Υπάρχουν θάνατοι που σιγά-σιγά λησμονούνται, και υπάρχουν θάνατοι που όσο περνάει ο καιρός τόσο και γεμίζουν την ψυχή των ανθρώπων λύπη. Στην δευτέρα περίπτωσιν ανήκει και ο θάνατος του Ιωάννου Συκουτρή. Γιατί είχε συνδεθή πνευματικά και καλλιτεχνικά με την ζωή των νεωτέρων Ελλήνων, και νεώτατος, με την πολυμάθειά του, με την εργατικότητα, με την ορμή και την φλόγα της μαθήσεως και της διδαχής, είχε γίνη πνευματικός οδηγός.

Τον εγνώρισα για πρώτη φορά μετά την έκδοσιν του «Συμποσίου» του Πλάτωνος. Αργότερα, υπό την προεδρίαν του σεβαστού φίλου μητροπολίτου Μυτιλήνης κ. Ιακώβου, συνειργάσθημεν εις την θεμελίωσιν των «Μικρασιατικών Χρονικών». Σμυρναίος και ο Συκουτρής, εδέχθη πρόθυμα να προσφέρη τας υπηρεσίας του και ανέλαβε τον καταρτισμόν του αρχείου. Ο ιδεαλισμός ήτο ζωγραφισμένος στην μορφή του. Όλος πνεύμα και αγάπη θρησκευτική προς την ιστορία, τα γράμματα, την επιστήμη. Και μαχητής καλής πίστεως προκειμένου να υποστηρίζη τας ιδέας του, να τας κάμη κοινό αγαθό.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 11.10.1937, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Είδε το φως της ημέρας τον Δεκέμβριο του 1901 στη Σμύρνη. «Εσπούδασα», γράφει εις τον πρόλογον του υπομνήματός του (1933) προς την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, «εις την Ευαγγελικήν Σχολήν και απεφοίτησα με τον βαθμόν άριστα τον Ιούνιον του 1918. Με βαθύ ευγνωμοσύνης αίσθημα θα γεμίζη πάντοτε την ψυχή μου η ιερά του σχολείου μου ανάμνησις, το οποίον από του 1708 μέχρι του 1922, ότε συνεξέλιπε μετά των Ελλήνων της Ιωνίας, επρωταγωνίστησεν εις τον αγώνα του καλού υπέρ της ελληνικής παιδείας. Του οφείλω όχι μόνον καταρτισμόν, όστις μου κατέστησεν ευκολωτέρας και επωφελεστέρας τας κατόπιν σπουδάς μου· ως ψυχικόν λυτρωμόν από εξωτερικάς μικρότητας μού απεκάλυψε την ενασχόλησιν με την αρχαιότητα και ακοίμητον μού ήναψε την φλόγα της πίστεως προς την εξανθρωπιστικήν της δύναμιν».

Με τα λίγα αυτά λόγια μάς φανερώνει τον εσωτερικό του κόσμο, που τον οπλίζει με ηθικές δυνάμεις για τον αγώνα της δράσεως και της δημιουργίας. Την 10ην Ιουνίου 1922 ανεκηρύχθη πτυχιούχος της Φιλοσοφίας με βαθμό άριστα και κατά το 1924 διωρίσθη βοηθός του φιλοσοφικού σπουδαστηρίου στο πανεπιστήμιο. Μετά ένα έτος ανηγορεύθη διδάκτωρ της Φιλοσοφίας με βαθμό επίσης άριστα.

Σε λίγους μήνες έλαβε μέρος σ’ ένα διαγωνισμό, επέτυχε μεταξύ των πρώτων και ανεχώρησε για την Γερμανία, για να σπουδάση ευρύτερα την αρχαία ελληνική φιλολογία. Η επιστημονική εξέλιξίς του υπήρξε ραγδαία, προκαλέσασα τον θαυμασμόν και την εκτίμησιν των Γερμανών επιστημόνων, όπως του περιφήμου Βιλαμόβιτς. Μετά τριετή παραμονήν στην Γερμανία ξαναγύρισε στην Ελλάδα και κατά το 1929 διωρίσθη καθηγητής στο Αρσάκειο και κατόπιν βιβλιονόμος στην Ακαδημία Αθηνών. Μετά ένα χρόνο εξελέγη, παμψηφεί, υφηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και εδίδαξε επί σειράν τριών ετών.


Ο Ιωάννης Συκουτρής, με την φιλοπονίαν του, τας σπουδάς και τας διαλέξεις του εν Γερμανία, είχε καταλάβη διεθνή θέσιν μεταξύ του επιστημονικού κόσμου, και γι’ αυτό εκλήθη στην Πράγα ως τακτικός καθηγητής, για να διαδεχθή στο εκεί γερμανικό πανεπιστήμιο τον αποθανόντα φιλέλληνα Edgar Martini. Η Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών έλαβε γνώσιν της ανωτέρω προσκλήσεως, και δι’ εγγράφου της, που φέρει την υπογραφήν του διαπρεπούς μέλους της κ. Α. Κεραμοπούλου, τον συνεχάρη θερμότατα. Μεταξύ άλλων γράφει ο κ. Κεραμόπουλος και τα ακόλουθα χαρακτηριστικά της αξίας του Συκουτρή:

«Την πρόσκλησιν ταύτην η σχολή θεωρεί τιμητικήν όχι μόνον δι’ υμάς, αλλά και δι’ εαυτήν, ης και πάλαι υπήρξατε τρόφιμος και νυν από τριετίας διακεκριμένος διατελείτε συνεργάτης. Αλλά το αίσθημα της χαράς, το οποίον δοκιμάζει επί τη προσκλήσει ταύτη η σχολή, συνοδεύεται και υπό λύπης, διότι διά της αποχωρήσεως υμών μέλλει αύτη να στερηθή σοβαράς και αξιολόγου διδακτικής δυνάμεως, προς την οποίαν και εν τω παρόντι μεγάλην έτρεφεν εκτίμησιν και διά το μέλλον μετά των αρίστων απέβλεπε προσδοκιών και ελπίδων. Την λύπην ταύτην ελαφρύνει πως η ελπίς και η ευχή ότι και εις την ξένην σταδιοδρομών ευδοκίμως θα τιμήσητε το ελληνικόν όνομα και την ελληνικήν επιστήμην, της οποίας έχομεν πεποίθησιν ότι δεν θα αποξενώση υμάς η μετατόπισις της δράσεως και της διδασκαλίας σας. Η δε σχολή θα είνε ευτυχής, αν, ως γράφετε, διατηρήσητε όχι μόνον ιδεολογικώς αλλά και εμπράκτως τούς προς αυτήν δεσμούς».

Όσοι παρηκολούθησαν και άκουσαν τον Συκουτρή και τον παρηκολούθησαν πολλοί με πίστιν και συγκίνησιν γνωρίζουν λεπτομερέστερα την πνευματικήν και επιστημονικήν φιλοδοξίαν του. Ο νους και η ψυχή του εφλέγοντο από ένα ιερόν πάθος εις το να διαφωτίση και καθοδηγήση την ελληνικήν νεότητα και να την καταρτίση εις «αυτόνομον πνευματικήν προσωπικότητα, ν’ αντικρύση με διαυγή τον νουν και θερμήν την καρδίαν τα θεμελιώδη προβλήματα της συγχρόνου πνευματικής ζωής».


Αυτή ήτο η πίστις και η ευγενεστέρα φιλοδοξία του. Πνεύμα πολυσύνθετο, είχε αγκαλιάση τον αρχαίο και νεώτερο ελληνικό κόσμο εις όλας τας εκδηλώσεις του, και χωρίς, βέβαια, στενόκαρδους δασκαλισμούς. Την όλην δράσιν και εργασίαν του εχαρακτήριζε η πνευματική διαύγεια, η καλλιτεχνική συγκίνησις. Ήτο ένα προνομιούχον πνεύμα και είχε την δύναμιν του δημιουργού και του αρχηγού εις την κατεύθυνσιν των φιλοσοφικών και φιλολογικών ζητημάτων. Έδιδε πλήρη και σαφή εξήγησιν των κειμένων και ο λόγος του επάλλετο από συγκίνησιν ιεράν, έφθανε σαν γόνιμος σπορά εις την καρδιά της νεότητος. Ήτο ένα «φαινόμενον» δράσεως και πνευματικής ωριμότητος, εις τόσον νεαράν ηλικίαν. Ίων την καταγωγήν, είχε όλην την ακτινοβολίαν της ιστορίας και της ελληνικής κληρονομικότητος των καλών χρόνων και εποχών. Επίστευεν εις το ελληνικόν πνεύμα όχι διά να φαίνεται ότι πιστεύει κατά συνθήκην, αλλά γιατί ανεγνώριζε την βαθυτέραν επίδρασίν του επί της ανυψώσεως της ανθρωπότητος. Και εις την εποχήν του υλισμού είχε σχηματίση στρατιάν ιδεολόγων με την βεβαιότητα της αναγεννήσεως και της τελικής νίκης. Δεν είχεν απλώς την μάθησιν την μάθησιν την έχουν πολλοί αλλ’ είχε και την ιεράν φλόγα του αγωνιστού, είχε «πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής» κατά τον στίχο του Σολωμού.

Από το σπουδαστήριό του στα πανεπιστήμια, και από τα πανεπιστήμια στην Ακαδημία, στις διαλέξεις του «Παρνασσού» και του «Ασκραίου», ανάμεσα στο λαό και στους φοιτητάς, στας παραστάσεις αρχαίων δραμάτων και κλασσικών συναυλιών, στα τυπογραφεία για την έκδοση των συγγραμμάτων του, εκδρομές στο εξωτερικό, όχι για αναψυχή, αλλά για την μελέτη και την επιστημονική έρευνα, εκδρομές στους αρχαιολογικούς τόπους και στα βουνά, συντροφιά με ανθρώπους, με πνεύματα, με την φύσιν, τον μεγάλον αυτόν διδάσκαλον που αναζωογονεί και εμπνέει.


Σήμερα, και για πολύ καιρό, τον αναζητούν όλοι και όλα. Οι άνθρωποι που είχαν επικοινωνήση με το πνεύμα και την ψυχή του δεν πιστεύουν ακόμη στον πρόωρο θάνατό του. Η γοητεία του η ιδεολογική τούς συντροφεύει και θέλουν ν’ αυταπατώνται ότι από κάπου θα ξεπροβάλη με την αδύνατη μορφή του, που όμως ήτο όλο φως και χαρά.

Ένα πνευματικό άστρο έλαμψε κι’ έσβυσε πρόωρα, κι’ εγέμισε την ψυχή μας πένθος και την καρδιά μας σπαραγμό. Υπάρχουν άνθρωποι που θρηνούν τον θάνατο του Συκουτρή σαν να ήσαν οι προσφιλέστεροι συγγενείς του. Οι ψυχικοί και πνευματικοί δεσμοί είνε πολλές φορές κάτι περισσότερο των συγγενικών.

Η ελληνική νεότης έχασε έναν πνευματικό οδηγό, και η απώλεια αυτή είνε ένα εθνικό δυστύχημα. Το όνομά του είχε γίνει σύμβολο και λευκή σημαία. Ο Ιωάννης Συκουτρής ήτο εκείνο που ελέχθη και εγράφη επιγραμματικά για τον αείμνηστο Λορέντζο Μαβίλη, τον ποιητή της Κερκύρας και τον πολεμιστή του Δρίσκου:

Ένας άνθρωπος, ένας κόσμος.

Επίγραμμα που ταιριάζει στο μνήμα τού εξ Ιωνίας εθνοδιδασκάλου.

*Άρθρο του δημοσιογράφου, συγγραφέα και θεατρικού κριτικού Μιχαήλ Ροδά (1884-1948) για τον Ιωάννη Συκουτρή. Έφερε τον τίτλο «Ένας εθνοδιδάσκαλος» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» στις 11 Οκτωβρίου 1937.


Ο Μιχαήλ Ροδάς

Ο διαπρεπής φιλόλογος Ιωάννης Συκουτρής, μια από τις πλέον σημαντικές προσωπικότητες του πνευματικού βίου της χώρας μας κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, γεννήθηκε στη Σμύρνη την 1η Δεκεμβρίου 1901 και αυτοκτόνησε στην Κόρινθο στις 21 Σεπτεμβρίου 1937.