Μυστήριο, ακρότητες, γραφικότητες
Η επιστροφή του Ηρακλή Πουαρό, η αρρώστια της ματαιοδοξίας και ένας κακόγουστος «Γάμος α λα ελληνικά» στο κινηματογραφικό μενού της εβδομάδας, μαζί με δύο εξαιρετικές επανεκδόσεις: το «Μανχάταν» του Γούντι Αλεν και το «Old Boy» του Παρκ Τσαν Γουκ
- Πού βρίσκεται η Ahoo Daryaei; - «Αν την έχουν πειράξει θα πάρουν φωτιά οι δρόμοι»
- Όσα συνέβησαν μέσα στην έπαυλη του Φρανκ Σινάτρα – Τζόγος και κρυφές ερωτικές συναντήσεις
- Νέες ισραηλινές σφαγές σε Βηρυτό και Γάζα που παραπέμπει στην «Αποκάλυψη»
- Πόλεμος Ρωσίας - Ουκρανίας: Μήπως είναι πολύ αργά για να αλλάξει η πορεία του;
Επιστρέφοντας με μια τρίτη ταινία στον διάσημο βέλγο ντετέκτιβ ήρωα των μυθιστορημάτων της Αγκαθα Κρίστι Ηρακλή Πουαρό (ρόλος που αποδείχθηκε ιδανικός για τον ίδιο στις ταινίες του «Εγκλημα στο Οριάν Εξπρές» και «Εγκλημα στον Νείλο»), ο Κένεθ Μπράνα, με το «Μυστήριο στη Βενετία» (Α Haunting in Venice, ΗΠΑ / Αγγλία / Ιταλία, 2023), προσπάθησε να συνδέσει την ιστορία της συγγραφέως (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός) με το μυστήριο και τη «θανατίλα» που ούτως ή άλλως καλύπτει τη μοναδική αυτή ιταλική πόλη. Η Βενετία, έτσι όπως κινηματογραφείται από τον κύπριο διευθυντή φωτογραφίας Χάρη Ζαμπαρλούκο (μόνιμος συνεργάτης του Μπράνα), έχει κάτι το νοσηρά μεταφυσικό, λες και ανήκει σε ένα εντελώς δικό της σύμπαν, κάπου στο μεταίχμιο του Ανω και του Κάτω Κόσμου.
Φυσικά, σε αυτό βοηθά το ίδιο το στόρι της ταινίας, που σε ένα πρώτο επίπεδο έχει κάποια σχέση με τη μεταφυσική: στο εσωτερικό ενός παλάτσο, παρόντος του Πουαρό, μέντιουμ διοργανώνουν συνεδρίες για επαφή με τον άλλο κόσμο προκειμένου να γίνει γνωστή η αιτία θανάτου μιας κοπέλας. Ομως όλα αυτά δεν ενδιαφέρουν τον Πουαρό, έναν πρακτικό άνθρωπο που πιστεύει στα γεγονότα και τις ανθρώπινες πράξεις, ο οποίος, συν τοις άλλοις, έχει χάσει την πίστη του γιατί έχει δει από πρώτο χέρι όλη την ασχήμια της ανθρωπότητας. Ο Μπράνα ενδιαφέρεται να φτιάξει μια ατμόσφαιρα κλειστοφοβίας στην ταινία, της οποίας ο μεγαλύτερος δραματουργικός χρόνος είναι μια νύχτα. Εν μέρει τα καταφέρνει, χάρη κυρίως στην αξιοποίηση των εσωτερικών χώρων που κινηματογραφούνται παράξενα, από πάνω, από κάτω, από πλάγια, με φίλτρα και διάφορους φακούς.
Εκεί όμως που η ταινία χάνει είναι στην ίδια την αφήγηση της ιστορίας, πολύ μπερδεμένη, πολύ σκοτεινή, με πολλές ανατροπές και με τον Πουαρό υπερβολικά σίγουρο για τον εαυτό του, έτοιμο να δώσει την απάντηση στο τέλος σαν τον ταχυδακτυλουργό που βγάζει τον λαγό από το καπέλο του.
Δεν θα πω ότι δεν την παρακολούθησα με όρεξη σαν ένα καλό μυστήριο, θα πω όμως ότι είναι σαφώς κατώτερη των δύο προηγούμενων.
Ερωτας και τρομοκρατία
Προσπαθώντας να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου μετά την παρακολούθηση της γαλλικής ταινίας «Ηρωας κανενός» (Viens je t’emmène, 2022), βρέθηκα σε σύγχυση. Η σύγχυση βέβαια είναι ένα θέμα στην ίδια την ταινία καθώς η ιστορία της τοποθετείται στο Κλερμόν Φεράν, ενώ η πόλη έχει υποστεί μια τρομοκρατική επίθεση, οπότε μια σύγχυση επικρατεί στην ατμόσφαιρα, κάτι που ο σκηνοθέτης Αλέν Γκιροντί επισημαίνει μέσα από αρκετές, ενδιαφέρουσες μεν αλλά «μικρές», σκηνές. Γιατί την ίδια ώρα ο κορμός στον «Ηρωα κανενός» αφορά ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα που η ταινία προσπαθεί να διαχειριστεί με μια cool διάθεση: τον παθιασμένο έρωτα ενός παράξενου γραφίστα, του Μεντερίκ (Ζαν – Σαρλ Κλισέ), με μια μεγαλύτερή του, παντρεμένη πόρνη, την Ιζαντόρα (Ναόμι Λοβσκί). Στην πρώτη σκηνή της ταινίας, ο Μεντερίκ την πλησιάζει κάνοντας τζόγκινγκ μέσα σε μια γελοία φόρμα και ενώ εκείνη έχει «σχολάσει» από τη δουλειά της. Της την «πέφτει» στην ψύχρα, υποσχόμενος ότι θα της κάνει στο κρεβάτι πράγματα που κανείς δεν της έχει κάνει ποτέ. Οπότε η ιστορία τους αρχίζει και «διαλείμματά» της είναι τα επεισόδια της σύγχυσης στην πόλη λόγω του τρομοκρατικού χτυπήματος. Ενα από αυτά τα επεισόδια αφορά έναν άστεγο μετανάστη τον οποίο ο Μεντερίκ καταδίδει στην αστυνομία και εν συνεχεία βάζει στο σπίτι του. Το σεξ είναι ένα θέμα που απασχολεί τον «αναρχικό» σκηνοθέτη Γκιροντί που έγινε γνωστός το 2013 με το ομοφυλοφιλικό θρίλερ «Ο άγνωστος της λίμνης» (το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είχε κάνει ένα μεγάλο αφιέρωμα στο άγνωστο εν Ελλάδι έργο του). Το ίδιο συμβαίνει και εδώ, εν μέρει τουλάχιστον γιατί τελικά όσα συμβαίνουν στην ταινία δεν καταφέρνουν να «δέσουν» αρμονικά μεταξύ τους. Κάτι που προφανώς βρισκόταν στις προθέσεις του σκηνοθέτη αλλά μπορεί να γίνει κουραστικό για τον θεατή.
Η αρρώστια της ματαιοδοξίας
Αν κάτι έχει αποδείξει το φαινόμενο των τηλεοπτικών reality, όπως και η μανία για προβολή από τα κοινωνικά δίκτυα, αυτό είναι η αστείρευτη ανάγκη αν όχι όλων, πάντως πάρα πολλών ανθρώπων, για αναγνώριση. Είτε το παραδέχονται είτε όχι, αμέτρητοι άνθρωποι είναι έτοιμοι να κάνουν το οτιδήποτε για να κερδίσουν αυτά τα 15 λεπτά φήμης, στα οποία μια φορά κι έναν καιρό είχε αναφερθεί ο Αντι Γουόρχολ. Και αυτό είναι το θέμα της «μαύρης» νορβηγικής κωμωδίας «Σιχάθηκα τον εαυτό μου» (Syk Pike, 2022) του Κρίστοφερ Μπόργκλι, στην οποία μια γυναίκα, η Σίγκνε (Κριστίνε Κούγιατ Θορπ), θα ξεπεράσει κάθε όριο προκειμένου να τραβήξει την προσοχή των άλλων, κάτι που ξέρει να κάνει καλά και με μεγαλύτερη επιτυχία ο νάρκισσος «καλλιτέχνης» φίλος της Τόμας (Εϊρικ Σέθερ). Η ταινία αρχίζει σε ένα εστιατόριο πολυτελείας, όπου ο Τόμας κλέβει ένα μπουκάλι πανάκριβο κρασί και ο σερβιτόρος τον κυνηγά στους δρόμους αδιαφορώντας για τη συνοδό του που ζηλεύει την επιτυχία του φίλου της. Η Σίγκνε δεν αντέχει την ιδέα ότι σε αντίθεση με τον εντελώς δήθεν φίλο της περνά απαρατήρητη. Οπότε θα κάνει ό,τι μπορεί για να ελκύσει πάνω της την προσοχή. Και η κατάσταση θα βρεθεί εκτός ελέγχου όταν αρχίζει να τραυματίζει τον εαυτό της. Το παραμορφωμένο πρόσωπό της, εντελώς αγνώριστο τυλιγμένο στις γάζες, γίνεται όντως πόλος έλξης, όμως υπάρχει αλήθεια κάπου χαρά μέσα σε όλα αυτά; Μάλλον όχι, ή τουλάχιστον κάτι τέτοιο βγαίνει από την ωμή αυτή ταινία που, παρατραβηγμένα ίσως αλλά ως επί το πλείστον εύστοχα, σχολιάζει την αρρώστια της ματαιοδοξίας, ένα από τα πιο δυσάρεστα αλλά και ανόητα φαινόμενα των καιρών μας.
Θλιβερή κακογουστιά
Περιμένεις βέβαια από μια ταινία που λέγεται «Γάμος α λα ελληνικά 3» (My Big Fat Greek Wedding 3, ΗΠΑ, 2023) να έχει όλες τις προδιαγραφές μιας «εύκολης» τουριστικής ταινίας που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί (και καλά κάνει) τη φήμη του πρώτου «Γάμου α λα ελληνικά», ενός πραγματικού φαινομένου στην εποχή του (2002). Αυτό που δεν περιμένεις όμως είναι να μην έχει τίποτ’ άλλο απολύτως. Καθετί σε αυτήν την ταινία, που έγραψε και σκηνοθέτησε η Νία Βαρντάλος κρατώντας και πάλι τον ρόλο της Τούλας που πριν από μία εικοσαετία την έκανε διάσημη, είναι τόσο θλιβερά παρωχημένο που κυριολεκτικά τα χάνεις. Παριστάνοντας διαρκώς τη μεγαλοκοπέλα, η Τούλα αναζητεί εδώ τις ρίζες του μακαρίτη του μπαμπά της σε κάποιο ελληνικό νησί, έχοντας μαζί της όλη σχεδόν τη φαμίλια από το Σικάγο. Πέρα από την υποκριτική αδυναμία της Βαρντάλος – αρκεί να τη δεις να «υποδύεται» τη μεθυσμένη –, το σενάριο είναι τόσο κακά σχηματικό που σχεδόν σου προκαλεί θλίψη. Χωριάτες πάνω σε γαϊδούρια που βγάζουν iPad από την κωλότσεπη, το «θαύμα» της ελληνικής κουζίνας μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο, το μπουζούκι στη διαπασών, οι Ελληνες εξ Αμερικής να κάνουν μπάχαλο την πτήση Σικάγο – Αθήνα και κάπου ανάμεσα σε αυτό το πανηγύρι κακόγουστων «επεισοδίων», ένας υπέρβαρος Αλέξης Γεωργούλης με ύφος βαρύ κι ασήκωτο λόγω του μουστακιού του να αποτελεί την έκπληξη της (ας την πούμε) ιστορίας. Προσωπικά δεν γέλασα ούτε μία φορά και θύμωσα μπόλικες, κυρίως από αυτήν την εντελώς passe αντίληψη που σήμερα, εν έτει 2023, κάποιοι Ελληνες του εξωτερικού έχουν για την Ελλάδα. Λες και τα πάντα έχουν παραμείνει κολλημένα στη δεκαετία του 1950. Γιατί η «Επιχείρηση Απόλλων» του Γιώργου Σκαλενάκη, ταινία του 1968, έχει μεγαλύτερη φαντασία και πρωτοτυπία από αυτόν εδώ τον αχταρμά πρόχειρων γραφικοτήτων.
Επανεκδόσεις
«Μανχάταν» (Manhattan, ΗΠΑ, 1979) του Γούντι Αλεν. Μέσα από τον φακό του σπουδαίου διευθυντή φωτογραφίας Γκόρντον Γουίλις, σε ρομαντικό ασπρόμαυρο φιλμ και υπό τους γλυκούς τζαζ ήχους του Τζορτζ Γκέρσουιν, ο Γούντι Αλεν κινηματογραφεί με αστείρευτη αγάπη τη λατρεμένη πόλη του, τη Νέα Υόρκη, κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του μοναχικού τύπου (σεναριογράφου της τηλεόρασης), ο οποίος αναζητεί την κατάλληλη γυναίκα, χωρίς να είναι και τόσο βέβαιος για το αν θέλει πραγματικά αυτό που τελικά βρίσκει. Η απόλυτη «νεοϋορκέζικη ταινία», σίγουρα η πιο τρυφερή του Αλεν και για πολλούς ένα από τα πραγματικά αριστουργήματά του (κάποιοι μάλιστα την εισέπραξαν ως «συνέχεια» της αμέσως προηγούμενής του, «Ο νευρικός εραστής» / Annie Hall). Τον βασικό γυναικείο ρόλο κρατά η τότε μούσα του Αλεν, η Νταϊάν Κίτον, ενώ, όπως πάντα, αρκετοί γνωστοί ηθοποιοί εμφανίζονται σε μικρούς ρόλους. Ανάμεσά τους η Μάριελ Χέμινγκουεϊ (που μάλιστα προτάθηκε για το Οσκαρ β’ γυναικείου ρόλου) αλλά και η Μέριλ Στριπ που παίζει την ομοφυλόφιλη πρώην σύζυγο του κεντρικού ήρωα. Η ταινία διεκδίκησε επίσης το Οσκαρ σεναρίου γραμμένου κατευθείαν για την οθόνη (γραμμένο από τον ίδιο τον Αλεν βέβαια σε συνεργασία με τον συνεργάτη του εκείνη την εποχή Μάρσαλ Μπρίκμαν).
«Old Boy» (Νότια Κορέα, 2004) του Παρκ Τσαν Γουκ. Αποφασισμένος να μάθει τους λόγους για τους οποίους κάποιος τον φυλάκισε σε ένα δωμάτιο επί 15 ολόκληρα χρόνια, ένας άντρας (Τσόι Μιν Σικ) θα περάσει έναν εφιαλτικό Γολγοθά, καθώς το πείσμα του είναι τόσο δυνατό που δεν θα το βάλει σε καμία περίπτωση κάτω. Βασισμένη αμυδρά σε ένα γιαπωνέζικο κόμικ, η κορεατική απάντηση στο «Kill Bill» του Κουέντιν Ταραντίνο είναι ένας θρίαμβος του στυλιζαρίσματος αλλά και μια οπερατική μελέτη της βίας που απαιτεί γερά νεύρα και στομάχια με αντοχές από μάτια μη συνηθισμένα. Αποτελεί το δεύτερο μέρος της διάσημης πλέον Τριλογίας της Εκδίκησης του Παρκ Τσαν Γουκ (προηγείται το «Sympathy for Mr Vengeance», 2002, και ακολουθεί το «Lady Vengeance», 2005) και μετά τη βράβευσή της στο Φεστιβάλ των Καννών (με πρόεδρο της επιτροπής τον Κ. Ταραντίνο) έγινε από μόνη της ένα κεφάλαιο της ιστορίας του νοτιοκορεατικού κινηματογράφου· κυριολεκτικά σημείο αναφοράς όπως τα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουνγκ Χο. Σήμερα συστήνεται εκ νέου στο ελληνικό κοινό σε νέα 4Κ αποκατεστημένη κόπια και αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η νέα διανομή της σε αυτή τη μορφή υπήρξε άκρως επιτυχημένη στις αίθουσες των ΗΠΑ με έσοδα που ξεπέρασαν τα 1,2 εκατ. δολάρια.
Για το παιδί
Προβάλλεται επίσης η ευρωπαϊκή ταινία κινουμένων σχεδίων «Οι αχώριστοι» (The Inseparables, Γαλλία / Ισπανία / Βέλγιο, 2023) του Ζερεμί Ντεγκρουσόν, που ακολουθεί τις περιπέτειες μιας μαριονέτας με ανεξάντλητη φαντασία που το έχει σκάσει από το κουκλοθέατρο, και του DJ Doggie Dog, ενός παρατημένου λούτρινου που έχει ανάγκη από έναν φίλο. Συναντιούνται στο Σέντραλ Παρκ και ενώνουν τις δυνάμεις τους για μια επική περιπέτεια φιλίας στη Νέα Υόρκη. Από τους δημιουργούς και σεναριογράφους του «Toy Story» και από το στούντιο που δημιούργησε τις παιδικές ταινίες «Ο γιος του μεγαλοπατούσα», «Το σκυλάκι της βασίλισσας», «Ο μικρός πρίγκιπας».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις