Express) με ημερομηνία 12 Σεπτεμβρίου 1975.
Συντάκτης του εν λόγω κειμένου, που είχε δημοσιευτεί στη Γαλλία και στην Ελλάδα με αφορμή τη δεύτερη θλιβερή επέτειο του πραξικοπήματος και του θανάτου του Αλιέντε, ήταν ο Τζοάν Γκαρθές (Joan E. Garcés), ένας από τους στενότερους συνεργάτες και συμβούλους του χιλιανού προέδρου.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.9.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Γκαρθές αφηγείται ως εξής όσα διαδραματίστηκαν τις κρίσιμες εκείνες στιγμές:
Είναι η 10η Σεπτεμβρίου. Τώρα και σαρανταοκτώ ώρες ο πρόεδρος Σαλβαντόρ Αλλιέντε περιμένει ένα μερικό ξεσήκωμα του Στρατού. Κι όμως, ο στρατηγός Πινοσέτ, ο νέος αρχηγός του Στρατού από τις 25 Αυγούστου, που έχει ειδοποιηθεί την προηγουμένη από τον πρόεδρο για την πρόθεσή του να κάνει ένα δημοψήφισμα εντός των προσεχών ημερών και έχει ήδη προχωρήσει στην πραγματοποίηση του σχεδιαζομένου πραξικοπήματος, τον βεβαιώνει ότι η ένταση στους στρατώνες έχει μειωθεί αισθητά.
Προς το μεσημέρι πηγαίνω στο μέγαρο Μονέντα για να προγευματίσω με τον Αλλιέντε. Μεταξύ των άλλων καλεσμένων είναι ο υπουργός Αμύνης, ο υπουργός των Εσωτερικών και ο Χοσέ Τόχα (σ.σ. στενός φίλος του Αλιέντε και υψηλόβαθμος κυβερνητικός αξιωματούχος). Η συζήτηση αρχίζει αμέσως: «Πληροφορήθηκα», λέει ο πρόεδρος, «ότι στην αεροπορική βάση του Τσερίλλιο (στο Σαντιάγκο) βρίσκονται DC-8 των εθνικών αερογραμμών».
«Απαγορεύεται στα πολιτικά αεροπλάνα να χρησιμοποιούν στρατιωτικές βάσεις» απαντάει ο Χοσέ Τόχα.
«Ζήτησα εξηγήσεις από τον αρχηγό της Αεροπορίας, τον πτέραρχο Γιόργκε Γκουστάβο Λέι», συνεχίζει ο Αλλιέντε, και μου είπε ότι είναι πιλότοι που απεργούν από την Παρασκευή και μετακίνησαν τα αεροπλάνα για να «τα προστατέψουν».
«Να τα προστατέψουν από ποιον;» πετάχθηκα εγώ. «Μήπως από την κυβέρνηση;»
[Στην πραγματικότητα, τα αεροπλάνα βρίσκονταν εκεί για να μεταφέρουν τη μέρα του πραξικοπήματος τα στρατεύματα και τα όπλα των πραξικοπηματιών σ’ όλη τη χώρα].
Στα επιδόρπια, ο Αλλιέντε μάς εξηγεί γιατί μας συγκέντρωσε. Θέλει να οργανώσει ένα δημοψήφισμα για ν’ αποφασίσει η χώρα ποιο δρόμο θέλει να ακολουθήσει. «Σκοπεύω ν’ απευθύνω ένα μήνυμα στο έθνος. Το εθνικό δίκτυο ραδιοφωνίας και η τηλεόραση έχουν ειδοποιηθεί. Είναι πολύ σημαντικό. Σας χρειάζομαι για να ετοιμάσω το κείμενο. Λέω ν’ απευθυνθώ στη χώρα αύριο το μεσημέρι. Θα ξαναβρεθούμε το βράδυ για να τα πούμε».
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.9.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Το βράδυ οι πρώτοι που φθάνουμε στην προεδρική κατοικία του Τόμας Μόρο είναι ο σύμβουλος επί του Τύπου, Αουγκούστο Ολιβάρες, κι εγώ. Κατά τις εννιάμιση καλούν τον Αλλιέντε από την ιδιαίτερη γραμματεία του: στο Μονέντα πληροφορήθηκαν ότι δύο καμιόνια φορτωμένα με στρατό έφυγαν από το Λος Άντες και κατευθύνονται στο Σαντιάγκο.
Ύστερα από το γεύμα οι γυναίκες αποσύρονται κι εμείς συγκεντρωνόμαστε στο γραφείο του προέδρου, ο οποίος αρχίζει να μας λέει για το μήνυμά του στη χώρα.
Στις 11 χτυπάει το τηλέφωνο. Το παίρνει ο Αουγκούστο Ολιβάρες, που ξανάρχεται αμέσως και μας λέει:
«Είναι η Μίριαμ πάλι από τη γραμματεία του Μονέντα. Μου ξαναλέει για τα δυο καμιόνια που έφυγαν απ’ το Λος Άντες για το Σαντιάγκο. Το σύνταγμα της πόλεως είναι σ’ επιφυλακή. Κυκλοφορούν διάφορες διαδόσεις».
Ο υπουργός των Εσωτερικών, Κάρλος Μπριόνες, το ρίχνει στο αστείο: «Πάλι τα καμιόνια σου, Αουγκούστο!» Ο Αλλιέντε γυρίζει στον υπουργό Αμύνης: «Ορλάντο, καλέστε σας παρακαλώ τον επί κεφαλής της φρουράς του Σαντιάγκο και κυττάξτε τι συμβαίνει».
Ο Ορλάντο Λατελιέ τηλεφωνεί στον στρατηγό Χερμάν Μπράντυ, αρχηγό του 2ου Σώματος Στρατού πριν από δεκαπέντε περίπου μέρες, και τον βρίσκει στο κρεβάτι του. «Ο Μπράντυ λέει ότι δεν έχει είδηση από τίποτα και θα φροντίσει να μάθει». Λίγο πριν απ’ τα μεσάνυχτα ο Λατελιέ ξαναπαίρνει τον Μπράντυ: «Λέει ότι ούτε καμιόνια υπάρχουν ούτε τίποτα. Ήρθε σ’ επαφή με τη φρουρά του Σαν Φελίπε και όλα είναι εν τάξει».
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα καλούν τον Λατελιέ στο τηλέφωνο. Είναι ο γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Κάρλος Αλταμιράνο, που του επαναλαμβάνει την ιστορία για τα δύο καμιόνια. «Τι να κάνω;» μας λέει ο Λατελιέ. «Να καλέσω τον αρχιστράτηγο;»
«Όχι, Λατελιέ» λέει ο Αλιέντε. «Μην παίρνεις τον Πινοσέτ. Δεν αξίζει ο κόπος. Κυκλοφορούν τόσες διαδόσεις! Τις προάλλες με ξύπνησε κάποιος στις πέντε τα ξημερώματα για να μου πει ότι μια θωρακισμένη μονάδα κατευθύνεται στο Σαντιάγκο. Κάθε μέρα αυτό γίνεται».
Ο Αλλιέντε ωστόσο δεν είναι ήσυχος. Στη μία το πρωί διακόπτει τη συζήτηση γύρω απ’ το δημοψήφισμα για να τηλεφωνήσει προσωπικά στον διοικητή των καραμπινιέρων, στρατηγό Ουρούτια: «Με συγχωρείτε για την ακατάλληλη ώρα, μα κυκλοφορούν απίθανες διαδόσεις. Τι μαθαίνετε εσείς; Σύμφωνοι… Για καλό-κακό όμως πάρτε ειδικά μέτρα γι’ απόψε τη νύχτα».
Η συζήτηση ξαναγυρίζει στο δημοψήφισμα και στη συμφωνία που μόλις έχει υπογραφεί με τους Χριστιανοδημοκράτες. Κάποια στιγμή ο Αουγκούστο Ολιβάρες, που έχει μεγάλη νευρικότητα, χάνει την υπομονή του: «Με συγχωρείτε που αλλάζω θέμα, μα αυτή η ιστορία με τα καμιόνια με ανησυχεί όλο και περισσότερο». Τέλος, ο Αλλιέντε διαλύει τη συγκέντρωση στις δύο, με παραγγελία να έρθω να τον βρω την άλλη μέρα στις οκτώμιση με τον Ολιβάρες.
Η άλλη μέρα είναι η 11 του Σεπτεμβρίου. Μπαίνω στις 7 στο γραφείο του Αλλιέντε και τον βρίσκω όρθιο με το ακουστικό στο χέρι. «Ξεσηκώθηκε το Ναυτικό» μου λέει. «Ο αμερικανικός στόλος είναι στα ανοιχτά του Κοκίμπο. Έξη καμιόνια με πεζοναύτες κατευθύνονται από το Βαλπαρέζο στο Σαντιάγκο. Κανένας διοικητής δεν απαντάει στο τηλέφωνο. Ο Πινοσέτ δεν βρίσκεται στο σπίτι του. Οι μόνοι που υπάρχουν είναι οι καραμπινιέροι και έχουν ήδη κινητοποιηθεί. Σε λίγο θα στείλουν ενισχύσεις στο μέγαρο Μονέντα. Είπα στον στρατηγό Μπράντυ του 2ου Σώματος να θέσει σε εφαρμογή το προβλεπόμενο σχέδιο, κι ότι, αν δεν σκοπεύει να το κάνει, να μου το πει, σαν άνδρας σε άνδρα».
Επεμβαίνει ο Αουγκούστο Ολιβάρες: «Κύριε πρόεδρε, προσπαθώ να πιάσω τον ναύαρχο Μοντέρο. Τι να του πω;»
«Να πείτε στον αρχηγό του Ναυτικού να πάει στο Βαλπαρέζο, να φερθεί σαν στρατιώτης κι αν χρειασθεί να πεθάνει τιμημένα».
Από την πλευρά μου, ειδοποιώ τον Κάρλος Τόρο, της υπηρεσίας ασφαλείας του Κομμουνιστικού Κόμματος. «Πρόεδρέ μου, ο Τόρο με βεβαιώνει ότι η Αεροπορία ετοιμάζεται να συντρίψει τις βιομηχανικές συνοικίες του Σαντιάγκο».
«Μα τότε έχουμε εμφύλιο πόλεμο… Πάμε γρήγορα στο Μονέντα. Και να πάνε και τα τανκς των καραμπινιέρων που βρίσκονται έξω απ’ την πόρτα μου».
Φθάνουμε ασφαλείς στο Μονέντα με το Φίατ του προέδρου και τρία άλλα αυτοκίνητα της προσωπικής του συνοδείας. Η ώρα είναι επτάμιση. Τα τανκς των καραμπινιέρων παίρνουν θέσεις γύρω από το μέγαρο. Στο εσωτερικό, η προεδρική φρουρά είναι σε εξάρτυση μάχης. Πέντε λεπτά αργότερα καταφθάνει ο γενικός διοικητής των καραμπινιέρων, στρατηγός Σεπουλβέντα Γκαλίντο.
Ώρα 7.40, ο Αλλιέντε στο τηλέφωνο του γραφείου του. «Κανείς δεν απαντάει» μου λέει. «Αυτή τη φορά φοβάμαι ότι όλοι οι διοικητές είναι μπλεγμένοι».
Στο προεδρικό γραφείο υπάρχουν τρία τηλέφωνα συνδεμένα με τρεις ραδιοφωνικούς σταθμούς. Η σύνδεση έγινε επίτηδες για την απ’ ευθείας μετάδοση του μηνύματος προς το έθνος που σκόπευε να δώσει. Η ώρα είναι 7.55 όταν ο Αλλιέντε σηκώνει το ακουστικό του «Ράδιο Κορπορασιόν»: «Σας μιλάει ο πρόεδρος της Δημοκρατίας από το μέγαρο Μονέντα. Ένας τομέας του Ναυτικού έχει απομονώσει το Βαλπαρέζο και η πόλη έχει καταληφθεί. Ζητώ από τους εργαζομένους να μεταβούν στους χώρους της εργασίας τους και να μείνουν ψύχραιμοι. Υπερασπίζομαι εδώ την κυβέρνηση που αντιπροσωπεύω με τη θέληση του λαού…»
Στις 8.15 χτυπάει το τηλέφωνο και το παίρνει ο Αλλιέντε. Είναι ο υπασπιστής του αρχηγού της Αεροπορίας. «Μάλιστα, σας ακούω» λέει ο Αλλιέντε. «Να πείτε λοιπόν στον επιτελάρχη της Αεροπορίας, πτέραρχο Βαν Σόβεν, ότι ο πρόεδρος της Χιλής δεν σκοπεύει να το σκάσει αεροπορικώς. Ξέρω ποιο είναι το χρέος μου». Ο πτέραρχος Βαν Σόβεν, εγκατεστημένος στο υπουργείο Αμύνης, δεν είχε βρει το κουράγιο να πει ο ίδιος στον Αλλιέντε ότι είχε έτοιμο ένα αεροπλάνο στη διάθεσή του, για να εγκαταλείψει τη χώρα.
Ώρα 8.30. Παρακολουθούμε το «Ράδιο Αγκρικουλτούρα», που ανήκει στους άλλοτε μεγάλους γαιοκτήμονες και μεταδίδει στρατιωτικά εμβατήρια. Κόβεται απότομα η μουσική και μια φωνή διαβάζει ένα ανακοινωθέν: «…ο πρόεδρος της Χιλής πρέπει να παραδώσει αμέσως στις ένοπλες δυνάμεις και τους καραμπινιέρους της Χιλής… η στρατιωτική χούντα». Επιτέλους μαθαίνουμε τα ονόματα των πραξικοπηματιών. Ακούγοντας το όνομα του Πινοσέτ δεν πιστεύουμε στ’ αφτιά μας. Αυτός;
Ώρα 8.55. Μια μοναδική βεβαιότητα: η ανωτέρα διοίκηση των καραμπινιέρων εξακολουθεί να υποστηρίζει την κυβέρνηση. Ο μονάδες της προστατεύουν το προεδρικό μέγαρο. Ξαφνικά ακούγεται κρότος κινητήρος. Ο Αλλιέντε πηγαίνει στο παράθυρο, τ’ ανοίγει, σκύβει και κυττάζει έξω. «Καλέστε αμέσως τον στρατηγό Σεπουλβέντα» μας λέει. Βρισκόταν στο γειτονικό δωμάτιο κι έρχεται αμέσως.
— Στρατηγέ μου, γιατί οι καραμπινιέροι αποσύρουν τα τανκς;
— Δεν έχω ιδέα, πάω να μάθω.
Ξαναγυρίζει για να μας πει ότι κάθε επικοινωνία με το κέντρο των καραμπινιέρων έχει κοπεί: «Βρισκόμαστε απομονωμένοι και δεν διαθέτω άνδρες παρά μόνο αυτούς που βρίσκονταν στη Γενική Διοίκηση, πεντακόσια μέτρα από δω».
«Πόσοι είναι;» ρωτάει ο Αλλιέντε.
— Πενήντα και οι αξιωματικοί τους.
— Να έρθουν αμέσως.
Εν τω μεταξύ καταφθάνουν οι υπασπιστές των τριών Όπλων, που θέλουν να μιλήσουν στον πρόεδρο. Μιλάνε ο καθένας με τη σειρά του: «Οι ένοπλες δυνάμεις σάς ζητούν να παραιτηθείτε. Σώστε τη ζωή σας, δεν υπάρχει άλλη λύση…»
Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: «Αν το επιθυμείτε, επιστρέψτε στις μονάδες σας. Είστε ελεύθεροι να κάνετε ό,τι θέλετε. Εγώ μένω».
Ώρα 9. Ρωτάω τον Αλλιέντε αν υπάρχει καμμιά σίγουρη πληροφορία για τις δυνάμεις που διαθέτει.
— Ούτε ένα σύνταγμα δεν έμεινε πιστό;
— Ούτε ένα, Τζοάν Ενρίκε.
Λίγο μετά τις εννιά ο Αλλιέντε μιλάει για τέταρτη φορά στο ραδιόφωνο: «Θα πληρώσω με τη ζωή μου την προάσπιση των αρχών αυτής της χώρας… Ο λαός της Χιλής πρέπει να αγρυπνεί, να μην παρασύρεται από προκλήσεις. Οφείλει όμως να υπερασπισθεί τις κατακτήσεις του».
Στις εννιά και τέταρτο επιχειρεί και πάλι να μιλήσει από το ραδιόφωνο. Το «Ράδιο Κορπορασιόν» έχει βομβαρδισθεί. Το «Ράδιο Πορτάλες» έχει ανατιναχθεί. Δεν μένει παρά το «Ράδιο Μαγκαλλάνες». Είναι το πέμπτο και τελευταίο μήνυμά του: «Δεν θα υποχωρήσω…»
Τα παράθυρα είναι κλειστά. Είμαστε καμμιά εικοσαριά άτομα που ακούμε συγκινημένοι το αποχαιρετιστήριο μήνυμά του. Έξω τα αεροπλάνα κάνουν χαμηλές πτήσεις για εκφοβισμό.
Σε μία ώρα ακούγονται οι πρώτοι πυροβολισμοί. Οι σταθμοί ανακοινώνουν ότι η Αεροπορία έχει εντολή να βομβαρδίσει το μέγαρο Μονέντα στις ένδεκα, αν ο Αλλιέντε δεν παραδοθεί. Ο πρόεδρος δίνει τότε εντολή να εγκαταλείψουν οι καραμπινιέροι το κτίριο, επίσης κι ο στρατηγός Σεπουλβέντα. Μισή ώρα αργότερα πέφτουν οι πρώτες βόμβες.
Λίγο πριν γίνει η έφοδος στο κτίριο, ένα μπλέξιμο στις τηλεφωνικές γραμμές επιτρέπει στον Αλλιέντε ν’ ακούσει τη φωνή του στρατηγού Μπαέζα, που διευθύνει τις επιχειρήσεις στο κέντρο του Σαντιάγκο:
— Δεν πρέπει να μείνει ίχνος από κανέναν στο Μονέντα, ιδιαίτερα από τον Αλλιέντε. Πρέπει να εξοντωθούν σαν «μπαράτας», κατσαρίδες.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις