Γιώργος Σεφέρης: Παραμυθία και παρρησία
Ο ποιητής που εμίλησε για όλους μας μιλώντας για τον εαυτό του
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1971 τελέστηκε στην Αθήνα η κηδεία του Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος είχε φύγει από τη ζωή δύο ημέρες νωρίτερα, στις 20 Σεπτεμβρίου 1971, σε ηλικία 71 ετών.
Χιλιάδες πολιτών —πολιτικοί ηγέτες, άνθρωποι των γραμμάτων, αναρίθμητοι νέοι και το ανώνυμο πλήθος— είχαν συνοδεύσει το μεγάλο λογοτέχνη έως τον τάφο του.
Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την επομένη, 23η Σεπτεμβρίου, πέραν των ειδήσεων που αφορούσαν την κηδεία και τις εκδηλώσεις πένθους για την απώλεια του νομπελίστα ποιητή, περιλαμβάνονταν δύο αξιοπρόσεκτα κείμενα, και τα δύο στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας.
Το πρώτο εξ αυτών, στο οποίο είχαμε αφιερώσει προ καιρού ένα ολόκληρο άρθρο μας, ήταν το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη, που έφερε τον τίτλο «Επί ασπαλάθων…» και είχε πρωτοδημοσιευτεί, σε γαλλική μετάφραση του ιδίου, στην παρισινή εφημερίδα Le Monde, στις 27 Αυγούστου 1971.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.9.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Το δεύτερο ήταν ένα αποχαιρετιστήριο κείμενο του Α. Γ. Ξύδη, που έφερε τον τίτλο «Παρουσία του Σεφέρη». Στο εν λόγω κείμενό του ο Αλέξανδρος Γ. Ξύδης (1918-2004), η πολυσχιδής αυτή προσωπικότητα —διπλωμάτης, τεχνοκριτικός, συγγραφέας και συλλέκτης—, έγραφε τα εξής:
«Εσύ τίνα έχεις;» με ρώτησε ο άγνωστος που είχε πιάσει κουβέντα μαζί μου στο διάδρομο της μονάδας εντατικής θεραπείας του «Ευαγγελισμού». Η ομηρική λιτότητα της ερώτησης, με τον αβίαστο ενικό, θα είχεν αρέσει του Σεφέρη, που για κείνον βρισκόμουν εκεί. Ο άγνωστος είχε δικό του άρρωστο ένα ξαδέρφι. Ήταν από τη Ρωσία, από τους Πόντιους εκείνους που διαφύλαξαν την αγνότερη ελληνική λαλιά. «Τίνα έχεις;». Δεν ονομάτισα τον Σεφέρη στον άγνωστο, γιατί του έφτασε προφανώς η λέξη «φίλος».
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.9.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Δικός μου ο Σεφέρης αναλογίσθηκα ύστερα. Πώς αποτολμούσα αυτή την κτητική αντωνυμία την τόσο εγωιστική; Δικός μας, όλων των Ελλήνων, και του άγνωστου εκείνου ακόμα με τον ομηρικό λόγο, είχε γίνει από χρόνια ο Σεφέρης. Όμως είχε μείνει και δικός μου, και δικός τού καθενός μας ατομικά. Εμίλησε πάντα για λογαριασμό μας όχι με το μεγαλόστομο δημόσιο λόγο του Παλαμά ή με την πλούσια θεατρική φλέβα του Σικελιανού —εκείνοι αγόρευαν πάντα από ένα βήμα— ούτε με την υπολογισμένη πνοή του Καβάφη, που μας έρχεται μουντή μέσ’ από κλεισμένη «κάμαρη με το λίγο φως». Ο Σεφέρης μάς κουβεντιάζει με μια φωνή θερμή, μ’ ένα λόγο αδρό, λυρικό δίχως κορώνες, στεγνό σχεδόν από τη λιτότητά του, και δίχως σκιές σαν το αττικό τοπίο του μεσημεριού. Μας μιλάει όχι ομαδικά, αλλά στον καθένα χωριστά, εισδύοντας στον μυχιαίτερο ψυχικό μας κόσμο τόσο αποτελεσματικά όσο ένας ανοιχτομάτης Τειρεσίας.
Σήμερα που τα μάτια του σφάλιξαν οριστικά, που η βαριά και θερμή φωνή του δε θ’ ακούγεται πια, θα μας μιλάει, σαν τον τυφλό μάντη, πάντα με περσότερην ενάργεια, μεταδίνοντας το μήνυμα της ζωής του πως η ποίηση δεν έχει χάσει τη δύναμή της σαν παραμυθία και σαν παρρησία «ημών των περιλειπομένων».
Το χάσμα που αφήνει ο Σεφέρης φεύγοντας, τούτη μάλιστα τη στιγμή, απ’ ανάμεσά μας μετατρέπεται σε νέαν εντονότερη παρουσία του ποιητή tel qu’en lui-même enfin l’éternité le change, του ποιητή που εμίλησε για όλους μας μιλώντας για τον εαυτό του, που βρήκε τη σωστή κάθε φορά φωνή για όλα τα δίσεχτα χρόνια που πέρασεν ο Ελληνισμός, από τη Μικρασιατική Καταστροφή που τον ξερίζωσε ως τα τωρινά τα χρόνια όπου άλλη φουρτούνα τον ρίζωσε τελειωτικά στον τόπο στον οποίο υπήρξε ως την τελευταία του στιγμή τόσο συνεπής, σαν άνθρωπος, σαν τεχνίτης, σαν υπάλληλος.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.9.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Τον «επλήγωσε η Ελλάδα» — ναι, όπως μας πληγώνει όλους, όμως κάθε στίχος του είναι μια κατάφαση σε μιαν Ελλάδα όχι ονείρου, όχι νοσταλγημένη, αλλά σε μιαν σκληρή πραγματικήν Ελλάδα, αγκαθερή σαν τα βράχια της Αττικής, που δεν έπαψε να τρώει τα παιδιά της. Τον έφαγε τώρα και τον Σεφέρη.
«Τίνα έχουμε» τώρα σε τούτα τα χρόνια που (θα έπρεπε να) είμαστε πάλι «στο εμείς και όχι στο εγώ»;
Έχουμε τον Σεφέρη πάντα, ακριβότερο τώρα που κόπηκε το χρυσό υφάδι της τέχνης του, ένα θησαυρό από τον οποίο θα ζήσουμε οι Έλληνες, κι’ αυτός μαζί μας, πολλά χρόνια ακόμα.
20.IX.1971
- Το «άσχημο» χριστουγεννιάτικο πουλόβερ που όλοι αγαπάμε να μισούμε
- Ολυμπιακός: «Ερυθρόλευκη» Φλόγα ελπίδας και ζωής (pics)
- Εύβοια: Γιος και γαμπρός αλληλοκατηγορούνται για τη δολοφονία του 66χρονου – Πώς περιγράφουν το άγριο έγκλημα
- Η Γουλβς ανακοίνωσε την πρόσληψη του Βίτορ Περέιρα (pic)
- Συρία: Εκατοντάδες διαδηλωτές στη Δαμασκό υπέρ της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων των γυναικών
- Flat Earther έπρεπε να φτάσει μέχρι την Ανταρκτική… για να πειστεί ότι η Γη είναι σφαιρική