Γκρέτα Γκάρμπο: «Είμαι ένα αγέννητο παιδί»
Το πιο παράξενο σ' όλη της την προσωπικότητα είναι ότι μιλά για τον εαυτό της σαν να ήταν άντρας
Στις 18 Σεπτεμβρίου η Γκρέτα Γκάρμπο, με τον τρόπο της, θα εορτάση την 65η της επέτειο. Πέρυσι γιόρτασε τα γενέθλιά της σ’ ένα μακρινό χωριό των ελβετικών Άλπεων, όπου συνήθως περνά τα φθινόπωρά της. Δείπνησε με λίγους στενούς φίλους, ήπιε λίγη σαμπάνια και, κατά το συνήθειό της, γύρισε σπίτι της να πλαγιάση στις 9.30.
Το πρωί σηκώνεται νωρίς. Αν εξαιρέση κανείς το ότι καπνίζει πολύ, προσέχει πάρα πολύ τον εαυτό της. Σήμερα, κάπου 30 χρόνια από τότε που παραιτήθηκε από Πρώτη Κυρία του Κινηματογράφου, εξακολουθεί ν’ ακτινοβολή. Βέβαια, λεπτές γραμμές άρχισαν να σχηματίζωνται γύρω από το στόμα και τα υπέροχα γαλανά της μάτια. Αλλά η λάμψη των μαλλιών της, η φρεσκάδα του δέρματός της, η γοητεία της μορφής της, η σφριγηλότητα του βαδίσματός της και το γοητευτικό «τίμπρο» (σ.σ. χροιά, ηχόχρωμα) της φωνής της, όλα αυτά δίνουν την εντύπωση γυναίκας που μόλις έχει περάσει τα 50. «Είναι απίστευτα όμορφη», είπε γι’ αυτήν πρόσφατα ο συγγραφεύς Ίρβιν Σω, ύστερα από ένα γεύμα μαζί της. Έτσι μιλούσαν γι’ αυτήν και πριν 40 χρόνια. Η ομορφιά της είναι τόσο «εκτός χρόνου» όσο και ο μύθος της.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 2.9.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Το μύθο αυτόν η ίδια δεν κάνει τίποτε για να τον τροφοδοτήση. Μόνοι τους οι φωτορεπόρτερς ελλοχεύουν παντού όπου υπάρχει κάποια πιθανότητα να περάση, μόνες τους οι αμερικανικές κι’ οι ευρωπαϊκές εφημερίδες ενημερώνουν το κοινό τους για την παραμικρή λεπτομέρεια από τη ζωή της που κατορθώνουν να πληροφορηθούν. Από τότε που άφησε την οθόνη, το 1941, οι πάντες προσπαθούν να την πείσουν να ξαναγυρίση. Εκείνη όμως «κάνει τον κουφό». Είπαν, κατά καιρούς, ότι θα υποδυόταν τη Μαντάμ Μποβαρύ, τη Σάρα Μπερνάρ, την Ντούζε, τη Γεωργία Σάνδη, ακόμη και τον… Άγιο Φραγκίσκο της Ασσίζης. Και το 1949 πράγματι υπέγραψε ένα συμβόλαιο με τον Ουώλτερ Ουάνγκερ για μια ταινία πάνω στη «Δούκισσα του Λανζαί» του Μπαλζάκ, με συμπρωταγωνιστή τον Τζαίημς Μαίησον. Το σχέδιο όμως ναυάγησε για λόγους οικονομικούς.
Τα τελευταία χρόνια —ιδίως κατά τη δεκαετία του ’60— ο μύθος της άνθισε ακόμη περισσότερο. Η νεολαία ιδίως, που δεν την «έζησε», είναι εκείνη που συρρέει κατά εκπληκτικούς αριθμούς στα απειράριθμα φεστιβάλ ταινιών της που διοργανώνονται σ’ όλο τον κόσμο. Στην Ιταλία, όταν η τηλεόραση, επί πέντε Κυριακές, παρουσίασε μια σειρά ταινιών της, οι κινηματογράφοι —συνήθως κατάμεστοι την ημέρα εκείνη— άδειασαν. Και το 1968, όταν το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης ωργάνωσε μια μεγαλειώδη «αναδρομική» όλης της κινηματογραφικής της σταδιοδρομίας —αρχίζοντας με το «ντεμπούτο» της, ένα διαφημιστικό σορτ του 1921—, τα 12.000 εισιτήρια έγιναν ανάρπαστα μέσα σε 4 ημέρας μετά την αναγγελία της εκδηλώσεως. Αλλά και οι νεώτεροι κινηματογραφικοί κριτικοί εκστασιάζονται το ίδιο γι’ αυτήν. Ας ακούσουμε το πώς εκφράσθηκε ένας απ’ αυτούς: «Η Γκάρμπο ήταν κάτι που ο άρρην του ανθρωπίνου είδους δεν έλπιζε ποτέ να συναντήση σ’ αυτόν τον κόσμο. Όταν όμως το συναντούσε, από τα βάθη των σπλάγχνων του καταλάβαινε ότι ποτέ δεν θα ήταν ολοκληρωμένος αν δεν κατείχε το πλάσμα αυτό».
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 2.9.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Στη Νέα Υόρκη, όπου μένει συνήθως η πάμπλουτη αυτή γυναίκα από τότε που, σε ηλικία 36 ετών, εγκατέλειψε τον κινηματογράφο, έχει έναν πολύ μικρό κύκλο φίλων — αν και μπορεί να περάσουν και 3 ή 4 μέρες δίχως να ιδή ψυχή. Ο κύκλος περιλαμβάνει την Τζαίην Γκάνθερ, χήρα του συγγραφέως, τη θεατρική παραγωγό Αϊρήν Σέλζνικ, τον συνθέτη Γκόνταρντ Λήμπερσον και τη σύζυγό του, τέως χορεύτρια, Βέρα Ζορίνα. Αλλά η μονιμώτερη απ’ όλες τις φιλίες που συνήψε κατά την απομόνωσή της ήταν εκείνη με τον ρωσικής καταγωγής επιχειρηματία Τζωρτζ Σλέε, που διηύθυνε τον οίκο ραπτικής τής εξαιρετικά προικισμένης συζύγου του, της Βαλεντίνα. Γνωρίστηκαν περί τα μέσα της δεκαετίας του ’40, όταν ο διαιτολόγος Γκαίυλορντ Χάουζερ (ο οποίος κάποτε έτρεφε το απίθανο όνειρο ότι θα γινόταν σύζυγος της Γκρέτα) ωδήγησε τη «σταρ» στο σαλόνι της κ. Σλέε για να αγοράση μερικά ρούχα.
Ο Σλέε την ερωτεύθηκε τρελλά και εξηγήθηκε αμέσως με τη γυναίκα του. «Την αγαπώ, αλλ’ είμαι βεβαιότατος ότι δεν θα θέλη να παντρευτούμε. Κι’ εσύ κι’ εγώ έχομε τόσα πολλά κοινά». Λέγεται ότι κατ’ ιδίαν, η Βαλεντίνα, σαν Ρωσίδα, σκέφτηκε να μπη σε μοναστήρι. Για τον κόσμο, όμως, το δέχθηκε ατάραχα. Έτσι, η Γκάρμπο αγόρασε ένα διαμέρισμα στο ίδιο κτίριο όπου έμεναν οι Σλέε. Ο Σλέε στις πρεμιέρες εμφανιζόταν πότε με την Γκρέτα και πότε με τη Βαλεντίνα. Κάποτε το «τρίο» περνούσε μαζί Σαββατοκύριακα σε σπίτια φίλων, αν και τις περισσότερες φορές η Γκάρμπο και ο Σλέε έφθαναν μόνοι. Κάποτε, όταν ο Σλέε ήταν στο νοσοκομείο, η Γκάρμπο έμενε κοντά του το απόγευμα (η Βαλεντίνα ήταν απασχολημένη στη δουλειά της) και η σύζυγός του ερχόταν για τη βραδυνή βάρδια.
Η Βαλεντίνα εξακολουθούσε να φτιάχνη πολλά από τα ρούχα της Γκρέτα. Κάποτε οι δύο γυναίκες και ο Σλέε έφθασαν σ’ ένα πάρτυ φορώντας ίδιες τουαλέττες που είχε σχεδιάσει η Βαλεντίνα. Η τελευταία, εξωτερικά, μοιάζει αρκετά με την Γκρέτα. Κι’ οι δυο είχαν χτενίσει κατά τον ίδιο τρόπο, πίσω, τα μαλλιά τους και φορούσαν το ίδιο μαίηκ-απ. Τα καλοκαίρια, κατά κανόνα, οι Σλέε και η Γκάρμπο τα περνούσαν στο Καπ ντ’ Άιγ (Ριβιέρα), στην έπαυλη των Σλέε «Ο Βράχος». Ήταν η εποχή των θαλασσίων εκδρομών με τις θαλαμηγούς του κ. Ωνάση, στις οποίες έλαβε μέρος και αυτός ακόμη ο Τσώρτσιλ. Φαίνεται ότι ο Σλέε ζήλευε την Γκρέτα «σαν τον διάβολο». Εξ ίσου όμως πιθανό είναι και το ότι ασκούσε πάνω της μιαν ακαταμάχητη γοητεία.
Αρχές Οκτωβρίου του ’64 η Γκάρμπο και ο Σλέε έφθασαν στο Παρίσι από τη Ριβιέρα και πήραν γειτονικά δωμάτια στο ξενοδοχείο «Κριγιόν». Την επομένη ο Σλέε πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή. Η Γκάρμπο εξαφανίσθηκε σ’ ένα φιλικό σπίτι. Στο προσκήνιο εμφανίσθηκε η σύζυγος. Έβαλε τη σορό του ανδρός της σ’ ένα αεροπλάνο και φυσικά, σταματώντας την προσποίηση, απαγόρευσε στην Γκάρμπο να πλησιάση. Μετά την κηδεία, στη Νέα Υόρκη, έφερε και έναν ελληνορθόδοξο παπά για να εξορκίση την παρουσία της Γκάρμπο από το διαμέρισμά τους. Σήμερα οι δύο γυναίκες εξακολουθούν να μένουν στο ίδιο κτίριο, αλλά λαμβάνουν μεγάλες προφυλάξεις για να μη συναντηθούν. Για να ξεχάση, το καλοκαίρι μετά το θάνατο του Σλέε, η Γκρέτα έκαμε μια κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά, μαζί με τον Βρετανό φωτογράφο Σέσιλ Μπήτον και τη μεγάλη φίλη της βαρώνη ντε Ρότσιλντ, στη θαλαμηγό της τελευταίας. Η βαρώνη είναι από τους ελαχίστους εκλεκτούς που την επισκέπτονται στο διαμέρισμά της και έχουν τον αριθμό του τηλεφώνου της. (Αν και συνηθέστατα, όταν σηκώνη το ακουστικό, προσποιείται την καμαριέρα!)
Τα φθινόπωρά της η Γκρέτα τα περνά στο Κλόστερς της Ελβετίας. Την εποχή εκείνη το χωριουδάκι είναι έρημο από σκιέρ. Εκεί μένει μια από τις στενώτερες φίλες της, η πολωνικής καταγωγής ηθοποιός και συγγραφεύς κ. Σάλκα Φήρτελ, μαζί με τον γιο της Πήτερ, επίσης συγγραφέα, και τη νύφη της, που δεν είναι άλλη από την Ντέμπορα Κερ. Στη μικρή τους παρέα είναι και δύο συγγραφείς, ο Γκορ Βιντάλ και ο Ίρβιν Σω, για τον οποίον έγινε ήδη λόγος. Η Γκρέτα Γκάρμπο, όμως, εξακολουθεί να ζη, τις περισσότερες φορές, σαν ερημίτισσα. Όλο το πρωί, συνήθως, κάνει ατέλειωτους περιπάτους στα μονοπάτια του βουνού — κυρίως για άσκηση μάλλον παρά από φυσιολατρία. Αν και η υγεία της είναι θαυμασία, ωστόσο όσοι την πλησιάζουν μιλούν για την «απίθανη υποχονδρία» της: ποτέ δεν κουράζεται να κουβεντιάζη, με παιδιάστικη ειλικρίνεια, για τις αρρώστιές της — πραγματικές ή φανταστικές. Ιδίως μετά το 1962, οπότε για ένα διάστημα νοσηλεύθηκε για αρθρίτιδα στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.
Στις συντροφιές δεν μιλά παρά για τον εαυτό της, δίχως όμως να λέη απολύτως τίποτε το ουσιαστικό γι’ αυτόν: πώς βρήκε ένα ζευγάρι παπούτσια πεζοπορίας που της άρεσαν, τι περίπατο θα κάμη την επομένη κ.τ.λ.
Όταν φθάνουν στο Κλόστερς οι πρώτοι σκιέρ, η Γκρέτα φεύγει πίσω στη Νέα Υόρκη. Κι’ εκεί συνεχίζει τη μονήρη ζωή της: τα καταφέρνει ως προς το νοικοκυριό μόνη της, αν και δύο φορές την εβδομάδα το διαμέρισμά της (η μόνη του πολυτέλεια είναι ένας Ρενουάρ και ένας Μοντιλιάνι) το επισκέπτεται μια καθαρίστρια. Στις συγκεντρώσεις όπου είναι καλεσμένη, και όπου έρχεται και φεύγει το ίδιο ξαφνικά, μιλά και εδώ για θέματα αδιάφορα. Ποτέ για την κινηματογραφική της σταδιοδρομία ή, έστω, και για οτιδήποτε έχει σχέση με τον κινηματογράφο. «Σαν να μη συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο», παρατηρούσε κάποτε ένας φίλος της.
Μερικά παράδοξα από τη ζωή της: σύντροφος των ταξιδιών της τη βρήκε κάποτε να κάθεται στο δάπεδο του δωματίου της, σ’ ένα ξενοδοχείο, τυλιγμένη ολόκληρη μέσα σε κουβέρτες. Όταν τη ρώτησε τι έκανε, του αποκρίθηκε: «Είμαι ένα αγέννητο παιδί». Άλλοτε άφησε κατάπληκτο ένα φίλο της, δηλώνοντάς του με τον πιο απροσδόκητο τρόπο: «Είχα έναν τρομερό καβγά με τον Θεό, σήμερα το πρωί». Και να σημειωθή ότι ποτέ της δεν έδειξε τάσεις θρησκευτικότητος. Επίσης, η πολιτική, οι ιδεολογίες, το πού τραβά ο κόσμος, ελάχιστα την ενδιαφέρουν. Το 1951 πήρε την αμερικανική υπηκοότητα — αλλά φαίνεται ότι δεν ψήφισε ποτέ. Ούτε εξ άλλου έδειξε ποτέ κανένα ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία.
Το πιο παράξενο σ’ όλη της την προσωπικότητα είναι ότι μιλά για τον εαυτό της σαν να ήταν άντρας. Σε έναν οικοδεσπότη που τη φιλοξενούσε, δήλωσε κάποτε: «Είμαι ένας ολομόναχος άντρας (άνθρωπος) που τριγυρνά πάνω στη Γη». «Τι εννοείς;» τη ρώτησε ο οικοδεσπότης. Εκείνη ρούφηξε λίγη βότκα και αποκρίθηκε: «Κάποια μέρα… Θα σου πω…» Κι’ άλλαξε θέμα συζητήσεως.
Ο εσωτερικός κόσμος της Γκρέτα Γκάρμπο στα 65 της χρόνια είναι τόσο κλειστός όσο ήταν και στα 25 της…
*Άρθρο που αφορούσε τη διάσημη ηθοποιό Γκρέτα Γκάρμπο, υπέρλαμπρο αστέρι του κινηματογράφου κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου (δεκαετίες του 1920 και του 1930). Έφερε τον τίτλο «Η Γκρέτα Γκάρμπο στα 65 – Κλεισμένη στον ερμητικό και μυστηριώδη κόσμο της» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 2 Σεπτεμβρίου 1970.
Η σουηδικής καταγωγής Γκάρμπο (είχε και αμερικανική υπηκοότητα) γεννήθηκε στη Στοκχόλμη στις 18 Σεπτεμβρίου 1905 και απεβίωσε στη Νέα Υόρκη στις 15 Απριλίου 1990.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις