Σε συνθήκες κανονικότητας, σύμφωνα με τους νόμους της πραγματικότητας δηλαδή, το μέλλον είναι άδηλο και το παρελθόν δεδομένο. Τόσο δεδομένο δηλαδή που δεν μας συγκινεί εκτός κι αν ξεμακρύνει αρκετά οπότε παράγει νοσταλγία.

Τον τελευταίο καιρό, ωστόσο, όλοι φαίνεται να γνωρίζουν ακριβώς τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον μας, εγγύτερο και απώτερο. Διαβάζω όλο και πιο συχνά εκτιμήσεις για τις μεταστροφές που θα επιφέρει στη ζωή μας η κλιματική αλλαγή, για την αύξηση της θερμοκρασίας, για τα ακραία καιρικά φαινόμενα που πλέον θα είναι τόσο συχνά ώστε δεν θα αποτελούν «φαινόμενα», για τις θάλασσες που θα γίνουν στεριές και για τις στεριές που θα γίνουν θάλασσες.

Αλλα απ’ αυτά επιστημονικά τεκμηριωμένα, άλλα πασπαλισμένα με φόβους και προφητείες, τα στοιχεία δηλαδή που μετατρέπουν τις προβλέψεις των επιστημόνων σε λαϊκό αφήγημα.

Οπως και να έχει, σήμερα περισσότερο από ποτέ, μοιάζει να ξέρουμε το απολύτως δυσοίωνο μέλλον, το δικό μας και του πλανήτη.

Βέβαια, και γύρω στο 1970, λίγο μετά τα πρώτα βήματα του ανθρώπου στη Σελήνη, η ανθρωπότητα νόμιζε ότι ήξερε το διαστημικό και διαπλανητικό μέλλον της, που θα ήταν και άμεσο μάλιστα, έως ότου να αποδειχθεί ότι εκείνες οι προβλέψεις είχαν τόση σχέση με την αλήθεια όση και τα σενάρια του Σταρ Τρεκ.

Σήμερα ωστόσο τα πράγματα είναι πιο δεδομένα και το μέλλον μοιάζει πιο προδιαγεγραμμένο, εξάλλου οι αρνητικές προβλέψεις διαψεύδονται πιο σπάνια από τις θετικές.

Αυτό λοιπόν το δυσοίωνο μέλλον αναδύθηκε πιο απειλητικό από ποτέ μέσα από τις πλημμύρες στη Θεσσαλία. Και αναρωτιέμαι, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έζησαν σκηνές Αποκάλυψης, που έμειναν για ώρες πολλές αποκλεισμένοι στις ταράτσες των σπιτιών τους, που τους απομάκρυναν με ελικόπτερα και που μετακινήθηκαν μέσα στους δρόμους του καμπίσιου χωριού τους με βάρκες (από τα πιο σουρεαλιστικά που έχω ακούσει, τον Νίκο Ευαγγελάτο να λέει στο Live News ότι είναι πιο ασφαλές, μέσα στην πόλη, η βάρκα να κινείται με κουπιά αντί με μηχανή και να ξέρω ότι έχει απόλυτο δίκιο) αν αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν έχουν συνειδητοποιήσει τι είναι αυτό που χώρισε τη ζωή τους σε «πριν» και «μετά».

Αγρότες οι περισσότεροι, δεμένοι με τη γη, έχουν μάθει να «συνομιλούν» μαζί της, να την αφουγκράζονται, να ξεδιαλύνουν τα σημάδια της, να λύνουν τα αινίγματά της ή, απλά, να τα σέβονται. Αραγε την προηγούμενη ή την προπροηγούμενη μέρα και πέρα από τις μετεωρολογικές προβλέψεις, είχαν κάποια ένδειξη γι’ αυτό που επρόκειτο να συμβεί; Πώς πέρασαν τις ώρες τους πριν τους «πνίξει» το κακό; Τι έλεγαν; Τι ψυχανεμίζονταν;

Από προχθές έχω κολλήσει με μια φωτογραφία. Κάποια απ’ τις πολλές που έχουμε δει αυτές τις μέρες, φαινομενικά παρόμοιες αλλά που η κάθε μία «διηγείται» μια προσωπική ιστορία. Απ’ αυτές τις μικρές ιστορίες των ανθρώπων που φτιάχνουν τη μεγάλη Ιστορία του ανθρώπου.

Η κυρία έχει γαντζωθεί στην πλάτη του διασώστη, όπως παίρνουμε «λίγκια» τα μικρά παιδιά. Μεγάλη γυναίκα, σίγουρα γιαγιά. Τα μαλλάκια της, κρεπαρισμένα όπως έλεγαν παλαιότερα, μοιάζουν να έχουν περάσει πρόσφατα από κομμωτήριο. Ισως το Σαββατοκύριακο πριν από τη θεομηνία – τα μαλλιά κρατούν το κρεπάρισμα σ’ αυτές τις ηλικίες.

Και τα νυχάκια της βαμμένα περλέ. Ισως για κάποιο γάμο, για κάποιο βαφτίσι στο χωριό. Κι αυτή η φιγούρα που, τη δεδομένη στιγμή, δεν σηματοδοτεί μόνο το πέρασμα σε ασφαλές έδαφος αλλά μου μοιάζει η επιτομή της μετάβασης από το οικείο «πριν» στο άγνωστο «μετά».

Τα παιδιά των καταστροφών

Τα βλέπω σαστισμένα καθώς απομακρύνονται με βάρκες από τα σπίτια τους. Τα παιδιά του Παλαμά, του Βόλου, της Καρδίτσας. Σαν τα παιδιά της πυρκαγιάς στο Μάτι, της Μάνδρας, όλων των φυσικών καταστροφών. Ανήμπορα να αποκωδικοποιήσουν το παρόν, θα το κρατήσουν ως παρακαταθήκη για το μέλλον. Την εμπειρία ίσως και να την ξεχάσουν, έτσι είναι η ζωή. Το αποτύπωμά της όμως θα μείνει. Ως συγκολλητική ουσία αλλά και ως ταυτότητα. Μιας γενιάς, μιας περιοχής, μιας ιστορίας ανθρώπων.