Εργοστάσια ζωής
Για τη γενετική μηχανική και το γονιδιωματικό κεφάλαιο
Εδώ και δεκαετίες οι εξελίξεις σε σχέση με τη βιοτεχνολογία και κυρίως οτιδήποτε έχει να κάνει με την παρέμβαση στο γονιδίωμα έχουν αποτελέσει αφορμή τόσο για μεγάλες προσδοκίες όσο και για μεγάλες βιοηθικές συζητήσεις. Ωστόσο, δεν δίνουμε όση σημασία πρέπει στην πολιτική οικονομία αυτών των εξελίξεων και άρα στον κοινωνικό καθορισμό διεργασιών που θα ήταν λάθος να τις θεωρήσουμε αμιγώς επιστημονικές και τεχνικές. Τουναντίον, έχουμε να κάνουμε με ένα κατεξοχήν παράδειγμα του μη ουδέτερου χαρακτήρα της επιστήμης και της τεχνικής.
Με αυτά ακριβώς τα ερωτήματα ασχολείται το βιβλίο της Έρικα Μποργκ και του Αμεντέο Πολικάντε, Mutant Ecologies. Manufacturing Life in the Age of Genomic Capital (Μεταλλαγμένες οικολογίες. Παράγοντας τη ζωή στην εποχή του γονιδιωματικού κεφαλαίου), που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Pluto. Οι δύο συγγραφείς χρησιμοποιούν την έννοια της «πραγματικής υπαγωγής», που εισήγαγε ο Μαρξ για να περιγράψει πώς οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής από ένα σημείο και μετά μετασχηματίζουν τις παραγωγικές διαδικασίες. Υποστηρίζουν έτσι ότι πλέον το κεφάλαιο έχει διασχίσει το «γενετικό κατώφλι» και δεν μετασχηματίζει απλώς την εργασιακή διαδικασία και το περιβάλλον, αλλά αναπτύσσει τεχνητές μορφές ζωής με σκοπό να ενισχύσουν, επιταχύνουν και επεκτείνουν τη διαδικασία αξιοποίησης. Το αποτέλεσμα είναι ο επανασχεδιασμός των μεταβολικών διαδικασιών πλήθους ζωντανών οργανισμών για να ενισχυθεί η βιομηχανική παραγωγή.
Ενώ η μοριακή βιολογία αποκαλύπτει μια μη εύκολα αναγώγιμη περιπλοκότητα, η γενετική μηχανική θεωρεί ότι μπορεί να την τιθασεύσει.
Η δυναμική αυτή αναδεικνύει την ανεπίλυτη ένταση που διαπερνά τη σύγχρονη μοριακή βιολογία. Από τη μια, υπάρχει η ολοένα και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση ότι ακόμη και οι απλούστεροι οργανισμοί παραμένουν εξαιρετικά σύνθετοι για να μπορούμε να πούμε ότι κατανοούμε πλήρως πώς λειτουργούν στο μοριακό επίπεδο. Από την άλλη, ο τρόπος που εξελίσσεται μια προσανατολισμένη προς την αγορά βιοτεχνολογία επιδιώκει να τροποποιήσει αυτούς τους οργανισμούς με σκοπό να τους κάνει πιο προβλέψιμους και άρα βιομηχανικά αξιοποιήσιμους. Ουσιαστικά, την ώρα που η μοριακή βιολογία αποκαλύπτει μια μη εύκολα αναγώγιμη περιπλοκότητα, η γενετική μηχανική θεωρεί ότι μπορεί να την τιθασεύσει.
Το βιβλίο προσφέρει μια συναρπαστική αφήγηση του πώς η εγκατάλειψη των αρχικών επιφυλάξεων ως προς τις παρεμβάσεις στο γονιδίωμα οδήγησε σε μια ολόκληρη βιομηχανία που ξεκίνησε με την κατοχύρωση των ευρεσιτεχνιών σε οργανισμούς με ανασυνδυασμένο γονιδίωμα αλλά και ακόμη και σε συγκεκριμένα γονίδια ανοίγοντας το δρόμο για την κατοχύρωση νέων μορφών προσόδου. Ταυτόχρονα, δείχνει πώς εάν στον 20ο αιώνα υπήρξε η μεγάλη τομή της γενετικής μηχανικής (genetic engineering) σήμερα έχουμε μπροστά μας την αναδυόμενη επανάσταση της γονιδιακής επεξεργασίας (genome editing) που συνεπάγεται τη διαμόρφωση πραγματικών γονιδιακών γραμμών συναρμολόγησης. Η μαζική παραγωγή γενετικά τροποποιημένων φυτών και ζωικών οργανισμών διαμορφώνει επί της ουσίας μια γενετική παραγωγή μέσων παραγωγής, με αποκορύφωμα τα σχέδια ακόμη και για την «επαναφορά» ειδών που σήμερα θεωρούνται εξαφανισμένα.
Για τους Μποργκ και Πολικάντε η γενετική μηχανική προσέφερε στη φαρμακευτική βιομηχανία μια επανάσταση σε ένα βασικό μέσο παραγωγής της, δηλαδή τα πειραματόζωα, καθώς επέτρεψαν την παραγωγή «ανθρωποποιημένων» ποντικιών για τη χρήση σε πειράματα αλλά και τη υπόσχεση της μαζικής μετατροπής ζωντανών οργανισμών σε πεδία παραγωγής σκευασμάτων, με αποκορύφωμα την προσπάθεια που γίνεται για μαζική παραγωγή μοσχευμάτων για ξενομεταμοσχεύσεις από γενετικά τροποποιημένα ζώα.
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στο ερώτημα της εφαρμογής τεχνικών γενετικής μηχανικής και γονιδιωματικής επεξεργασίας στους ανθρώπους. Αυτό αφορά τόσο την αναζήτηση γονιδιακών θεραπειών όσο και τα ανοιχτά ερωτήματα για τις παρεμβάσεις στο ανθρώπινο γονιδίωμα. Ιδιαίτερα στέκονται σε αυτό που μπορεί να οριστεί ως μια «φιλελεύθερη ευγονική», δηλαδή την προσπάθεια να νομιμοποιηθεί η λογική μιας αγοράς, ενός «σούπερ μάρκετ» κατά την έκφραση του Ρόμπερτ Νόζικ, γενετικών τροποποιήσεων, που θα αποκέντρωνε τις αποφάσεις και θα απέφευγε τις αρνητικές συνδηλώσεις μιας κρατικά ενορχηστρωμένης ευγονικής: ο καταναλωτής αναλαμβάνει την ατομική ευθύνη να επιλέξει τις γενετικές παρεμβάσεις που επιθυμεί, αλλά και επενδύσει στο «ανθρώπινό του κεφάλαιο» συμπεριλαμβανομένης και της βιολογικής του υπόστασης. Βεβαίως, όπως επισημαίνουν, αυτή η «αγοραία ευγονική» δείχνει και πόσο έχουμε σταματήσει να πιστεύουμε στη δυνατότητα της κοινωνικής συνεργασίας και της δράσης για την αλλαγή του κόσμου. Μας φαίνεται ευκολότερο να διαμορφώσουμε όρους για τη βελτίωση ορισμένων ατόμων μέσα από πρακτικές γενετικής μηχανικής, παρά να εξετάσουμε πώς μπορεί να εξασφαλιστεί η παροχής πλήρους ιατροφαρμακευτικής κάλυψης, επαρκούς διατροφής, πλήρους πρόσβασης στην εκπαίδευση και αξιοπρεπούς εργασίας σε όλους. Ουσιαστικά, αντί να προσαρμόζουμε τις κοινωνικές συνθήκες και τους όρους διαβίωσης, στις απαιτήσεις των ανθρώπινων και μη ανθρώπινων οικολογιών, ελπίζουμε ότι μέσα από μια ακολουθία από γενετικές παρεμβάσεις και γονιδιωματικές επεξεργασίες θα προσαρμόσουμε αυτές τις οικολογίες στο ολοένα και πιο αφιλόξενο περιβάλλον που διαμορφώνει το σημερινό μοντέλο καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης.
Η δημοκρατία στη βιόσφαιρα
Η ένταση ανάμεσα στην περιπλοκότητα των ζωντανών οργανισμών και τον πειρασμό της γενετικής χειραγώγησης οδηγεί τους δύο συγγραφείς να υποστηρίξουν τίθεται ζήτημα δημοκρατίας. Οι αποφάσεις για αυτά τα ζητήματα δεν μπορούν και δεν πρέπει να ληφθούν μόνο σε επίπεδο επιχειρήσεων, επιστημόνων και τεχνοκρατών. Απαιτείται μια δημοκρατική συζήτηση που θα συνεξετάζει οικονομικές δομές, πολιτιστικές δυναμικές, κοινωνικούς αγώνες και οικολογικές προκλήσεις και δεν θα διστάζει να «τραβήξει το φρένο» στην χωρίς όρους ανάπτυξη συγκεκριμένων βιοτεχνολογιών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις