Όταν μια βρύση λυρισμού στερεύει αφού άρδευσε επί σαράντα χρόνια την εθνική καλλιέργεια, όταν ένας στοχασμός, που είταν αδιάκοπα στραμμένος προς τα προβλήματα του εθνικού συνόλου, αφανίζεται, δεν είναι η στιγμή για την έκφραση υποκειμενικών διαθέσεων και προσωπικών συναισθημάτων. Μα αν, βέβαια, η αντικειμενική τοποθέτηση απαιτεί την ψύχραιμη θεώρηση των φαινομένων και τον συντελεστή του χρόνου, στοιχεία που μας λείπουν αυτήν την ώρα, προσφέρεται ενδιάμεσα ένας χώρος στον οποίο ίσως προσήκει να σταθούμε σήμερα: ίσως, στηριγμένοι σε ό,τι μας είναι γνωστό από την όλη δημιουργία του Σεφέρη, από την ακτινοβολία της, από τις αντίστοιχες εμπειρίες μας στον κόσμο της ελληνικής παιδείας, να μπορέσουμε να προεικονίσουμε με κάποιο τρόπο την θέση που του ταιριάζει μέσα στα γράμματά μας· τα γράμματα της εποχής μας, ειδικά, και γενικά την πνευματική μας διαχρονία. Έτσι, στην σύντομη αυτήν αναδρομή, θα ιδούμε διαδοχικά τι ιδιότυπο προσέφερε ο Σεφέρης στην ποίηση, τι έδωσε στην πεζογραφία, η οποία εστάθηκε πάντοτε γι’ αυτόν, με αποκλειστικότητα, ως είδος λόγου, στοχαστική, θα αναχθούμε ακόμη στην ακτινοβολία του ανάμεσα στους νεωτέρους του, για να καταλήξουμε σε μιαν απόπειρα χαρακτηρισμού του ως προς την πορεία της ελληνικής λογοτεχνίας.

Ένα επίθετο εχρησιμοποίησα ως τώρα, εδώ, γι’ αυτόν, σχετικά με τον πεζό του λόγο: «στοχαστικός»· νομίζω ότι, όπως και να το πάρει κανείς, είτε ως τρόπο για συστηματική κατάταξη είτε ως προσδιορισμό για ποιότητα, το επίθετο τούτο είναι εκείνο που προσιδιάζει με την μεγαλύτερη ασφάλεια στο σύνολο λογοτεχνικό έργο του, ποίηση όσο και πρόζα: όσο κι’ αν νιώθουμε την λύρα του να υπακούει αδιάκοπα σε μια πλούσια συναισθηματική ζωή, σπάνιο πολύ είναι την ζωή αυτήν να μην την συνοδεύει, κάποτε σαν υποδομή κάποτε σαν επιστέγασμα, ο στοχασμός. Άλλωστε, κάθε φορά που ξαναβρίσκουμε μέσα στην ποιητική του εκδήλωση εκείνην την ακμαία αίσθηση των συμβόλων, η οποία είναι μία από τις σταθερές του, οφείλουμε και πάλι να μιλούμε για παρουσία του στοχασμού.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.9.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Κι’ ακόμη, για την ποίησή του πάντα, και μένοντας στα καίρια, θα είχε κανείς δύο παρατηρήσεις να διατυπώση, την μία αναφορικά με τα θέματα που τον εμπνέουν και την άλλη αναφορικά με την μορφή την οποία δίνει στην επεξεργασία των θεμάτων αυτών· ωστόσο, και στο τελευταίο τούτο θα βρεθούμε πολύ κοντά στην πεζογραφία του ποιητή, προς την οποία έτσι θα περάσουμε, ακολουθώντας μιαν επιταγή την οποία μας δίνει αυτή η ίδια η ύλη που εξετάζουμε. Πραγματικά, είναι σπάνιο στην ιστορία των γραμμάτων, όποιων γραμμάτων, πέρα από κάθε τόπο και από κάθε χρόνο, να απαντήσει κανείς πρόζα τόσο ζυμωμένη με ποίηση και συνάμα ποίηση που σε τέτοιο βαθμό να έχει συγκρατήσει και καταξιώσει τα συστατικά της πρόζας, όσο στο έργο του Σεφέρη. Στην όλη δημιουργία του Σεφέρη φαίνεται να χάνονται οι διακρίσεις τις οποίες δεχόμαστε πολλοί από εμάς πρόθυμα, εγώ τουλάχιστον, ανάμεσα στην πορεία του λυρικού λόγου και την πορεία του πεζού.

Στα θέματα, στην έμπνευση του Σεφέρη, νιώθει κανείς αδιάκοπα μια θερμή ανθρώπινη παρουσία. Δεν την θηρεύει ο ποιητής· μάλλον θα έλεγα ότι η θυμόσοφή του διάθεση, στα παλαιότερα ιδίως χρόνια, και η κλασικότροπη ροπή του, ιδίως στα μεταγενέστερα, του υπαγορεύουν έναν συγκρατημό, μιαν αιδημοσύνη, που παραμερίζουν διακριτικά το συναίσθημα, φέρνοντας στο πρώτο επίπεδο στοιχεία πιο απρόσωπα, διανοητικά. Έντονα, δηλαδή, λυρικός, υποκειμενικός, στην αφετηρία του, τρέπει τον λόγο του προς τα σταθμητά και τα αντικειμενικά, μόλις κυριαρχήσει επάνω στην αρχική του έμπνευση. Είτε μία γυναίκα, είτε μία αίσθηση δοσμένη από τον φυσικό ή τον καλλιτεχνικό κόσμο, είτε μια αφαίρεση που θερμαίνει την ψυχική του ζωή μπορούμε εδώ να θυμηθούμε την Ελλάδα ή την Κύπρο όποια κι’ αν εστάθηκε η αρχική εμπειρία που επροκάλεσε την έμπνευση, γλήγορα θα την καλύψει ο ποιητής μέσα σε ένα ντύμα εικόνων, συμβόλων, στοχασμών· τους τελευταίους αυτούς, κάποτε τους διατυπώνει, και άλλοτε, συχνότερα, τους εισάγει με έναν υπαινιγμό, που ενίοτε δυσκολεύει τον βιαστικόν αναγνώστη, αλλά που δεν είναι ερμητικός, γιατί προέρχεται από καθαρά λογική επεξεργασία της ποιητικής ύλης. Σε τούτο, άλλωστε, όπως θα σημειώσω συνεχίζοντας, ξεχωρίζει από τους περισσότερους ποιητές όσοι τον ακολουθούν, ότι αυτοί δεν προάγονται σε λογική επεξεργασία. Από εκεί και πέρα ό,τι άλλο θα είχε κανείς να πει, πλούτος και ποιότητα του λεξιλογίου, λιτότητα στην έκφραση, ευγένεια, πρωτοτυπία ή χάρη των εικόνων, φαντασία συνδυαστική, είναι από τα συστατικά που όταν, καθώς εδώ, υπάρχει ποίηση, την πλουτίζουν, μα όπου δεν υπάρχει δεν αρκούν για να την αναπληρώσουν.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.9.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Όσο για την πρόζα του, θα έλεγα ότι αυτό το χαρακτηριστικό που είναι για μένα στην υφή μέσα του πεζού λόγου, η δίσημη πορεία από την ανάλυση στην σύνθεση και από την σύνθεση στην ανάλυση, από την θεωρία στην εμπειρία και από την εμπειρία στην θεωρία, αυτό που ξεχωρίζει γενικά την πεζογραφία από την ποίηση, η οποία είναι στην ουσία της μονοπυρηνική, δεν υπάρχει στον Σεφέρη: η πρόζα του έχει εξ ίσου βαθιές και εξ ίσου αποκλειστικά προσωπικές, υποκειμενικές, ρίζες, εξ ίσου ενιαίο ξετύλιγμα, όσο και η ποίησή του. Είτε για τον Ερωτόκριτο μιλήσει, είτε για τον Μακρυγιάννη, είτε για τον Πεντζίκη, ο λόγος του προέρχεται από μιαν εσωτερική αναγκαιότητα, από ένα βίωμα ατομικό, και παρέχεται με την πηγαία άνεση και την ομοιόμορφη ρευστότητα του ποιητικού λόγου. Αλλά και πέρα ακόμη από την γένεση και στων συμβόλων και των λέξεων την εκλογή, και στον χειρισμό της γλώσσας, νιώθει κανείς κοινή την προέλευση, στον Σεφέρη, του ποιητικού και του πεζού λόγου. Απέφυγα ως εδώ τις συγκρίσεις, προκειμένου να ευρύνω, τελειώνοντας, το πεδίο των αναζητήσεών μας· θα πω όμως εδώ ότι για να νιώσει κανείς αυτήν την ομοιογένεια του Σεφέρη, δεν έχει παρά να συγκρίνει με τις δύο διαφορετικές υφές του λόγου στον Παλαμά, του λυρικού και του πεζού.

Έτσι, η καίρια διάκριση την οποία θα εσημείωνα ανάμεσα στις δύο μορφές της λογοτεχνικής δημιουργίας του Σεφέρη ανάγεται πολύ περισσότερο στους δέκτες της παρά στον πομπό της: για πολλούς λόγους, που είναι οπωσδήποτε γνωστοί, η λογοτεχνία μας εξακολουθεί να βρίσκεται στο στάδιο του λυρισμού· εκεί εδοκιμάσθηκε με καθολικότερην επιτυχία και εκεί είναι περισσότερο παρασκευασμένη για ενέργεια. Η ποίηση του Σεφέρη, αυθεντική, επιβλητική, κυριαρχική, ανταποκρινόμενη και στην υφή της και στην μορφή της με ό,τι μπορούσε να επιζητήσει μια σύγχρονη, μοντέρνα, ας πούμε, ποιητική γενιά, εβρήκε μια τεράστια ανταπόκριση στον κόσμο της νέας μας λογοτεχνίας· ανταπόκριση που είναι χωρίς προηγούμενο στα νέα ελληνικά γράμματα: αναρίθμητοι είναι εκείνοι που την ακολουθούν, μέτριοι, καλοί και κακοί, χωρίς, άλλωστε, να υπάρχει κανένα αντίβαρο στην έλξη αυτήν. Το διαπιστώνω χρονογραφικά, στατιστικά, χωρίς διάθεση επαίνου ή ψόγου. Ίσως με κάποιαν ανησυχία, τώρα που έλειψε η φωνή που ξαναέδινε κάθε τόσο τον σωστό και γνήσιο τόνο.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.9.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Οι παρατηρήσεις αυτές, μαζί με κάποιες προεκτάσεις προς τον χώρο όπου θα μπορούσαν να είχαν υπάρξει επιδράσεις του Σεφέρη, και που λείπουν σχεδόν εντελώς, εννοώ την στοχαστική πεζογραφία, βοηθούν για να τον τοποθετήσουμε, ενδεικτικά τουλάχιστον, μέσα στην γραμμή την οποία διαγράφει η ιστορία της παιδείας μας. Ποίηση, ναι, αλλά και στοχασμός μαζί, είναι το εξιδιασμένο γνώρισμα του νέου ελληνικού λυρισμού. Είτε την μία σειρά ακολουθήσει κανείς, είτε την άλλη, είτε Σολωμό, Βαλαωρίτη, Παλαμά, Καβάφη, Σικελιανό, είτε Αλέξανδρο Σούτσο, Αχιλλέα Παράσχο, Παναγιώτη Συνοδινό, στην Ελλάδα ο λυρικός, ως προς την επικρατούσα έκφρασή του, δεν κλείνεται σε γυάλινο πύργο: έχει συνείδηση της ευθύνης του, ξέρει ότι μετέχει στα κοινά, και ότι η φωνή του αναμένεται να ακουσθεί, στην ώρα της. Αυτόν τον στοχασμό, τον οποίο προσέφεραν όλοι οι πρεσβύτεροί του στην εθνικήν ολότητα, τον προσέφερε ακούραστα, επί σαράντα χρόνια, και ο Σεφέρης. Αλλά και μέσα στο σύνολο αυτό, θα προσέθετα ακόμη κάτι: στην Ελλάδα δεν υπάρχει ο θεσμός του εστεμμένου ποιητή ούτε του πρίγκιπα των ποιητών· όμως, κάθε φορά οπού, μέσα στην πορεία του χρόνου, αποκάμνει η κορυφαία λυρική φωνή, προβαίνει ένας άλλος ποιητής, ξαναπαίρνει τον λόγο εκεί όπου είχε μείνει μετέωρος, και τον συνεχίζει. Σήμερα, αναμετρώντας το κενό που βλέπουμε εμπρός μας, ξέρουμε, περισσότερο κι’ από χθες, ότι με την σιωπή του Σεφέρη έλειψε η μεγάλη ελληνική φωνή της εποχής του.

*Κείμενο του Κ. Θ. Δημαρά για τον Γιώργο Σεφέρη, που έφερε τον τίτλο «Ο ποιητής και το έργο» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τρίτη 21η Σεπτεμβρίου 1971, την επαύριον του θανάτου του μεγάλου λογοτέχνη.

Ο Γιώργος Σεφέρης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Γεωργίου Σεφεριάδη) απεβίωσε στις 20 Σεπτεμβρίου 1971 στην Αθήνα, σε ηλικία 71 ετών.