Γιώργος Βέλτσος: «Φοβήθηκα ότι “φεύγω” και μου άρεσε η αίσθηση»
Κάθε καρέ της ζωής του είναι μια μικρού μήκους ταινία και όλα μαζί συνθέτουν τη μεγάλη, περίπλοκη κι ενδιαφέρουσα διαδρομή του. Με εικόνες από τη Μύκονο του ’60, το Παρίσι του ’70 και την αέναη περιπλάνησή του στον κόσμο της τέχνης, εκεί όπου θέλει ν’ ανήκει
Μου είπατε πριν ξεκινήσουμε «κάθε φορά που δίνω μια συνέντευξη, διότι ο ναρκισσισμός μου απαιτεί συνεχή τροφοδοσία και συνεχή αντανάκλαση στον καθρέφτη, αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σ’ ένα αστυνομικό τμήμα και μου βάζουν τον ορό της αλήθειας». Γιατί;
Γιατί πιέζομαι να βρω τι αλήθεια μπορώ να πω. Ποια είναι η αλήθεια ενός καθρέφτη; Αλλά είναι μόνον αυτό; Γνωρίζω από την ψυχανάλυση ότι επικοινωνία είναι μια διαδικασία όπου ο πομπός λαμβάνει αντεστραμμένο το μήνυμά του από τον δέκτη, ό,τι λέω και το ακούει ο δέκτης μου μού έρχεται αμέσως αντεστραμμένο.
Δηλαδή;
Ούτε την αλήθεια θέλω να πω, ούτε νάρκισσος είμαι, ούτε τον ορό της αλήθειας θέλω να βάλω. Αυτή η συνεχής μεταβλητότητα ιδεών και αποφάσεων, άρα και αποφάνσεων και γνωμών, είναι ίδιον μιας χαοτικής κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε όλοι και απαιτούμε λίγη τάξη από το χάος που μας περιβάλλει για να προστατευτούμε. Την ίδια όμως στιγμή, όπως λέει και ο Τζέιμς Τζόις – στα ελληνικά μάλιστα –, ο chaosmos είναι αυτό που θέλει να δώσει ο ποιητής. Γιατί ενώ ο επιστήμονας φέρνει από το χάος μεταβλητές ή ο φιλόσοφος φέρνει επίπεδα για να κόψει το χάος, ο καλλιτέχνης αυτό που στήνει σαν ομπρέλα για να μην τον πλακώσει το χάος στο κεφάλι, το ξυραφίζει για να μπει λίγο χάος κάτω.
Σε αυτή τη συζήτηση αναζητούμε τη γωνία εκείνη που θα μας αποκαλύψει περισσότερα πράγματα για εσάς, μια εξήγηση, μια ερμηνεία για να μας πείτε τι σας έκανε αυτό που είστε.
Μια γρήγορη απάντηση: η ατυχία να πάθω πολιομυελίτιδα όταν ήμουν μικρός, όπως έχω πει, το μυαλό μου, η κοινωνική μου τάξη, οι σπουδές μου, οι μετακινήσεις μου από την επιστήμη, λόγου χάρη, στο θέατρο, στην ποίηση.
Το γεγονός ότι νοσήσατε αλλά μεγαλώσατε σ’ ένα περιβάλλον που σας παρείχε όλα τα εφόδια για να προχωρήσετε ήταν ένας τρόπος για να φτάσετε εδώ που είστε;
Ολα διπλά! Ενώ, όπως λες, υπήρχε το συγκεκριμένο οικογενειακό περιβάλλον και μου παρείχε τα πάντα, την ίδια στιγμή ήταν απολύτως αρνητικό για την εξέλιξή μου.
Γιατί;
Ηθελαν να με κάνουν όμοιό τους – Αλέξανδρο Λυκουρέζο. Από τότε που φοιτούσα στο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων μαζί με τον Διονύση Σαββόπουλο, μ’ ενδιέφεραν ο λόγος, η γλώσσα, η ποίηση, η τέχνη. Το ίδιο και τον Διονύση. Ο πατέρας του υπάλληλος του ΟΤΕ και εκείνος πήγαινε στο ωδείο. Εμένα ήταν διευθυντής σε μια εταιρεία πετρελαίου κι εγώ πήγαινα σε μια αίθουσα τέχνης και έβλεπα τον Αντονιόνι. Από τη μια, ναι, με βοήθησαν, αλλά από την άλλη όταν έφερα «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ στο σπίτι μού το έσκισαν. Οταν επίσης παντρεύτηκα την πρώτη μου γυναίκα, μου έκλεισαν την πόρτα. Είχε πει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος που έφυγε πρόσφατα: «Ηταν ριζικό μου να γράψω ποίηση». Γεννήθηκε αστός, ο πατέρας του είχε φαρμακαποθήκη κι εκείνος έγραψε το «Σύσσημον». Κι εγώ τελείωσα τη Νομική με άριστα, με περίμενε το γραφείο του θείου μου για να εργαστώ και τα εγκατέλειψα για να σπουδάσω κοινωνιολογία.
Τι σας οδήγησε εκεί;
Τι αναζητούσατε;
Σαφώς η ασθένειά μου αλλά και όλα μαζί. Εψαχνα το «άλλο». Τώρα το βρήκα, νομίζω. Είναι το ποίημα και πάνω εκεί σκαλίζω. Ισως έφτασα εδώ γιατί μ’ εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου. Δεν μπορεί κάποιος να κάνει σε αυτή την ηλικία που είμαι, ό,τι έκανε στα 40 του χρόνια. Να είσαι, για παράδειγμα, πάνω σε μια μηχανή με μια γυναίκα. Ο έρωτας με κινητοποιούσε πάντα. Αρα το ποίημα έρχεται ως «άλλο» και υποκαθιστά.
Αισθανθήκατε ποτέ ότι το θέμα της εξωτερικής εμφάνισης θα στεκόταν εμπόδιο στη ζωή σας;
Α, δύσκολες στιγμές αυτές. Ξέρεις, όταν είσαι παιδί, έφηβος, δεν είναι εύκολο. Αργότερα όμως σαφώς και άλλαξαν τα πράγματα. Οταν ήμασταν στο σχολείο, ο Αγγελος ήταν ο κούκλος, ο Διονύσης το ασχημόπαπο κι εγώ ο παράξενος. Αυτό, όπως καταλαβαίνεις, διαμόρφωνε τις σχέσεις μας.
Αν σας ζητούσα, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, να κάνετε ένα στοπ καρέ στη διαδρομή σας, σε κάτι που σας καθόρισε, πού θα εστιάζατε;
Στο αμφιθέατρο της Ιατρικής, στο Γουδί, το 1949 – ήμουν πέντε ετών –, όπου ο καθηγητής της Παιδιατρικής Χορέμης δείχνει την πρώτη – ή τουλάχιστον από τις πρώτες – περίπτωση πολιομυελίτιδας στην Ελλάδα στους φοιτητές. Εκεί βρισκόταν ένα παιδάκι που δεν μπορούσε να σηκώσει το χέρι του. Ομως το χέρι τελικά σηκώθηκε. Ημουν εγώ.
Τι σας έδωσε αυτή τη δύναμη;
Δεν ξέρω. Αλλοι δεν το σήκωσαν ποτέ. Ο Ρούζβελτ δεν κούνησε τα πόδια του. Εγώ τα κούνησα. Γιατί; Θες επειδή πέρασα κάτω από την εικόνα της Παναγίας της Τήνου; Θες ότι από μικρός ο παππούς μου μού έκανε πρωτόγονη φυσικοθεραπεία χτυπώντας με στην πλάτη για να στέκομαι ίσια; Το πρωτόκολλο της εποχής – αυτό το λέω για πρώτη φορά – συνέστησε ακτινοβολίες. Μέγα ιατρικό σφάλμα! Και αυτό μπορεί να με έχει επηρεάσει…
Η σχέση σας με την πίστη ποια είναι;
Με τα θεία είναι ειδωλολατρική ως προς την ομορφιά της βυζαντινής εικόνας, της τελετουργίας του Πάσχα, του μικρού ξωκκλησιού στην πατρίδα μου, τη μυρωδιά του χαμομηλιού στα μάρμαρα της εκκλησιάς την πρώτη Ανάσταση του Μεγάλου Σαββάτου. Ολα αυτά ορίζουν μια σχέση αισθητική, η οποία όμως για μένα αποκτά θεολογική σημασία. Εν πάση περιπτώσει, μεταφυσική. Αυτή η μεταφυσική μού δόθηκε – να ένας άλλος παράγοντας – από την οικογένεια του παππού μου που ήταν μπακάλης. Η μητέρα μου ήταν κοσμική και με παρατούσε στους παππούδες για να πηγαίνει στις δεξιώσεις. Στη Μύκονο λοιπόν ζούσα τη ζωή των παππούδων: ταβέρνες, μπακάλικα, ρέγγα ψητή στην εφημερίδα κ.λπ.
Εχετε πολλά «αρχεία».
Ετσι απέκτησα βιώματα. Εχω ένα αρχείο αστικό: Μελίνα Μερκούρη, Ελένη Βλάχου, Κολωνάκι. Ενα άλλο, της Μυκόνου, όπως σου το περιέγραψα. Επίσης ένα τέχνης: Γιάννης Τσαρούχης. Ενα παριζιάνικο: Πουλαντζάς, Ζακ Ντεριντά. Ενα ακόμη θεάτρου: Ρούλα Πατεράκη, Μιχαήλ Μαρμαρινός. Ενα δημοσιογραφίας: Λέων Καραπαναγιώτης, Γιάννης Καψής, Γιώργος Πηλιχός.
Αν ανοίξουμε το αρχείο της σχέσης σας με τους γονείς σας…
Διέκοψα τις επαφές μαζί τους διότι ο μεν πατέρας μου δεν ήθελε να του υπενθυμίζω τα ελαττώματα της μητέρας μου. Εγώ το έκανα μπας και τον συνεφέρω. Και αφού φτάσαμε σε αυτό το σημείο, να σου πω ότι περισσότερο απ’ όλα μ’ έχει επηρεάσει η σχέση με τη μητέρα μου. Διότι αυτή με γέννησε και νόσησα. Η μάνα είναι πάντα το θέμα. Βλέπεις απέναντι την κολόνα; Το πορτρέτο του πατέρα μου, της μητέρας μου και το δικό μου. Μόνο εδώ ταιριάξαμε.
Η σχέση με τη μητέρα σας ήταν συγκρουσιακή, αλλά την ίδια στιγμή λειτούργησε και ως πυξίδα για να προχωρήσετε.
Ναι, μπορεί. Αλλά αυτό δεν μου αρκεί. Θυμάμαι ένα περιστατικό: η μητέρα μου οικειοποιείται το όνομά μου και στέλνει συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον φίλο της πρωθυπουργό Γεώργιο Ράλλη. Επειτα από μερικές μέρες λαμβάνω ένα τηλεγράφημα στο σπίτι μου, από τη γραμματεία του Ράλλη, που απαντούσε «σας ευχαριστώ για τις ευχές». Αυτή ήταν η πιο τρυφερή κίνηση που έκανε διότι μου άνοιξε δρόμους.
Η πιο σκληρή κίνηση;
Οταν γνώρισα την πρώτη σύζυγό μου, την Ελένη, η οποία δούλευε σε ένα κατάστημα εσωρούχων, και όταν την είδε η μητέρα μου στο σπίτι, μου είπε «τι δουλειά έχει αυτή εδώ; Είναι πωλήτρια, πουλάει σουτιέν. Δεν μπαίνει στο σπίτι». Απάντησα «ποιος σου είπε πως θα μπει;». Πήγα και νοίκιασα ένα δωμάτιο φθηνό στη Μύκονο για να πηγαίνω με την Ελένη. Περνάω τώρα καμιά φορά από εκεί. Ηθελα όμως να κάνω αυτή τη «μετακίνηση». Τώρα ωστόσο σκέφτομαι και ένα ακόμη ανεκτίμητο δώρο της μητέρας μου.
Ποιο είναι αυτό;
Η γνωριμία μου – μέσω της μητέρας μου – με τον Τσαρούχη. Εκανε έκθεση στην γκαλερί της στη Θεσσαλονίκη, όπως και ο Ακριθάκης και ο Θανάσης Τσίγκος. Ο Τσαρούχης μού έμαθε ποιος είναι ο Ρέμπραντ, τα χρώματα, ποια είναι η βυζαντινή ζωγραφική, τι είναι η ιστορία, την Κάλλας, την Μπέλλου. Τι να σου πω; Τα πάντα μού έμαθε. Αλλά, ό,τι και να μάθεις, όπου και να θητεύσεις, ποτέ δεν προετοιμάζεσαι για εκείνη, την πιο δύσκολη στιγμή.
Ποια ήταν για εσάς;
Στην Εντατική, πριν από δύο χρόνια. Μου έκαναν βρογχοσκόπηση και μου τρύπησαν το πνευμόνι. Φοβήθηκα ότι «φεύγω». Και ξέρεις, μου άρεσε αυτή η αίσθηση. Ισως γιατί μου χορηγούσαν παραισθησιογόνα. Εγινα τότε κολλητός φίλος με μια νοσηλεύτρια και τα λέγαμε μέχρι αργά τη νύχτα – γιατί η Μυρτώ απαγορευόταν να μείνει στο νοσοκομείο. Είναι μερικά ακόμη στιγμιότυπα από τη ζωή μου που μου υπενθυμίζουν ότι βρίσκω πάντα τον τρόπο να «σώζομαι». Εις μάτην διεκδικώ τον εαυτό μου. Εκεί όπου τον έριξα – στην ιλουστρασιόν δημοσιότητα –, δεν αφήνει να τον πάρω πίσω. Και τα σκοτεινά ποιήματά μου ασφαλώς δεν είναι εγώ.
Πηγή: Εντυπη Εκδοση ΤΑ ΝΕΑ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις