Οριάνα Φαλάτσι: Ποτέ δε χρειάστηκα αποσμητικά
Υπάρχει κάτι το χυδαίο στη δημοσιότητα
- «Ειρωνικός, σαρκαστικός, λες και έχει κάνει κατόρθωμα» - Σοκάρουν οι περιγραφές για τον αστυνομικό της Βουλής
- «Πνιγμός στα 30.000 πόδια» - Αεροπλάνο άρχισε να πλημμυρίζει εν ώρα πτήσης [Βίντεο]
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
- «Πρέπει να κάνουν δήλωση ότι σέβονται το πολίτευμα» - Οι όροι για να πάρουν την ιθαγένεια οι Γλύξμπουργκ
— Οριάνα, μου είπες ότι είναι πολύ δύσκολο να σε κάνω να μιλήσεις για σένα. Γιατί; Είσαι τόσο δύσκολη, τόσο περίπλοκη;
— Κάποτε η αδελφή μου Πάολα είπε στον Αλέκο (σ.σ. Παναγούλη): «Η Οριάνα είναι ένα ανοιχτό βιβλίο. Γραμμένο, όμως, κινέζικα». Και ο Αλέκος απάντησε: «Εγώ διαβάζω κινέζικα». Λίγο αργότερα όμως, νομίζω το 1974, άρχισε να ξεφωνίζει: «Υπάρχει ένα λεξικό σανσκριτικής γλώσσας; Αυτά δεν είναι κινέζικα, είναι σανσκριτικά». Τελευταία, ωστόσο, ο Αλέκος περηφανευόταν ότι ήξερε να διαβάζει και σανσκριτικά. Ναι, τα διάβαζε αρκετά καλά, όπως και η μητέρα μου. Αυτός και η μητέρα μου είναι οι μόνοι άνθρωποι που κατάλαβαν κάτι από μένα. Δεν είναι εύκολο να με καταλάβεις. Αν και δε με ενδιαφέρει να με καταλάβουν, τουλάχιστον όσο είμαι ζωντανή. Δε με ενδιαφέρει ούτε ν’ αρέσω, δεν κάνω ποτέ καμιά προσπάθεια ν’ αρέσω. Ο Αλέκος και η μητέρα μου, καμιά φορά, με παρατηρούσαν: «Θα έλεγε κανείς ότι σε διασκεδάζει να μην αρέσεις στους άλλους». Είναι αλήθεια. Καμιά φορά με διασκεδάζει να ανακαλύπτω ότι μπορώ να γίνομαι αντιπαθητική στους ανθρώπους. Και μ’ ευχαριστεί γιατί, όταν γίνεσαι αντιπαθής στον κόσμο, ο κόσμος δε σε αναζητάει, και όταν δε σε αναζητάει μπορείς να μένεις μόνος.
«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 5.5.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
— Δε βρίσκω ότι είσαι, στ’ αλήθεια, αντιπαθητική στους ανθρώπους. Θα έλεγα, μάλλον, το αντίθετο. Ας παραδεχτούμε, όμως, ότι με μερικούς στ’ αλήθεια συμβαίνει. Γιατί συμβαίνει;
— Γιατί είμαι περήφανη, απαιτητική, σκληρή. Καμιά φορά και αυταρχική. Και υπεροπτική. Γιατί είμαι πολύ περήφανη και δεν είμαι μετριόφρων. Ποτέ δεν παίζω την κωμωδία της ταπεινοφροσύνης. Ξέρω πολύ καλά ποια είμαι και τι αξίζω. Δεν το ξεχνώ ποτέ και δεν επιτρέπω ποτέ στους άλλους να το ξεχάσουν. Και ακόμα, σ’ το είπα κιόλας, δεν ξέρω να συγχωρώ. Έχω κακό χαρακτήρα. Τον είχα από παιδί. Γιατί από πάντα, από παιδί, έμαθα ότι η ζωή είναι μια ζούγκλα, στην οποία χρειάζεται να υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου με τα δόντια. Και σ’ αυτή τη ζούγκλα ο καλός χαρακτήρας είναι αυτοκτονία. Αλλοίμονο αν ενδώσεις στο όνομα της συγγνώμης, της καλοσύνης…
— Ήσουν πάντοτε έτσι;
— Στην ουσία, ναι. Ποτέ, όμως, όσο σήμερα, δηλαδή ποτέ όσο μετά το θάνατο του Αλέκου και της μητέρας μου. Πριν ήμουν πιο εγκάρδια, πιο γλυκιά. Ή προσπαθούσα να είμαι. Τώρα δεν προσπαθώ πια. Ο πόνος απελευθέρωσε την πραγματική μου φύση. Θα ξαφνιαστείς αν σου πω ότι, έτσι μικροκαμωμένη που είμαι, αδύνατη όπως είμαι, αρπάζομαι στις γροθιές. […]
«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 5.5.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
— Ίσως αυτή η επιθετικότητά σου είναι που φοβίζει τους ανθρώπους…
— Μα δεν πιάνομαι κάθε μέρα στις γροθιές. Έχω αγωγή. Φοβίζω τον κόσμο γιατί… Ναι, τον φοβίζω. Και να ’ξερες πόσο δε μου αρέσει αυτό. […] Γιατί δεν είμαι δειλή και γιατί σέρνω πίσω μου κάτι που οι άνθρωποι μυρίζονται: τη μοναξιά μου, το ότι δεν έχω ανάγκη από τους άλλους. Είναι τρομερό να μην έχεις ανάγκη τους άλλους, ή μάλλον να αυταπατάσαι ότι δεν τους έχεις ανάγκη. Γιατί φτάνει πάντα η στιγμή που αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις απόλυτη ανάγκη τους άλλους, ότι δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς τους άλλους. Όμως, όταν φτάσει αυτή η στιγμή, κλείνω τ’ αυτιά μου και προχωρώ αρκούμενη στον εαυτό μου ή αυταπατώμενη ότι αρκώ στον εαυτό μου. Αυτό, όμως, δε με κουράζει, γιατί με τους άλλους πάντα πλήττω. Μόνη μου, αντίθετα, δεν αισθάνομαι ποτέ ανία…
[…]
— Κάνεις μια απροσδόκητη και σκληρή αυτοπροσωπογραφία.
— Λέω την αλήθεια. Είμαι μια γυναίκα ειλικρινής, μέχρις ωμότητας. Δε λέω ποτέ ψέματα. Ούτε λέω ούτε γράφω ψέματα. Δεν το καταφέρνω. Το ψέμα είναι ταπεινωτικό, για όποιον το λέει και για όποιον το ακούει. Το ψέμα είναι το αλάτι της υποκρισίας, και τίποτα δε με εξοργίζει μέχρι μανίας όσο η υποκρισία. Προτιμώ τη βία από την υποκρισία. Και ο Θεός ξέρει πόσο μισώ τη βία. Τι απαίσιος διπλωμάτης θα ήμουνα… Ποτέ δε θα μπορούσα να γίνω διπλωμάτης. Θα προκαλούσα ένα σωρό πολέμους…
— Σ’ αυτό συμφωνώ. Ποιο άλλο επάγγελμα θα μπορούσες να κάνεις;
— Έξω από διπλωμάτης, θα έλεγα οποιοδήποτε άλλο. […] Αλλά πρόσεχε: το πραγματικό μου επάγγελμα είναι του συγγραφέα. Οι περισσότεροι επιμένουν να με βλέπουν σαν δημοσιογράφο. Όταν αναφέρονται σε μένα, λένε: η διάσημη δημοσιογράφος. Σαν όνομα και επώνυμο. Ιδίως στην Ελλάδα. (Ένας Θεός ξέρει πόσο μισώ αυτές τις δυο λέξεις, όταν τις βλέπω στις εφημερίδες, σαν όνομα και επώνυμο.) Και δεν καταλαβαίνουν ότι είμαι ένας συγγραφέας δανεισμένος στη δημοσιογραφία.
— Ένα δάνειο που κρατάει…
— Όχι. Δεν κρατάει και δε θα κρατήσει. Κράτησε πολύ. Για πολύ μεγάλο διάστημα με έκλεψε από την πραγματική μου κλίση, από τον πραγματικό μου προορισμό, του συγγραφέα. Τα βιβλία που δε γράφτηκαν εξαιτίας της δημοσιογραφίας καίνε μέσα μου σαν παιδιά που δε γεννήθηκαν ποτέ. Πρέπει να τα γεννήσω. Γιατί τα βιβλία είναι τα παιδιά μου, και όταν πεθάνω αυτά μόνο θ’ αφήσω. Είναι τρομερό να πεθάνεις χωρίς ν’ αφήσεις παιδιά που θα μπορούσαν να είχαν γεννηθεί…
[…]
— Ωστόσο, χρωστάς τόσα στη δημοσιογραφία…
— Χρωστώ τα πάντα, ακόμα και τη συνάντησή μου με τον Αλέκο.
— Της χρωστάς και την επιτυχία. Δεν έγινες διάσημη μόνο από τα βιβλία σου, αλλά και από τα άρθρα σου, τις συνεντεύξεις σου.
— Το ήξερα ότι εκεί θα έφτανες. Και περίμενα με αγωνία αυτή τη στιγμή, γιατί δε μου αρέσει να μιλώ για την επιτυχία μου. Ποτέ δεν αναζήτησα την επιτυχία. Εκείνη με κυνήγησε: επίμονα, με θράσος. Και δε μου έδωσε ποτέ χαρά. Υπάρχει κάτι το χυδαίο στην επιτυχία, δηλαδή στη δημοσιότητα. Γιατί, όταν έρχεται, δεν ανήκεις πια στον εαυτό σου. Γίνεσαι ένα δημόσιο ζώο, ένα είδος ελέφαντα σε ζωολογικό κήπο, που όλοι νομίζουν ότι έχουν το δικαίωμα να κοιτούν, καθώς τρώει ή κοιμάται. Γίνεται ένα όνομα ή μάλλον μια ετικέτα. Είναι 10 χρόνια, ίσως 15, που κουβαλάω πάνω μου αυτήν την ετικέτα. Και με βαραίνει. Χωρίς να μου χρησιμεύει. Κάποτε η Ελίζαμπεθ Ταίηλορ είπε κάτι αρκετά έξυπνο για μια ηθοποιό. Είπε ότι η επιτυχία είναι ένα αποσμητικό που σβήνει όλες τις κακές μυρουδιές. Αλλά εγώ δεν έχω, δεν είχα ποτέ, κακές μυρουδιές να σβήσω. Η ζωή μου στάθηκε πάντα ανεπίληπτη, άψογη, τόσο στην ιδιωτική της πλευρά όσο και στην επαγγελματική και πολιτική. Ποτέ δε χρειάστηκα αποσμητικά.
[…]
— Νομίζω ότι είσαι πιο ήρεμη απ’ ό,τι πριν από μερικούς μήνες, που είχαμε συναντηθεί.
— Πιο ήρεμη ναι. Πιο μαχητική όχι. Γιατί ποτέ δεν έπαψα να είμαι μαχητική. Ο θάνατος δε με νάρκωσε. Αντίθετα. Δεν πρέπει να συγχέεις τον πόνο με τη νάρκωση. Και γνωρίζω πολύ καλά το ποίημα που ο Αλέκος αγαπούσε περισσότερο. Είναι εκείνο που έγραψε μετά τη θανατική του καταδίκη. Είναι αυτό που διάλεξα για το μανιφέστο που τύπωσα την ημέρα της κηδείας του. Είναι αυτό που λέει:
Μην κλαις για μένα
ας ξέρεις πως πεθαίνω
να με βοηθήσεις δεν μπορείς.
Μα δες εκείνο το λουλούδι
για κείνο που μαραίνεται σου λέω.
Να το ποτίσεις.
*Αποσπάσματα από συνέντευξη που είχε παραχωρήσει η Οριάνα Φαλάτσι στον Ορέστη Λαζαρίδη και είχε δημοσιευτεί αποκλειστικά στον «Ταχυδρόμο», στο τεύχος που είχε κυκλοφορήσει στις 5 Μαΐου 1977.
Η ιταλίδα (Φλωρεντινή για την ακρίβεια) συγγραφέας και δημοσιογράφος Οριάνα Φαλάτσι (Oriana Fallaci) γεννήθηκε στις 29 Ιουνίου 1929 και απεβίωσε στις 15 Σεπτεμβρίου 2006.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις