Μωρίς Σεβαλιέ: Δεν μετανιώνω για τίποτε
Τραγούδησα τον έρωτα δίχως σκληρότητες, τη ζωή δίχως ανταρσίες
[…] Όπως λέει ο Μωρίς Σεβαλιέ, «σε μένα η λογική δεν είναι παρά κατά ένα μικροσκοπικό χιλιοστόμετρο μεγαλύτερη από το πάθος». Ο άνθρωπος που τ’ όνομά του συνδέθηκε με πολυτάραχους έρωτες, με ορχιδέες, με πολυτελή υπερωκεάνια, με τιμές εθνικές και διεθνείς, με φανφάρες, με κυνηγούς αυτογράφων και με πλήθη δημοσιογράφων που έσπευδαν να τον καταδιώξουν, διδάχθηκε τη λογική αυτή από τα πολύ δυστυχισμένα παιδικά του χρόνια. Ήταν δέκα χρονών, στο Μενιλμοντάν, όταν ο μπεκρής πατέρας του εγκατέλειψε το σπίτι. Είχε όμως την τύχη να έχει μια μητέρα αγία, που δούλεψε σκληρά για να τον αναθρέψει. Παρ’ όλα αυτά, βγήκε από πολύ μικρός στη βιοπάλη για να προστατέψει αυτή την πραγματικά γοητευτική μητέρα. Για ένα φράγκο την ημέρα, έγινε βοηθός ξυλουργού, ηλεκτρολόγου, μπογιατζής, πλασιέ χρωμάτων. Ένα βράδυ βγήκε να τραγουδήσει στο Καφενείο των Τριών Λιονταριών. Απέτυχε, και η φιλαυτία του δέχτηκε ένα επώδυνο τραύμα. Σήμερα, 82 ετών, ομολογεί ότι δεν μπόρεσε ποτέ του να απαλλαγεί από την αγωνία μήπως ξαναγίνει φτωχός.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 5.10.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ερώτηση: Θα έλεγε κανείς, κύριε Σεβαλιέ, ότι η επιτυχία σας, σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας σας, δεν έπαψε να σας εκπλήσσει. Θα θέλατε να μας μιλήσετε γι’ αυτήν;
Σεβαλιέ: Το κοινό, ακούγοντάς με, θα πρέπει πάντα να αισθανόταν κάτι που ήταν περισσότερο ανθρώπινο παρά καλλιτεχνικό. Είναι απλό: ήμουν καμωμένος για να βρίσκω τη χαρά μου μέσα στην υπερηφάνεια της καλής δουλειάς, δεν παρέστησα ποτέ μου τον μεγάλο καλλιτέχνη, δεν σκέφτηκα ποτέ μου τα «μηνύματα», τραγούδησα τον έρωτα δίχως σκληρότητες, τη ζωή δίχως ανταρσίες. Και κάθε φορά που έμπαινα στη σκηνή μ’ έπιανε ένα τρακ, ένα τρακ τρομερό. Ιδίως τα τελευταία χρόνια έλεγα στον εαυτό μου: «Προσοχή, το κοινό σ’ έχει μπουχτίσει, σ’ έχει χορτάσει, σε παραμονεύει, έτοιμο να φωνάξει: Αυτή τη φορά, επιτέλους, ξόφλησε».
Ερώτηση: Ώστε, λοιπόν, αισθανθήκατε και σεις το τρακ…
Σεβαλιέ: Η σκηνή είναι ένα ναρκωτικό που κυβερνά τα αισθήματα κάθε ειλικρινούς καλλιτέχνη, ένα ναρκωτικό πραγματικά αμείλικτο στο πώς προσαρμόζεται κανείς σ’ αυτό. Μια ανυπακοή, ένα παραστράτημα, και η σκληρή τιμωρία πέφτει σαν ένα χτύπημα ροπάλου.
[…]
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 5.10.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ερώτηση: Σήμερα τι είναι εκείνο που σας ευχαριστεί περισσότερο;
Σεβαλιέ (απαντά με σοβαρότητα, μελαγχολία και πολλή περίσκεψη, πράγμα που ίσως δεν θα περίμενε κανείς από τον άνθρωπο που τραγούδησε τη χαρά, την ελπίδα, την αφέλεια): Εκείνο που με ενθουσιάζει περισσότερο είναι το να γράφω. Αυτή τη χαρά τη χρωστώ, στο βάθος, στον Σαρλ Μπουαγέ (σ.σ. ο Charles Boyer, 1899-1978, υπήρξε γνωστός γαλλο-αμερικανός ηθοποιός, με συμμετοχή σε περισσότερες από ογδόντα ταινίες μεταξύ των ετών 1920 και 1976). Οι αληθινοί ηθοποιοί είναι καλλιεργημένοι, εμείς οι άλλοι δεν είμαστε παρά «τεμπεραμέντα», βρισκόμαστε πιο κοντά στους ανθρώπους του τσίρκου, παρ’ ό,τι αυτοί. Ο Σαρλ Μπουαγέ (ήμουν τότε 43 ετών) μου έδωσε βιβλία, με συμβούλεψε για να φτιάξω τη βιβλιοθήκη μου, και το διάβασμα μού χάρισε τότε τέρψεις μοναδικές: σαν να είχα κουβεντιάσει με ανώτερους ανθρώπους και, μη έχοντας ανάγκη ν’ αποκριθώ, μπορούσα να ιδώ να συνεχίζεται η συνομιλία, δίχως γκάφες από μέρους μου. Ναι, όλα άρχισαν έτσι. Ω, το ξέρω, μερικοί με κοροϊδεύουν. Μα οι άνθρωποι αυτοί δεν θα πουν ποτέ τα άσκημα πράγματα που εγώ ο ίδιος σκέπτομαι μερικές στιγμές για τον εαυτό μου. Θα μπορούσα μάλιστα να τους υποδείξω μερικά ελαττώματά μου, μερικά μειονεκτήματά μου που αγνοούν. Εξ άλλου, λυπούμαι πολύ που απογοητεύω εκείνους που εκνευρίζονται μαζί μου και που ελπίζουν ότι το λυκόφως μου είναι θλιβερό. Έχω βολευτεί θαυμάσια με το υπόλοιπο της ζωής που μου απομένει, είμαι ένας άνθρωπος ευτυχισμένος!
Ερώτηση: Πώς περνάτε τώρα τον καιρό σας, κύριε Σεβαλιέ;
Σεβαλιέ: Πηγαίνω στον κινηματογράφο και στο θέατρο για το κέφι μου, κάνω θαυμάσιους περιπάτους στο Παρίσι, δέχομαι πού και πού να λάβω μέρος σε ένα γκαλά. Τον περισσότερο όμως καιρό μου τον περνώ στο Μαρν-λα-Κοκέτ (σ.σ. εκεί βρισκόταν η κατοικία του, που έφερε το όνομα της λατρεμένης μητέρας του). Κοιμούμαι νωρίς, σηκώνομαι αργά. Μήπως όταν ήμουν παιδί, δεν ονειρευόμουν κάποια ημέρα να γίνω ηθοποιός, για να μην είμαι αναγκασμένος να ξυπνώ νωρίς; Κι έπειτα, κάθε πρωί, ενστικτωδώς, όπως έκανα σ’ όλη μου τη ζωή, κάνω τον απολογισμό αυτών που είδα, που άκουσα, που σκέφτηκα την προηγουμένη. Κατά τη γνώμη μου, όμως, αυτό είναι πιο δύσκολο. Το κάθε τι, λίγο-λίγο, με εγκαταλείπει. Και πρέπει να αναθεωρεί κανείς τα πάντα. Να δέχεται κανείς χωρίς πικρία το να μην παίζει πια τα σημαντικότερα παιχνίδια της ζωής. Από μια ορισμένη στιγμή και πέρα γίνονται θλιβερά και χάνει κανείς το υπόλοιπο της ενεργητικότητος και της αξιοπρεπείας του. Πρέπει να δέχεται κανείς με ταπεινοφροσύνη την υπέρτατη τιμή τού να τον σέβονται. Και να προσπαθεί να διατηρήσει αλώβητη τη θαυμάσια έκπληξη που αισθάνεται υπάρχοντας ακόμη. Να διατηρήσει ως το τέλος την ευτυχία τού να μπορεί ακόμη, καμιά φορά, να σκάζει στα γέλια! Θέλω να γεράσω καλά, να τελειώσω με το κεφάλι ψηλά, όπως λένε. Πολύ πριν φτάσω σ’ αυτήν την ηλικία, θέλησα να καταλάβω τις αδυναμίες μου. Χρειάστηκε να διαλέξω ανάμεσα σε δύο δρόμους: στο να γεράσω με πάθος και στον αυτοσεβασμό. Εδώ και μερικά χρόνια, έτσι, αρνούμαι κάθε τι που δεν είναι βαθύ. Υπάρχουν αρκετοί έγκυροι λόγοι για να συγκινηθεί κανείς και για να τους χαρίσει την ψυχή του, ώστε να μπορεί να συγκεντρωθεί μόνο σ’ αυτούς. Προσπαθώ να είμαι καλός χριστιανός, να μη θυμούμαι παρά ωραία πράγματα, να κάμω δικό μου το έμβλημα της Κολέτ (σ.σ. εμβληματικής γαλλίδας συγγραφέως), που δέχτηκε δίχως πικρία τα γηρατειά, την αρρώστια, τον πόνο: «Κοίταξε. Δέξου. Θαύμασε. Και μη σταματήσεις παρά για να πεθάνεις».
Ερώτηση: Ο κόσμος έχει βέβαια μιαν εικόνα για σας, αλλά σεις ο ίδιος πώς βλέπετε τον εαυτό σας;
Σεβαλιέ: Βλέπω τον εαυτό μου με κατανόηση, τίμιο (όταν έχω δώσει το λόγο μου δεν χρειάζεται συμβόλαιο), προικισμένο με μια κολοσσιαία καλή θέληση, με μια αληθινή αγαθότητα, με μια διαύγεια πνεύματος αρκετά ζωηρή. Έτσι, κατά τις μεγαλύτερές μου επιτυχίες ήμουν πάντα επιφυλακτικός. Ήξερα ότι όσο πιο θορυβώδεις είναι αυτές οι τεχνητές δόξες, τόσο και ασταθέστερες είναι. Ανέκαθεν υπέφερα από ένα πλέγμα κατωτερότητος, από το φόβο μήπως δεν αρέσω, μήπως δυσαρεστήσω. Δεν έχω «βίτσια» που να με φθείρουν, ενθουσιαζόμουν πάντα αλλά έπειτα λογικευόμουν, μ’ έπιαναν εξάρσεις αλλά ύστερα έβλεπα τα πράγματα από μιαν απόσταση. Και πέρασα τη ζωή μου αγωνιζόμενος εναντίον πλήθους πειρασμών!
Ερώτηση: Πώς θα θέλατε να πεθάνετε;
Σεβαλιέ: Στην τηλεόραση. Κατά τη διάρκεια μιας εκπομπής απ’ ευθείας. Η σημαντικότερη έξοδός μου στη σκηνή θα ήταν αυτή… Να φύγω, ναι, μισοαστειευόμενος αλλά και μισοστενοχωρημένος που δεν θα είμαι πια «μες στο παιχνίδι». Το θάνατο, φυσικά, τον σκέπτομαι αδιάκοπα, αλλά στο βάθος δεν έχω πια τίποτε να επιθυμήσω, έκαμα τον εαυτό μου ό,τι καλύτερο μπορούσα να τον κάμω. Κι όμως, αισθάνομαι τόσο καλά στο καινούργιο μου πετσί, ξαναρχίζω τη ζωή μου, σφύζω από ζωή! Να μπορούσα να ζήσω είκοσι, τριάντα χρόνια ακόμη! Βλέπετε, σήμερα βάζω στο γράψιμο όλη την πίστη που είχα για το τραγούδι. Αυτό μου επιτρέπει να μένω σε επαφή με τον υπέροχο φίλο μου, το κοινό. Κι αυτό μου εξασφαλίζει καινούργιες φιλίες, για τις οποίες είμαι πολύ περήφανος. Η ζωή μού στάθηκε απίθανη, συναρπαστική. Δεν μετανιώνω για τίποτε. Και είμαι καταγοητευμένος που στα ογδόντα μου χρόνια άλλαξα το ψαθάκι μου μ’ ένα μολύβι «μπικ».
*Άρθρο που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 5 Οκτωβρίου 1969. Έφερε τον τίτλο «Γνώθι σαυτόν», επρόκειτο δε κατ’ ουσίαν για μια συνομιλία του Μωρίς Σεβαλιέ με τη δημοσιογράφο, συγγραφέα και κριτικό θεάτρου Christine Garnier (1915-1987).
Ο πολυτάλαντος παριζιάνος καλλιτέχνης Μωρίς Σεβαλιέ (Maurice Auguste Chevalier), διάσημος τραγουδιστής και ηθοποιός, γεννήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1888 και απεβίωσε την Πρωτοχρονιά του 1972.
- ΟΗΕ: Ζητά από το Διεθνές Δικαστήριο γνωμοδότηση για τις υποχρεώσεις του Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων
- Κίεβο: Ισχυρές εκρήξεις μετά από συναγερμό για πυραυλική επίθεση
- Αρκάς: Η χριστουγεννιάτικη καλημέρα της Παρασκευής
- Τα ζώδια σήμερα: Δες το αλλιώς
- Αυτοκίνητο καρφώθηκε σε φανάρι στη Θεσσαλονίκη
- Κώστας Χαρδαβέλλας: «Δεν λέω λοιπόν ούτε αντίο, ούτε καλό ταξίδι»